Η αμερικανο-τουρκική εχθρότητα έχει αυξηθεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επικρίνει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, ενώ η Άγκυρα έχει θυμώσει ιδιαίτερα τόσο με την άρνηση της Ουάσινγκτον να εκδώσει τον Fetullah Gulen -έναν κληρικό που ο Ερντογάν πιστεύει ότι ήταν πίσω από το πραξικόπημα και ζει σήμερα στην Πενσυλβάνια- όσο και με την στρατιωτική της υποστήριξη προς ένοπλες ομάδες Κούρδων στην Συρία, πολλές από τις οποίες συνδέονται με Κούρδους αυτονομιστές στην Τουρκία.
Αυτή την στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία έχουν αναστείλει την εξέταση των αιτήσεων βίζα εκατέρωθεν, σε μια κλιμάκωση τύπου «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» για την σύλληψη από την τουρκική κυβέρνηση ενός υπαλλήλου του προξενείου των ΗΠΑ ο οποίος κατηγορείται ότι είχε διασυνδέσεις με το κίνημα Gulen.
Αλλά και με την Γερμανία οι σχέσεις είναι προβληματικές. Τον Απρίλιο, ο Ερντογάν συγκέντρωσε την οργή των Ευρωπαίων ηγετών με τις επιλογές που έκανε στην προεκλογική εκστρατεία για το δημοψήφισμα. Η Ολλανδία αρνήθηκε την είσοδο σε δύο Τούρκους υπουργούς και υποστηρίχθηκε γι’ αυτό από την Γερμανία και την Γαλλία. Στην συνέχεια, στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ζήτησε να τερματιστούν οι συνομιλίες ένταξης της Τουρκίας με την ΕΕ εξαιτίας των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Άγκυρα, συμπεριλαμβανομένης της φυλάκισης δημοσιογράφων και μελών της αντιπολίτευσης . Ο Ερντογάν αποκρίθηκε με τον ίδιο τρόπο, αποκαλώντας την στάση της Μέρκελ ως «ναζισμό».
Αυτές οι διμερείς συγκρούσεις έχουν αρχίσει να επηρεάζουν το κύρος της Άγκυρας μέσα στο ΝΑΤΟ. Φέτος, τόσο η Γερμανία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες περιόρισαν τις πωλήσεις όπλων προς την Τουρκία. Οι περιορισμοί της Ουάσινγκτον ήταν μικρού εύρους, εφαρμοζόμενοι μόνο στους φρουρούς ασφαλείας του Ερντογάν, οι οποίοι τον Μάιο επιτέθηκαν σε διαδηλωτές στο αμερικανικό έδαφος.
Και, στις 25 Σεπτεμβρίου, η Τουρκία κατηγόρησε επισήμως γερμανικές και αμερικανικές ιδιωτικές αμυντικές εταιρείες για επιβολή έμμεσου εμπάργκο ή για καθυστέρηση σχετικά με συμφωνίες όπλων. Τέτοιες διαμάχες είναι ιδιαίτερα ενοχλητικές σε μια στρατιωτική συμμαχία, δεδομένης της σημασίας των πωλήσεων όπλων εντός της συμμαχίας.
Η αγορά των S-400 από την Τουρκία είναι, με λίγα λόγια, ένα προϊόν της επιδείνωσης τωνσχέσεων της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ. Μπορεί οι S-400 να είναι προετοιμασία για πόλεμο, αλλά επιτρέπει στην Τουρκία να συμμετάσχει σε περιφερειακές συγκρούσεις ενώ διασφαλίζει παράλληλα ότι μπορεί να ανταποκριθεί σε νέες απειλές εάν οι σχέσεις με τα μέλη του ΝΑΤΟ εξακολουθήσουν να επιδεινώνονται.