Σε συνέντευξη με θέμα το ΔΝΤ και την Ελλάδα έδωσε στην εβδομαδιαία έκδοση της εφημερίδας Die Zeit ο γνωστός για τις πολύχρονες έρευνες που έχει κάνει για το Ταμείο αλλά και για τα βιβλία του με επίκεντρο την ευρωπαϊκή κρίση. Πολ Μπλούσταϊν.
Ο Μπλούσταϊν καταλογίζει στο διεθνή πιστωτικό οργανισμό ευθύνες επειδή δεν επέβαλε από την αρχή της κρίσης κούρεμα χρέους. «Ασφαλώς δεν θα επαρκούσε, καθώς η Ελλάδα χρειαζόταν πολλές μεταρρυθμίσεις. Αλλά οι οικονομικές προβλέψεις το 2010 ήταν πολύ αισιόδοξες», υποστηρίζει.
«Η Ελλάδα θα έπρεπε να επιβάλει απίστευτα μέτρα λιτότητας για να αγγίξει τους στόχους του προγράμματος. Αρχικά, ο στόχος για το πλεόνασμα ήταν 6% του ΑΕΠ, πολύ υψηλότερος και από ό,τι μια υγιής οικονομία μπορεί να επιτύχει, τη στιγμή που από τότε η Ελλάδα βρισκόταν σε ύφεση».
Ο Μπλούσταϊν παραδέχεται ότι ένα κούρεμα χρέους θα ήταν ένα αδιανόητο ενδεχόμενο για τους ισχυρούς ευρωπαίους πολιτικούς. «Εκείνη την εποχή υπήρχαν επίσης και καλά επιχειρήματα εναντίον της μείωσης του χρέους, δηλαδή η μετάδοση της κρίσης για χώρες που θα το ζητούσαν. Αλλά το μεγάλο βάρος για την σωτηρία της Ευρώπης ανατέθηκε στην Ελλάδα, αυτό ήταν άδικο και παίρνει σήμερα εκδίκηση, αφού η κρίση ακόμη διαρκεί».
Αλλά και η διαμάχη ανάμεσα στο ΔΝΤ και την ΕΕ συνεχίζεται. Ο Αμερικανός εμπειρογνώμων την αποδίδει στο ότι το Ταμείο προσπαθεί να αποκαταστήσει τη φήμη του και να επανορθώσει τα λάθη του με τη λογική ότι δεν υποστηρίζει κανείς αυτό που δεν λειτουργεί. «Το θετικό είναι ότι το ΔΝΤ παραδέχεται τα λάθη του», αναφέρει στη γερμανική εφημερίδα. «Βγήκαν στο φως πολλές εκθέσεις αυτοκριτικής, στις οποίες γίνεται σαφής αναφορά στις ευθύνες του, αυτό έβλαψε τη φήμη του ΔΝΤ», υποστηρίζει ο Αμερικανός ειδικός.
«Για το Ταμείο το ελληνικό πρόγραμμα ήταν μια αρνητική εμπειρία και γι’ αυτό θα ήθελε να μη συμμετέχει». Και καταλήγει: «Αμφισβητώ εάν τα προγράμματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών ήταν πιο επιτυχημένα κι αυτό ισχύει κυρίως για την Πορτογαλία […] Η Ελλάδα έπεσε μόνη της στην τρύπα που έσκαψε και οι άλλοι την άφησαν. Ασφαλώς θα έπρεπε να εφαρμοστούν πιο δραστικά διαρθωτικές μεταρρυθμίσεις και όχι μόνο περικοπές δαπανών, αλλά τέτοιες μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά για παράδειγμα χρειάζονται πολύ χρόνο για να επενεργήσουν».