Εχοντας ξεπεράσει προ πολλού τους στόχους του… 2021 ως προς τις αφίξεις που έκαναν λόγο για 24 εκατομμύρια επισκέπτες και μπροστά στη συζήτηση που ανοίγει πανευρωπαϊκά για τις συνέπειες του υπερτουρισμού, οι εγχώριοι τουριστικοί φορείς προτάσσουν τώρα περισσότερο από ποτέ την ανάγκη για επενδύσεις από 5 έως 7 δισ. ευρώ μέσα στην επερχόμενη πενταετία. Με άμεσο στόχο την κατασκευή νέων καταλυμάτων 4 και 5 αστέρων, αλλά και την αναβάθμιση υπαρχουσών υποδομών ώστε να είναι σε θέση ο κλάδος να σταθεί στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, να προσελκύσει επισκέπτες υψηλής καταναλωτικής δυνατότητας και να αυξήσει τα έσοδα ανά επισκέπτη.
Τα νούμερα, όπως παρουσιάστηκαν κατά τη Διάσκεψη Υψηλού Επιπέδου για τον Τουρισμό στις Βρυξέλλες, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Τουρισμού στις 27 Σεπτεμβρίου, δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει και η Ελλάδα κατά τα επόμενα 10 έτη ώστε να δημιουργηθούν στην Ευρωπαϊκή Ενωση πάνω από 5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας που συνδέονται με τον τουρισμό. Το 20% των εν λόγω θέσεων αφορά νέους κάτω των 25 ετών. Ως εκ τούτου, ο τουρισμός αποτελεί το κύριο μέσο για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων, ιδίως σε διάφορες περιφέρειες του Νότου -μεταξύ αυτών και η Ελλάδα- όπου ο ένας στους δύο νέους είναι άνεργος.
Οι πρωτοβουλίες σε επίπεδο Ε.Ε.
Από πλευράς Ε.Ε., πάντως, η δεδηλωμένη πρόθεση, με βάση τα όσα ειπώθηκαν την περασμένη Τετάρτη στις Βρυξέλλες, είναι να αυξηθούν τα κονδύλια του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού για τον κλάδο, με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι να δηλώνει, στο πλαίσιο της διάσκεψης της 27ης Σεπτεμβρίου, ότι «είναι εφικτός στόχος να φτάσει η Ευρώπη τα 700 εκατομμύρια επισκέπτες το 2020, ωστόσο θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες και να κινηθούμε άμεσα γιατί ο ανταγωνισμός πλέον δεν είναι σε επίπεδο ευρωπαϊκών χωρών αλλά ηπείρων. Ο νέος προϋπολογισμός της Ε.Ε. θα πρέπει να λάβει υπόψη τις ανάγκες των πολιτών για μείωση της ανεργίας και θα πρέπει να σκεφτούμε για τον λόγο αυτό μία ιδιαίτερη “προικοδότηση” για τον τουρισμό».
Η Ευρώπη λοιπόν προτίθεται, όπως λένε οι επιτελείς της, να διαθέσει περισσότερα κονδύλια από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό -από το επόμενο έτος- σε τέσσερις βασικούς πυλώνες με στόχο να αυξήσει τον αριθμό των εισερχόμενων τουριστών έως το 2025 στο διπλάσιο, ξεπερνώντας το 1 δισεκατομμύριο αφίξεις, με επίκεντρο την αγορά της Ασίας: «Καταρχάς o πρώτος άξονας έχει να κάνει με το κομμάτι των επενδύσεων, αυξάνοντας τη χρήση των κοινοτικών πόρων και δημιουργώντας καλύτερο πλαίσιο για τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, πρέπει να ενθαρρύνει την κατάρτιση των νέων με διασυνοριακές προσπάθειες ενισχύοντας τη μαθητεία έως τα 25 έτη. Μείζον ζήτημα για την Ε.Ε. είναι και οι ψηφιακές πλατφόρμες. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες γι’ αυτούς που κινούνται εντός και εκτός του Διαδικτύου. Οι μεγάλες πλατφόρμες έχουν αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στην ευρωπαϊκή αγορά και δεν πληρώνουν φόρους ή μεταφέρουν έσοδα σε άλλες χώρες. Πρέπει να καταλήξουμε σε μια φορολογική εναρμόνιση για να υπερασπιστούμε ταυτόχρονα και την πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης. Eδώ εμπίπτει και η οικονομία του διαμοιρασμού (σ.σ.: για παράδειγμα, το θέμα των βραχυχρόνιων μισθώσεων τουριστικών κατοικιών). Θα πρέπει να υπάρχει ισοτιμία όσον αφορά τις συνθήκες που ισχύουν για όλους. Ο τέταρτος άξονας έχει να κάνει με τις συμπράξεις: ξεκινώντας από τη μεγάλη αγορά της Κίνας (το 2018 είναι Ευρωπαϊκό Ετος Πολιτισμικής Κληρονομιάς και Ετος της Κίνας), στόχος είναι να έρθουν περισσότεροι Κινέζοι, οι οποίοι όταν επιλέγουν Ευρώπη επισκέπτονται 4-5 κράτη-μέλη. Οι Κινέζοι επιλέγουν την ήπειρο, άρα οι ανταγωνιστές μας δεν είναι οι χώρες των κρατών-μελών αλλά οι άλλες ήπειροι», ανέφερε ο κ. Ταγιάνι.
Στη διάσκεψη της περασμένης Τετάρτης τόσο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και ο Γίρκι Κατάινεν, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδιος για την απασχόληση, την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα, έθεσαν το γεγονός ότι ο κλάδος θα πρέπει να ξεπεράσει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μεγάλα εμπόδια, τα οποία προβάλλουν, από την πλευρά τους, ως οι πλέον ανασταλτικούς παράγοντες για την τουριστική ανάπτυξη και οι τουριστικοί φορείς στην Ελλάδα. «Οι πολιτικοί θα πρέπει να λύσουν γόρδιους δεσμούς όπως η υψηλή φορολόγηση, το μεταφορικό και ενεργειακό κόστος, η ευρυζωνική παροχή υπηρεσιών στην ύπαιθρο και η βελτίωση των τοπικών μεταφορών, η καλύτερη πρόσβαση στις πιστώσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», ανέφερε ο κ. Ταγιάνι, δίνοντας παράλληλα μια μικρή γεύση για το τι θα μπορούσε να γίνει σε πρώτη φάση για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού τουρισμού: «Θα πρέπει να υιοθετηθούν καινοτόμες πηγές ενέργειας, να γίνει καλύτερη χρήση των περιφερειακών πόρων σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, να προχωρήσει η ψηφιοποίηση εμβληματικών μουσείων και προορισμών κ.ά.».
Συνολικά, με βάση τις εκτιμήσεις από διεθνείς έρευνες, ο αριθμός των διεθνών τουριστών αναμένεται να διπλασιαστεί, από 1,1 δισεκατομμύριο σε περισσότερους από 2 δισεκατομμύρια, έως το 2030. Πολλοί από αυτούς θα προέρχονται από μια αναδυόμενη νέα τάξη με υψηλή αγοραστική δύναμη, το ήμισυ δε αυτών θα είναι από την Ασία. Η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει σημαντικό μέρος της νέας αυτής ζήτησης, ωστόσο φαίνεται πλέον ότι δεν έχει τα περιθώρια να αναμένει παθητικά αυτή τη νέα ανάπτυξη ως μάννα εξ ουρανού. Εως τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η Ευρώπη φιλοξένησε πάνω από το ήμισυ των παγκόσμιων τουριστών. Σήμερα, μολονότι εξακολουθεί να είναι ο πρώτος προορισμός παγκοσμίως, το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 42%, και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 30% ως το 2030, την ίδια στιγμή που ο ανταγωνισμός από νέους τουριστικούς προορισμούς αυξάνεται.
Βρυξέλλες και Ελλάδα
Για την Ελλάδα σημαντικό βήμα από πλευράς της Ε.Ε. ειδικά στο κομμάτι του τουρισμού είναι η παροχή χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για τη στήριξη έργων όπως η αναβάθμιση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, μια επένδυση για την οποία έγινε ιδιαίτερη μνεία και από τον κ. Κατάινεν κατά τη διάρκεια της διάσκεψης την περασμένη Τετάρτη, ως περαιτέρω ώθηση σε έναν κλάδο που έχει στηρίξει τα μάλα την οικονομία της χώρας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η Ε.Ε. πάντως (σ.σ.: όπως και οι τουριστικοί φορείς στην Ελλάδα) θεωρεί ότι ειδικά στη χώρα μας ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η πρόσβαση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση, με ποσοστό άνω του 25% αυτών να το θεωρεί ως το πλέον σημαντικό πρόβλημα.
Από την πλευρά των τουριστικών φορέων, και δη του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), το επόμενο βήμα με ορίζοντα πιθανότατα μέσα στο 2018, ώστε να έχουν ωριμάσει περισσότερο και οι συνθήκες, είναι η δημιουργία μιας βάσης στο κέντρο αποφάσεων της Ε.Ε. όπως έχει κάνει ήδη ο ΣΕΒ. Η αρχή γίνεται με τις επαφές που ξεκινούν άμεσα -πριν από την εκπνοή του 2017- με στόχο η Ελλάδα να κάνει πιο ισχυρή την παρουσία της στο κομμάτι του τουρισμού στις Βρυξέλλες, να είναι πιο ενεργή όχι μόνο στα κέντρα επιρροής και λήψης αποφάσεων, αλλά και ενημέρωσης, «γιατί υπάρχουν πολλά ζητήματα που αφορούν τον τουρισμό όλης της Ευρώπης», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι τουριστικοί φορείς.
Ο ΣΕΤΕ θεωρεί ότι η χώρα μας έως το 2021 μπορεί να προσελκύσει 35 εκατομμύρια επισκέπτες και να πλησιάσει τα 20 δισ. έσοδα, από 13,6 δισ. ευρώ το 2016 και μία εκτίμηση για 14-14,5 δισ. ευρώ το 2017, υπό την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες επενδύσεις ύψους 5-7 δισ. ευρώ σε ένα ευρύ πλέγμα τομέων και κυρίως: α) σε υψηλής στάθμης κλίνες, β) σε υποδομές, όπως τα αεροδρόμια και οι υπόλοιπες πύλες εισόδου, γ) στην εντονότερη διασύνδεση του τουρισμού με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι π.χ. ο αγροδιατροφικός τομέας, δ) στη δημιουργία πολιτιστικού τουριστικού προϊόντος και ε) σε soft ενέργειες, όπως ημερολόγιο δραστηριοτήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για περαιτέρω ανάπτυξή τους ως προορισμών citybreak, προώθηση συνεδριακών υποδομών κ.λπ., ενώ εξίσου απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί και η δημιουργία ενός Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον τουρισμό.
Οι τουριστικοί φορείς, είτε πρόκειται για τους μεγαλύτερους ξενοδόχους είτε για τους ιδιοκτήτες μικρότερων καταλυμάτων, θέτουν πλέον οι ίδιοι μετ’ επιτάσεως ένα ακόμη ζήτημα: αυτό της… άλλης όψης της τουριστικής ανάπτυξης. «Επειτα από 40 και πλέον χρόνια οργανωμένου τουρισμού στη χώρα μας, παρατηρούνται φαινόμενα άναρχης οικιστικής ανάπτυξης, ανεξέλεγκτης δόμησης, θαλάσσιας ρύπανσης, καταπάτησης και καταστροφής βιοτόπων, που επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος», αναφέρει χαρακτηριστικά η Συνομοσπονδία Επιχειρηματιών Τουριστικών Καταλυμάτων Ελλάδος (ΣΕΤΚΕ). Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η τουριστική δραστηριότητα, τουλάχιστον με τη σημερινή μορφή της, δεν έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, ενώ παράλληλα θα έχει αρνητικές επιδράσεις στη φύση και στο περιβάλλον, καθίσταται πλέον επιβεβλημένο η Πολιτεία να επανακαθορίσει την τουριστική πολιτική της, υιοθετώντας ένα νέο μοντέλο που θα προσανατολίζεται σε έναν ποιοτικό τουρισμό και θα απευθύνεται σε κοινό με υψηλότερες απαιτήσεις πέραν του ήλιου και της θάλασσας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι άμεση ανάγκη να υιοθετηθούν επαρκή συστήματα διαχείρισης και διατήρησης των φυσικών πόρων και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες δομές, οι οποίες θα μπορούν να αντέξουν τις πιέσεις που ασκούνται από τη μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση, όπως η διαχείριση των απορριμμάτων, η εξοικονόμηση νερού και ενέργειας κ.ά.