Ως γνωστόν, εδώ και αρκετά έτη, έχει κυκλοφορήσει ανά τον κόσμο, το πάρα πολύ γνωστό σε όλους μας μυθιστόρημα του συγγραφέα Νταν Μπράουν, με τον τίτλο: «Κώδικας ντα Βίντσι».
Σύμφωνα δε με την πλοκή αυτού, μια οργάνωση με τον τίτλο «Κοινό της Σιών», είναι αυτή που κατέχει την (δήθεν) αληθινή ιστορία του Χριστού και των Ναϊτών ιπποτών, και προστατεύει αυτή, από τα
αδυσώπητα νυχιά αυτών που θέλουν να την καταστρέψουν (συγκεκριμένα, του Βατικανού και των Ιησουιτών).[Η οργάνωση «Κοινό της Σιών», εμφανίστηκε για πρώτη φορά το έτος 1967 (και φυσικά όχι το 1099 που αναφέρεται στο μυθιστόρημα), με την έκδοση του μυθιστορήματος «Το Άγιο αίμα», το οποίο ήταν ο «προπάτορας» του «Κώδικα ντα Βίντσι» και από το οποίο ο Νταν Μπράουν, εμπνεύστηκε την πλοκή του δικού του μυθιστορήματος].
Με βάση την πλοκή λοιπόν του μυθιστορήματος αυτού, ο Χρίστος (δήθεν) παντρεύτηκε την Μαρία την Μαγδαληνή και έκανε μαζί εάν παιδί, και στην συνέχεια η Μαρία η Μαγδαληνή μαζί με αυτό, κατέφυγε στην Νοτιά Γαλλία, στην περιοχή του Λάντελοκ, όπου άκμασε αργότερα η αίρεση των καθαρών.
[Οι λογοτέχνες των παραπάνω μυθιστορημάτων, εμπνευστήκαν τον μύθο αυτό, σύμφωνα με έναν τοπικό μύθο (ο οποίος δεν έχει καμμιά ιστορική βάση), κατά τον οποίο η Μαρία η Μαγδαληνή, κατέφθασε με μια βάρκα στην περιοχή αυτή, συνοδευόμενη από άλλες γυναίκες και ένα παιδί.
Όμως, δεν αναφέρουν την συνέχεια του μύθου αυτού, που λέει ότι το παιδί αυτό ήταν η αραβοαιγύπτια δούλη της με το όνομα Άγαρ, η οποία απλά την υπηρετούσε, χωρίς να κάνει τίποτε αξιόλογο, ενώ ούτε και στον μύθο αυτό αναφέρεται πως το κορίτσι αυτό ήταν απόγονος του Χριστού, ούτε και ότι αυτό ή η Μαρία η Μαγδαληνή παντρεύτηκε ποτέ ή έκανε απογόνους.
Αντίθετα, με βάση την ορθόδοξη παράδοση η Μαρία η Μαγδαληνή, ήταν μια σεβάσμια γυναικά, παρθένα σε όλη της την ζωή, η οποία και βασανιζόταν από εφτά δαιμόνια, από τα ποια την λύτρωσε ο Κυρίος.
Επίσης, η Μαρία αυτή, δεν ταυτίζεται με την αμαρτωλή γυναικά που έπλυνε τα ποδιά του Χριστού, όπως με λανθασμένο τρόπο υποστήριξαν οι πάπες, με το σκεπτικό ότι τα εφτά αυτά δαιμόνια, θα έπρεπε να αναπαριστούν τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα.
Αντίθετα, υπάρχει η παράδοση ότι ο πραγματικός λόγος που βασανιζόταν η Μαρία η Μαγδαληνή από τους δαίμονες αυτούς, ήταν το γεγονός πως είχε τόσο μεγάλη ευσέβεια, που διάβολος αρχικά πίστευε (λανθασμένα), ότι αυτή (και όχι η Παναγιά), θα κυοφορούσε τον αναμμένο Μεσσία και την βασάνιζε, έτσι ώστε να αμαρτήσει και να αποτρέψει με τον τρόπο αυτό, ένα τέτοιο αρνητικό για τον ίδιο ενδεχόμενο].
Εκεί, με βάση την παραπάνω μυθολογία, ένας απόγονος της Μαρίας, παντρεύτηκε τον ιδρυτή της φραγκικής δυναστείας των Μεροβιγγείων βασιλέων της Γαλλίας, οι οποίοι ισχυριζόταν ταυτόχρονα ότι καταγόταν από τους αρχαίους βασιλείς της Τροίας και του Ισραήλ, ενώ πριν γίνουν ειδωλολάτρες, ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονοι ενός ιχθυόμορφου ποτάμιου θεού και μιας θνητής γυναίκας.
[Αυτή ήταν μια συνηθισμένη τακτική που χρησιμοποιούσαν οι τότε ηγεμόνες της εποχής, δηλαδή να αποδίδουν ψευδώς την απαρχή της δυναστείας τους, σε θρυλικές δυναστείες, τόσο για να αποκτούν οι ίδιοι κυρός, όσο και για να φαίνονται στα ματιά των υπηκόων τους, ως (δήθεν) «θεϊκοί υπεράνθρωποι»].
Μετέπειτα, με βάση το μυθιστόρημα «Άγιο αίμα», όταν η Μεροβίγγεια δυναστεία καθαιρέθηκε, ένας απόγονος της, ο Δάγκομπερτ (που στην πραγματική ιστορία πέθανε άτεκνος), παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα της διάδοχου Καρολίγγειας δυναστείας και μέσω αυτού του γάμου, οι απόγονοι του στα μετέπειτα χρονιά, παντρευτήκαν μέλη του οίκου της Λωραίνης.
Στην συνέχεια, ένα μέλος της δυναστείας αυτής, ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν, βοήθησε στην απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της, ενώ, η δυναστεία αυτού κυβέρνησε την πόλη, μέχρι την πτώση της στον Σαλαντίν, μετά την μάχη του Χαττίν.
Ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν, εγκατέστησε αρχικά τους μετέπειτα Ναΐτες ιππότες, σε ένα αβαείο στον λόφο της Σιών (το οποίο δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά στην Ιερουσαλήμ), το οποίο έγινε (τάχα) γνωστό ως το «Ηγουμενείο της Σιών» (στην πραγματικότητα τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στον μουσουλμανικό Τέμενος του Ομάρ, το οποίο είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια του Ναού του Σολομώντα, από τον οποίο οι Ναΐτες πήραν το όνομα τους-οι ιππότες του Ναού-Ναΐτες).
Στην συνέχεια, όταν οι Ναΐτες κατηγορήθηκαν από την δυναστεία του Φίλιππου του Δ’ του Ωραίου της Γαλλίας, ως αιρετικοί και σατανολάτρες, διαλυθήκαν, αλλά η (δήθεν) «γραμμή αίματος του Ιησού», συνεχίστηκε από το οίκο της Λωραίνης, μέλη της οποίας παντρευτήκαν πριγκίπισσες της μετέπειτα βασιλική δυναστεία της Γαλλίας των Καπετίδων-Βουρβόνων, ενώ οι σημερνοί απόγονοι των Γάλλων βασιλέων, είναι απόγονοι τους.
[Οι Ναΐτες, κατηγορήθηκαν από τον βασιλιά Φίλιππο και τον υπουργό δικαιοσύνης (και οικονομικών του), Λογκαρέτ, ως αιρετικοί και σατανολάτρες, κάτι το οποίο και ομολόγησαν μετρά από σκληρότατα βασανιστήρια.
Όμως το γεγονός, του ότι οι Ναΐτες, οι οποίοι είχαν εξελιχθεί στους χειροτέρους τοκογλύφους της εποχής, είχαν πολλά ισχυρά κάστρα μέσα στην ιδιά την Γαλλία, ανεξάρτητα από την βασιλική εξουσία, ο φόβος του ότι ήθελαν να φτιάξουν ένα ανεξάρτητο κράτος στα γαλλικά βασιλικά εδάφη, όπως και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Γάλλος βασιλιάς, ο Φίλιππος ο Ωραίος, τους χρώσταγε ένα σωρό χρήματα, τα οποία δεν μπορούσε να τους ξεπληρώσει, ίσως μας δείχνει ότι η αλήθεια ήταν διαφορετική.
Ο Φίλιππος, ήθελε να εξοντώσει τους Ναΐτες, εθνικοποιώντας τον πλούτο τους υπερ. του, και με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο θα εξάλειφε το χρέος του σε αυτούς, αλλά θα κέρδιζε επιπλέον και χρήματα. Επίσης, θα ξεφορτωνόταν ένα πιθανό αντίπαλο με τάσεις ανεξαρτησίας, έναντι της εξουσίας του.
Όμως, για να πιάσει το σχέδιο αυτό, οι Ναΐτες θα έπρεπε να χάσουν την παπική εύνοια που τους προστάτευε και ο πάπας να δεχτεί απερίφραστα την ενοχή τους.
Επειδή όμως, οι δυο πρώτοι πάπες (Βονιφάτιος ο Η’ και Βενέδικτος ο ΙΑ’), στους οποίους ο Φίλιππος, ζήτησε να αποδεχτούν τους ισχυρισμούς του και να καταδικάσουν τους Ναΐτες, δεν ήταν συνεργάσιμοι, ο πρώτος συνελήφθη από πράκτορες του Φίλιππου και υπέστη βασανιστήρια, μέχρι που τρελάθηκε και πέθανε, ενώ ο δεύτερος σύντομα δηλητηριάστηκε.
Ο τρίτος, ο πάπας Κλήμης ο Ε’, που από την μια ήταν παιδικός φίλος του Φίλιππου του Δ’ του Ωραίου και από την άλλη ήθελε την ζωή του, αφού πρώτα αναγκάστηκε από τον Φίλιππο, να μεταφέρει την παπική αυλή στην Αβινιόν (για να την ελέγχει ευκολότερα), στην συνέχεια, καταδίκασε τους Ναΐτες, γενόμενος μαριονέτα του Φίλιππου.
Ο δε υπουργός Δικαιοσύνης του, ο Λογκαρέτ, είχε κάθε λόγο να μισεί τον παπά και τους Ναΐτες, επειδή καταγόταν από τα εδάφη της Νοτιάς Γαλλίας, τα οποία είχαν ρημαχτεί εξαιτίας της Σταυροφορίας που είχαν κηρύξει οι πάπες κατά των καθαρών και ήθελε να τον εκδικηθεί (αυτός ήταν πιθανώς και ο μόνος πραγματικός και μνησίκακος κρυφοαιρετικός στην ιστορία αυτή).
Ο δε αρχηγός των Ναϊτών, ο Ιάκωβος ντε Μολέ, καταράστηκε τον βασιλιά, τον υπουργό του και τον παπά, να λογοδοτήσουν για την αδικία τους αυτή εντός του ιδίου έτους στον Κύριο και τους καταράστηκε αυτούς και τους απογόνους τους ως και την δέκατη τρίτη γενιά.
Πραγματικά, εντός του έτους, πέθανε ο Λογκαρέτ, ύστερα από τρεις μήνες ο πάπας, ενώ ένα εξάμηνο αργότερα πέθανε και ο βασιλιάς Φίλιππος κατά την διάρκεια ενός κυνηγιού (για τους δεισιδαίμονες, η δέκατη τρίτη γενιά έληξε με την Γαλλική επανάσταση και την πτώση της Γαλλικής μοναρχίας το 1789).
Όπως βλέπουμε όμως, οι πραγματικοί λόγοι που καταδικάστηκαν οι Ναΐτες, ήταν εντελώς πιο πεζοί στην πραγματικότητα από αυτούς που αναφέρονται στα μυθιστορήματα και όχι φυσικά για τα οποία (δήθεν) μυστικά που ήξεραν για την (ανύπαρκτη) «γραμμή του Αγίου Αίματος»].
Όμως, από ποιον ξεκίνησε όλες αυτές οι μυθοπλασίες; Υπεύθυνος για την απαρχή και την εξάπλωση όλων αυτών των ιστοριών, ήταν ο Πιερ Πλαντάρ, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που αναφέρθηκε στο «Ηγουμενείο της Σιών», του οποίου και παρίστανε τον εκπρόσωπο, ενώ ταυτόχρονα έδινε και συνεντεύξεις, στους συγγράφεις του «Αγίου αίματος» για αυτό.
Από το μυθιστόρημα αυτό και τις συνεντεύξεις του Πλαντάρ, εμπνεύστηκε αργότερα ο Νταν Μπράουν και το δικό του μυθιστόρημα, τον «Κώδικα ντα Βίντσι».
Ποιος ήταν όμως ο Πλαντάρ; Ο Πλαντάρ, γεννήθηκε το 1920 στο Παρίσι. Στην διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Γαλλίας, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πλαντάρ, ήταν οπαδός του δωσίλογου Γάλλου στρατάρχη Πεταίν (καθώς και μέλος της κυβέρνησης του), ενώ συνεργάστηκε ταυτόχρονα και με τους Γερμανούς. Ως προσωπικότητα, χαρακτηριζόταν από τις κατοχικές αρχές ως μεγαλομανής, εξουσιομανής και μυθομανής.
Με το τέλος του Πολέμου όμως και την αποχώριση των Γερμανών από την Γαλλία, ο Πλαντάρ, προκειμένου να γλυτώσει, παρίστανε πως ήταν μέλος της Γαλλικής αντίστασης κατά των Γερμανών.
Το 1956, ο Πλαντάρ, ίδρυσε την οργάνωση με τον τίτλο «Ηγουμενείο της Σιών», εμπνευσμένος από το όνομα ενός τοπικού λόφου της Annnenmase με το όνομα Σιών (και όχι από την Σιών της Ιερουσαλήμ όπως υποστήριζε αργότερα), η οποία είχε ως σκοπό να καταστεί μια ομάδα πίεσης, σε σχέση με την οικιστική πολιτική της Γαλλικής κυβέρνησης.
Στην συνέχεια, ο Πλαντάρ, επισκέφθηκε την πόλη Annenmase, στα αρχεία του νομαρχείου της οποίας και ενέγραψε την οργάνωση του ως ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, με το όνομα «Ηγουμενείο της Σιών».
Στην ίδια δεκαετία, ο Πλαντάρ, γνωρίστηκε και «εμπνεύστηκε» από τον συγγραφέα Νοέλ Κλομπ, ο οποίος ήταν και ο ιδρυτής της «μυθολογίας του Σονιέρ».
[Ο Σονιέρ, υπήρξε ιστορικά και ήταν ένας ιερέας της καθολικής εκκλησίας, οντάς εφημέριος της μονής Ρεν λε Σαττώ.
Όμως, ενώ ο μισθός του ήταν ιδιαίτερα φτωχικός, ξαφνικά και άρχισε να ξοδεύει τεράστια ποσά, τα οποία δεν μπορούσε να κερδίσει με την θέση του.
Μετέπειτα ο Νόελ Κλομπ, διέδωσε ότι είτε ο Σονιέρ, είχε καταφέρει να βρει τον χαμένο μυθικό θησαυρό του Αλάριχου (ο οποίος όμως ιστορικά θάφτηκε στην Ιταλία και όχι στην Γαλλία), ή αργότερα, εμπνευσμένος από τον Πλαντάρ, πως τάχα ήξερε μυστικά για την καταγωγή του Ιησού, όπως (τάχα) και οι Ναΐτες, και λόγω της γνώσης αυτής, του δινόταν χρήματα, δήθεν για να μην μιλήσει.
Όμως, η αλήθεια είναι και εδώ πιο πεζή. Στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται και από τα αρχεία εσοδών που κρατούσε, ο Σονιέρ, είχε καταφέρει να ξεγελάσει πολλούς αφελείς και δεισιδαίμονες πλουσίους Γάλλους, στους οποίους υποσχόταν μεταθανάτια λύτρωση αλλά και πνευματιστική επικοινωνία με τους αγαπημένους τους που είχαν πεθάνει, πάντα επιώ αδρότατης αμοιβής.
Όταν τελικά η απατή του αποκαλύφθηκε, η καθολική Εκκλησίά τον έδιωξε από τις τάξεις της και τον καθαίρεσε. Όμως, ο Σονιέρ, είχε καταφέρει να «βγάλει ως τότε» αρκετά χρήματα, με τα οποία μπορούσε να ζει ανετά ως τον θάνατο του].
Ο δε Πλαντάρ, «εμπνευσμένος» από την μυθολογία του Σονιέρ, υποστήριξε στην συνέχεια, ότι ο Σονιέρ, είχε δήθεν βρει αρχεία, σύμφωνα με τα οποία ο Πλαντάρ, καταγόταν γενεαλογικά από τον Γαλλικό βασιλικό οίκο, του οποίου και ήταν ο νόμιμος διάδοχος, οντάς ταυτόχρονα απόγονος (τάχα) και του Ιησού.
Μετά την δήλωση του αυτή, ο Πλαντάρ, μαζί με τον συνεργό του τον Σερίζ, κατέθεσε τα πλαστά έγγραφα που έφτιαξαν από κοινού στην Εθνική βιβλιοθήκη του Παρισιού, με τον τίτλο «Μυστικοί Φάκελοι» για να υποστηρίξει τις θεωρίες του αυτές.
Στην συνέχεια, κάλεσε τον συγγράφει Ζεράρ Σεντί, να ελέγξει τα αρχεία της Εθνικής βιβλιοθήκης για να βρει στοιχεία που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του, και τα οποία αυτός είχε ανακαλύψει «εντελώς τυχαία».
[Ο Πλαντάρ, έβαλε επίτηδες τα έγγραφα αυτά στην Βιβλιοθήκη του Παρισιού, επειδή σε αυτήν υπήρχαν πάντα έγγραφα με κυρός. Έτσι, με το σκεπτικό πως οι Γάλλοι πίστευαν ότι ποτέ η βιβλιοθήκη δεν θα δεχόταν έγγραφα που ήταν γνησιά, ο Πλαντάρ πίστευε, ότι θα έπειθε πολλούς με τον τρόπο αυτό, για την γνησιότητα τους και μέσω αυτών θα προωθούσε τα σχέδια του για διεκδίκηση του θρόνου της Γαλλίας].
Σκοπός της ομάδας των τριών (Πλαντάρ, Σερίζ, Σεντί), ήταν, αφού ο συγγραφέας Σεντί γράψει ένα μυθιστόρημα για το ζήτημα αυτό, να μοιραστούν τα κοινά κέρδη πριν συνεχίσει ο Πλαντάρ, τα «μοναρχικά του σχέδια».
Όμως τελικά, δεν τα βρήκαν στην μοιρασιά, και τότε, ο Σερίζ, για να εκδικηθεί τον Πλαντάρ, αποκάλυψε την απατή που είχαν στήσει οι δυο τους από κοινού, ενώ ο ίδιος ο Πλαντάρ αναγκάστηκε τελικά να παραδεχτεί και αυτός πλήρως την απατή (αν και στην συνέχεια δήλωνε ότι ναι μεν τα έγγραφα ήταν πλαστά, αλλά είχαν δήθεν στηριχτεί σε πραγματικά αρχεία, το οποία φυσικά ο ίδιος δεν έδωσε ποτέ στην δημοσιότητα, αφού αυτά δεν υπήρχαν).
Υστέρα από αυτά τα γεγονότα, ο Πλαντάρ, ο οποίος πέθανε το έτος 2000, «εκπαίδευσε» τον γιο του και τον συνονόματο εγγόνο του, στο να έχουν τις ιδίες ιδέες με αυτόν και να προσπαθούν να επιτύχουν τα σχέδια του για την διεκδίκηση του Γαλλικού Θρόνου.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι η όλη ιστορία, την οποία μάλιστα δήλωσαν και ως ιστορικά αληθινή (!!!) οι συγγράφεις του «Αγίου αίματος» και ο Νταν Μπράουν, ήταν στην πραγματικότητα μια καλοστημένη απατή, από έναν Γάλλο δωσίλογο, ο οποίος ήθελε να γίνει βασιλιάς της Γαλλίας και έφτιαξε όλη αυτή την μυθολογία, προκειμένου να δικαιολογήσει τις ισχυρισμούς στον Γαλλικό Θρόνο.
Και παράλληλα να δώσει στον εαυτό του και στην οικογένεια του «Θεϊκό κυρός», παριστάνοντας τον δήθεν απόγονο του Χριστού, με σκοπό ίσως στην συνέχεια, παριστάνοντας τον «θεϊκό εκλεκτό», να ζητήσει και την απολυτή εξουσία και στον ίδιο τον Χριστιανισμό, και ίσως και στα αλλά Χριστιανικά κράτη, ως ο «νόμιμος (τάχα) απόγονος και διάδοχος του Κυρίου», κάτι που μας αποδεικνύει ότι ακόμα και αν φαίνονται αληθινά, πολλές φορές, «τα φαινόμενα απατούν».