«Χρειάζεται μια επανεκκίνηση με ουσιαστική, ειλικρινή και βαθιά συζήτηση στο κόμμα, στην κυβέρνηση, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Επανεκκίνηση που βασίζεται στις βασικές μας δεσμεύσεις για ανατροπές και όχι για συντήρηση του φαύλου κύκλου, που συνεχίζονταν για δεκαετίες». Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, η πρωτοβουλία μελών ΣΥΡΙΖΑ «53+» στο κείμενο που κατέθεσε στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ.
«Κάθε απόφαση της κυβέρνησης» -αναφέρουν οι «53+»- οφείλει να είναι συλλογική και σε άμεση σύνδεση με το κόμμα και την Κοινοβουλευτική Ομάδα», και προσθέτουν πως «είναι σημαντικό να πορευόμαστε με βάση ότι οι ρήξεις και οι συμβιβασμοί που θα επιλέξουμε, θα είναι προϊόν συλλογικής απόφασης και όχι ευκαιριακών σχεδιασμών».
Αναφερόμενοι στην έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018, οι «53+» αναφέρουν ότι αποτελεί ασφαλώς μια κρίσιμη καμπή, «αλλά δεν θα οδηγήσει αυτόματα στην ανάκτηση της κυριαρχίας κατά την άσκηση οικονομικής πολιτικής, ενώ η παράλογη επιτροπεία έως ότου αποπληρωθεί το 75% της δανειακής βοήθειας, δεν αφήνει περιθώρια για πανηγυρισμούς».
Οι 53+ στο κείμενο τους θέτουν υπό αμφισβήτηση την τακτική που ακολουθείται σε πολλά μέτωπα της κυβερνητικής πολιτικής, στηλιτεύουν πρακτικές και συμπεριφορές που δεν συνάδουν με τις αξίες της αριστεράς, υποδεικνύουν την ανάγκη τερματισμού της συνεργασίας με τους ΑΝ.ΕΛ,.
Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό, οι «53+» ζητούν την κατάργηση της κράτησης για όλο το προσφυγικό και μεταναστευτικό πληθυσμό, εκτός από τις περιπτώσεις που έχουν αποδεδειγμένα παραβατική συμπεριφορά.
Συγκεκριμένα αναφέρεται στο κείμενο- μανιφέστο:
«Στο πλαίσιο αυτό, ο στόχος της εξόδου από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 αποτελεί, ασφαλώς, μια κρίσιμη καμπή, ακόμα και σε συμβολικό και ψυχολογικό επίπεδο. Εντούτοις, η έξοδος από τα μνημόνια, αν και ανοίγει δρόμο, δεν θα οδηγήσει αυτόματα στην ανάκτηση της κυριαρχίας κατά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Η παραδοχή αυτής της πραγματικότητας είναι σημαντική, καθώς θα ήταν λάθος να δημιουργήσουμε επικοινωνιακά την αίσθηση μιας κανονικότητας, που σε κάθε περίπτωση απέχει από τη σκληρή πραγματικότητα της νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής Ευρώπης. Η παράλογη επιτροπεία μετά την έξοδο και έως ότου αποπληρωθεί το 75% της δανειακής βοήθειας, δεν αφήνει περιθώριο πανηγυρισμών. Γι αυτό, άλλωστε, η κριτική που ασκείται από τις δυνάμεις της αριστεράς, των πρασίνων και τμήματος της σοσιαλδημοκρατίας για την αρχιτεκτονική της Ε.Ε., είναι επίκαιρη και σημαντική. Όπως σημαντική είναι η υπόθεση της απομείωσης του χρέους, χωρίς νέα προαπαιτούμενα ή της επαναδιαπραγμάτευσης των υπέρογκων και υπερβολικών πλεονασμάτων, που όσο υπάρχουν, περιορίζουν στο ελάχιστο τη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας, και εξ αυτού, ουσιαστικού περιορισμού της ανεργίας. Η εικόνα αυτή, που δεν αφορά αποκλειστικά τη χώρα μας, θέτει επί τάπητος το ζήτημα της Ευρώπης, της αρχιτεκτονικής της ΕΕ, της ίδιας της ύπαρξής της. Στη συζήτηση αυτή δεν χωρούν βεβαιότητες ή δογματικές προσεγγίσεις. Η διεθνιστική μας αντίληψη, η τεράστια απόσταση μας από λογικές εθνικής αναδίπλωσης, δεν μας οδηγεί σε απολίτικες “ευρωλαγνικές” προσεγγίσεις. Το δικό μας ρεύμα τοποθετείται με σαφήνεια στην αντίπερα όχθη από αυτήν της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, που εφαρμόζεται. Συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι δυνατόν να αποδεχτεί το κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα, ως μοναδικού τρόπου αναπαραγωγής του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αντίθετα, χρειάζεται μια συστηματική προσπάθεια ανατροπής, που θα μας διαχωρίζει με σαφήνεια από τις παραδοσιακές αστικές πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και από αυτές που η πρότασή τους προβάλει ένα “ανθρώπινο” προφίλ. Υπό αυτή την έννοια, λογικές δήθεν “εθνικής συνεννόησης” για μια από κοινού νομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης μνημονιακής στρατηγικής, είναι απολύτως ξένες για την αριστερά και εχθρικές για τα λαϊκά κοινωνικά συμφέροντα. Η πορεία προς την έξοδο από τα μνημόνια δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Οι συνεχείς “αξιολογήσεις”, οι πιέσεις που ασκούνται με προφανή σκοπό να εκθέσουν την κυβέρνηση της αριστεράς στα λαϊκά στρώματα, είναι ακόμα μπροστά μας. Ακόμα και στη Γ’ αξιολόγηση, που θεωρήθηκε λιγότερο επώδυνη, προέκυψαν ζητήματα που χτυπούν τη ψυχή της αριστεράς, όπως είναι οι πλειστηριασμοί και η απεργία. Ανεξάρτητα από την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, η εμμονή των λεγόμενων “θεσμών”, να χτυπούν κάτω από τη ζώνη, όπως σε αυτά τα δύο καίρια ζητήματα, φανερώνει το βαθμό της δυσκολίας, που ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε.Το επόμενο διάστημα στη χώρα μας θα χρειαστεί να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις, κυρίως, να κινηθούμε με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε, να ανοίξουμε παράθυρο στην ελπίδα.Όσον αφορά στις επικείμενες ιδιωτικοποιήσεις στους τομείς της ενέργειας, των δικτύων ή των μεταφορών οφείλουμε να στηρίξουμε τα κινήματα υπεράσπισης τους και να συμβάλλουμε με ουσιαστικό τρόπο ώστε να υπάρξουν συγκεκριμένες διασφαλίσεις για το περιβάλλον, το δημόσιο συμφέρον, την ισότητα στην πρόσβαση στις ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες και τις εργασιακές σχέσεις την επόμενη μέρα.
Στο ζήτημα των συμμαχιών, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως «ανάδελφο κόμμα», έχοντας μέχρι τώρα επιδείξει την «παρα φύσιν» συνεργασία του με τους ΑΝΕΛ, που οι 53 το χαρακτηρίζουν «υπουργοποιημένο κόμμα».
Αναλυτικα:
Έτσι, μέσα σε αυτές τις αναγκαστικές αντιφάσεις, μέσα σε αυτό το παράδοξο και ξένο για την Αριστερά πλαίσιο, περιορίζονται οι δυνατότητες συμμαχιών, κυρίως στο πολιτικό πεδίο, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως «ανάδελφο» κόμμα, ως κόμμα χωρίς συμμαχίες ή με συμμαχίες «παρά φύσιν», που αναγκαστικά γέρνουν τη ζυγαριά προς τα δεξιά.
Συνεπώς, όσο εμφανιζόμαστε «συνεπείς» σε μνημονιακές δεσμεύσεις, όσο δεν προχωράμε σε τομές κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα, όσο δεν αντιμετωπίζονται τα καθημερινά προβλήματα, όσο απομακρυνόμαστε από το αφετηριακό μας σημείο, αυτό της καθολικής απελευθέρωσης από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, τόσο η υπόθεση των συμμαχιών –πολιτικών ή κοινωνικών– θα δυσχεραίνεται.
Σε αυτή τη φάση υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος. Να φλερτάρουμε με την ιδέα να δραπετεύσουμε από τη λογική των τάξεων, των κοινωνικών στρωμάτων, των κινηματικών συλλογικοτήτων και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον και την προσοχή μας, στις ατομικές παραγοντικές ‘’συμμαχίες’’ και στην απεύθυνσή μας στο ανώνυμο πλήθος, με βάση ασαφείς διαχωριστικές γραμμές. Ο κίνδυνος αυτός είναι απολύτως ορατός. Άλλωστε, ως ένα βαθμό, δοκιμάστηκε και την προηγούμενη περίοδο, όπου άτομα-προσωπικότητες, «κόσμησαν» τα ψηφοδέλτιά μας χωρίς να προσφέρουν απολύτως τίποτα ή τιμήθηκαν με διάφορες θεσμικές θέσεις, με τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα. Η πρακτική αυτή, η ιδέα αυτή, δεν είναι καινοτόμα, δεν ανακαλύφθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η
μέθοδος, η πρακτική του παλιού πολιτικού συστήματος με μεταγραφές της τελευταίας στιγμής, που το μόνο που μπορούν να εγγυηθούν είναι την αλλοίωση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του χώρου μας. Η άποψη που υποστηρίζει ότι η ένταξή τους είναι αποτέλεσμα της ηγεμονίας του χώρου, εκ του αποτελέσματος, δεν δικαιώθηκε. Αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις είδαμε η ιδεολογική ηγεμονία να περνάει στην άλλη πλευρά, στην πλευρά των παραγόντων που επέβαλαν με τη συναίνεση της κυβερνητικής ηγεσίας, σε ορισμένες περιπτώσεις, την πολιτική τους.
Βέβαια, δεν υπάρχει πολιτική χωρίς λάθη, και τα λάθη πολλές φορές είναι αυτά που διδάσκουν. Όμως, η όποια αυτοκριτική για «λάθος επιλογές προσώπων» δεν έχει καμία αξία αν αυτή η πρακτική επαναλαμβάνεται. Ασφαλής ασπίδα απέναντι σε τέτοιου είδους λάθη είναι η περιφρούρηση και η εμπιστοσύνη στις συλλογικές διαδικασίες. Να ενισχύσουμε το “εμείς”, να απομακρυνθούμε από το “εγώ”…
Το άγχος να είμαστε με τους νικητές σε εκλογικές μάχες μαζικών χώρων, η αίσθηση του «ανάδελφου» κόμματος, οδηγεί ενίοτε σε κατασκευές ψευδεπίγραφων και απολίτικων διαχωριστικών γραμμών και παράδοση των ηνίων σε αμφιλεγόμενα πρόσωπα, που στην ουσία εκπροσωπούν τον εαυτό τους ή συμφέροντα που ουδεμία σχέση έχουν με αυτά των λαϊκών στρωμάτων ή με τις επιδιώξεις και τα οράματα ριζοσπαστικοποιημένων τμημάτων της κοινωνίας. Η ιδεολογική κατασκευή «όλοι οι καλοί χωράνε, όλοι εκτός από τους φασίστες και τα λαμόγια» εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους, ιδιαίτερα μπροστά στις αυτοδιοικητικές εκλογές, καθώς σπρώχνει συνεχώς τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ιδεολογικά και πολιτικά ξένο γήπεδο με δεδομένο το αποτέλεσμα. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές μας δίνουν μια μεγάλη δυνατότητα να συναντηθούμε με υπαρκτές τοπικές και κινηματικές δυνάμεις στη βάση ενός εναλλακτικού ριζοσπαστικού προγράμματος.
Στην κοινωνία υπάρχουν και λειτουργούν πολλαπλές διαχωριστικές γραμμές και ουδείς μπορεί να τις παρακάμψει, να συμπεριφερθεί δήθεν ουδέτερα ή υπεράνω. Σε μια τέτοια περίπτωση, το μόνο που θα καταφέρει είναι να δώσει νέα όπλα στον ιδεολογικό αντίπαλο.
Είναι σαφές ότι σε αυτή την πορεία θα υπάρχουν αντιφάσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στο επιθυμητό και το αναγκαστικό. Το γνωρίζουμε και κινούμαστε σε αυτό το πλαίσιο, σε αυτό το τεντωμένο σχοινί. Το ‘’αναγκαστικό’’, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι άλλοθι για όλες τις υποχωρήσεις ή ακόμα περισσότερο το ‘’αναγκαστικό’’ δεν μπορεί να γίνεται άποψη και γραμμή, δεν μπορεί να υιοθετείται. Υπάρχουν κρίσιμα ζητήματα που ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι ανυποχώρητος. Δεν μπορεί να είσαι και με τους κατοίκους στις Σκουριές και να προσπαθείς να εξευμενίσεις την πολυεθνική, που εκβιάζει και απειλεί. Δεν μπορεί να υπερασπίζεσαι το περιβάλλον και ταυτόχρονα να παίρνεις αντιοικολογικά μέτρα ή να μην παίρνεις καθόλου μέτρα. Δεν μπορεί να υπερασπίζεσαι το δημόσιο χώρο και την ίδια στιγμή να τον αφήνεις εκτεθειμένο σε αντιοικολογικές παρανομίες και νεοφιλελεύθερες εμμονές. Δεν μπορεί να είσαι υπέρ του διαχωρισμού κράτους – Εκκλησίας και η εκκλησιαστική ιεραρχία να παρεμβαίνει ανενόχλητη στην πολιτική. Δεν μπορεί να υπερασπίζεσαι τα ανθρώπινα δικαιώματα και να κατασκευάζεις κέντρα κράτησης για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Δεν μπορεί να υπερασπίζεσαι την αρχή μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και να συμπεριφέρεσαι, ενίοτε, κουραστικά μονοδιάστατα. Δεν μπορεί να μιλάς στο όνομα της ειρήνης και να εμπλέκεσαι, έστω και με έμμεσο τρόπο σε πολεμικές συρράξεις, όπως στην περίπτωση της Υεμένης. Δεν μπορεί να είσαι αντιμιλιταριστής, να θέλεις να εφαρμόσεις νέα παιδαγωγικά συστήματα και την ίδια στιγμή να διατηρείς τον απαρχαιωμένο θεσμό των μαθητικών παρελάσεων.
Είναι σαφές ότι σε αυτή την πορεία θα υπάρχουν αντιφάσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στο επιθυμητό και το αναγκαστικό. Το γνωρίζουμε και κινούμαστε σε αυτό το πλαίσιο, σε αυτό το τεντωμένο σχοινί. Το ‘’αναγκαστικό’’, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι άλλοθι για όλες τις υποχωρήσεις ή ακόμα περισσότερο το ‘’αναγκαστικό’’ δεν μπορεί να γίνεται άποψη και γραμμή, δεν μπορεί να υιοθετείται. Υπάρχουν κρίσιμα ζητήματα που ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι ανυποχώρητος. Δεν μπορεί να είσαι και με τους κατοίκους στις Σκουριές και να προσπαθείς να εξευμενίσεις την πολυεθνική, που εκβιάζει και απειλεί. Δεν μπορεί να υπερασπίζεσαι το περιβάλλον και ταυτόχρονα να παίρνεις αντιοικολογικά μέτρα ή να μην παίρνεις καθόλου μέτρα. Δεν μπορεί να υπερασπίζεσαι το δημόσιο χώρο και την ίδια στιγμή να τον αφήνεις εκτεθειμένο σε αντιοικολογικές παρανομίες και νεοφιλελεύθερες εμμονές. Δεν μπορεί να είσαι υπέρ του διαχωρισμού κράτους – Εκκλησίας και η εκκλησιαστική ιεραρχία να παρεμβαίνει ανενόχλητη στην πολιτική. Δεν μπορεί να υπερασπίζεσαι τα ανθρώπινα δικαιώματα και να κατασκευάζεις κέντρα κράτησης για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Δεν μπορεί να υπερασπίζεσαι την αρχή μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και να συμπεριφέρεσαι, ενίοτε, κουραστικά μονοδιάστατα. Δεν μπορεί να μιλάς στο όνομα της ειρήνης και να εμπλέκεσαι, έστω και με έμμεσο τρόπο σε πολεμικές συρράξεις, όπως στην περίπτωση της Υεμένης. Δεν μπορεί να είσαι αντιμιλιταριστής, να θέλεις να εφαρμόσεις νέα παιδαγωγικά συστήματα και την ίδια στιγμή να διατηρείς τον απαρχαιωμένο θεσμό των μαθητικών παρελάσεων.Οι πολιτικές συμμαχίες δεν μπορούν να ξεπερνούν τη διαχωριστική γραμμή Αριστερά – Δεξιά. Η υποχρεωτική και σε ορισμένες περιπτώσεις οδυνηρή συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ. -και όσο αυτή θα διαρκέσει- δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι, για υπαναχωρήσεις σε κρίσιμα για τη φυσιογνωμία μας ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα πρέπει να αξιολογηθεί αυτή η συγκυβέρνηση που πολλές φορές μετατρέπεται σε ομηρία από ένα πλήρως υπουργοποιημένο κόμμα που πιέζει για να μπλοκάρει σωρεία ριζοσπαστικών /θετικών μέτρων ή για να υιοθετηθούν συντηρητικές επιλογές.
Για την λειτουργία του κόμματος, της κυβέρνησης και των οργάνων, στηλιτεύουν τον κυβερνητικό παραγοντισμό, θέτουν το ζήτημα της άρνησης πολλών υπουργών να επικοινωνούν με τα όργανα, και καταγγέλουν προσωπικές στρατηγικές.
«Η μέχρι τώρα εμπειρία δεν είναι ενθαρρυντική και ασφαλώς, δεν είναι μόνο θέμα επικοινωνιακής τακτικής, αφορά την ουσία της πολιτικής, τον τρόπο που η αριστερά θέλει να πολιτεύεται. Το ζήτημα αφορά το μοντέλο διακυβέρνησης, τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, την ανάγκη δημόσιας λογοδοσίας. Συνεπώς, η προβληματική λειτουργία, που είναι διακριτή σε ορισμένες περιπτώσεις (αυτονόμηση, προσωπικές στρατηγικές, άρνηση ορισμένων υπουργών να επικοινωνήσουν με το κόμμα, ακόμα και με την ΠΓ κ.λπ.) θα πρέπει να θεωρηθεί, αν όχι συνειδητή επιλογή, τουλάχιστον σοβαρή αδυναμία της ηγεσίας του κόμματος και της κυβέρνησης.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι αδιαπραγμάτευτες οι συλλογικές μας θέσεις για τους κανόνες συμπεριφοράς των στελεχών, κομματικών, κυβερνητικών, κρατικών. Ο δικός μας ρόλος είναι να μην επιτρέψουμε τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ, ενδεχομένως χωρίς να το καταλάβουμε, σε κόμμα χειροκροτητών της κυβερνητικής πολιτικής, σε κόμμα αρχηγικό, σε κόμμα παραγόντων, γιατί η διαφθορά και η διαπλοκή, αναπτύσσονται από τη στιγμή που χάνεται ή αποδυναμώνεται η συλλογικότητα και αρχίζει το εγώ.
Ο παραγοντισμός χτυπάει περισσότερο σε μεσαία αξιώματα και αρμοδιότητες. Είναι πιο επικίνδυνος, γιατί αναπτύσσεται σε περιβάλλον περιορισμένης ορατότητας. Συνεπώς, ο ρόλος της Επιτροπής Δεοντολογίας, που έχει συσταθεί στο κόμμα, είναι σημαντικός. Η περιφρούρηση των συλλογικών μας λειτουργιών και η διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα, είναι ασφαλώς κλειδιά για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους ξένων προς εμάς φαινομένων.
Η θεσμική δημιουργία και η λειτουργία ενός ισχυρού συντονιστικού/αποφασιστικού κέντρου, που θα περιφρουρεί τις συλλογικές αποφάσεις των οργάνων, είναι κεντρικός στόχος. Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητη η ανασυγκρότηση του κόμματος, η καλύτερη δυνατή λειτουργία της κοινοβουλευτικής ομάδας με ουσιαστικές συνεδριάσεις και συνεχή επαφή με το κόμμα, τη Νεολαία και την κυβέρνηση.
Ένα κόμμα μαζικό, πλουραλιστικό, ριζοσπαστικό με δημοκρατική λειτουργία, με ταξικό προσανατολισμό, σταθερά προσηλωμένο στην λογική των πολιτικών και κοινωνικών μετώπων. Ανάγκη, λοιπόν, να βαδίσουμε προς ένα μαζικό, δημοκρατικό κόμμα, με διακριτό, αλλά και συμπληρωματικό ρόλο απέναντι στην κυβέρνηση, με το δικό του ειδικό βάρος στη διαμόρφωση των πραγμάτων. Ένα κόμμα που στηρίζει τη κυβέρνηση, τη γειώνει κοινωνικά, αλλά και αποτελεί τη συνείδησή της.
Τόσο η αδρανοποίηση των εκλεγμένων οργάνων –ενδεικτικό είναι ότι η ΚΕ είχε να συνεδριάσει έξι ολόκληρους μήνες- και η ενίσχυση εξωθεσμικών κέντρων αποφάσεων, όσο και ο παραγοντισμός και η πολυγλωσσία, έχουν πλήξει τη δημοκρατία κι έφθειραν την κοινωνική μας διεισδυτικότητα. Η δημοκρατική λειτουργία εξασφαλίζει την οργανωτική ανάπτυξη των δυνάμεων μας στην κοινωνία σε άμεση αλληλεπίδραση με αυτήν.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι ή πολιτική μας λειτουργία και κουβέντα τόσο στις ΝΕ όσο και στις ΟΜ είναι αρκετά υποβαθμισμένη. Σε πολύ μεγάλο βαθμό οι Ο.Μ λειτουργούν διαχειριστικά στην καθημερινότητα της κομματικής δουλειάς. Εννοώντας πολιτική δουλειά αναφερόμαστε στην έλλειψη πολιτικής εξειδίκευσης των αποφάσεων του κόμματος, της πολιτικής επιχειρηματολογίας, τεκμηρίωση της κυβερνητικής πολιτικής, συζήτησης στην συγκυρία. Αποτέλεσμα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό να έχει αποκοινωνικοποιηθεί η δράση μας. Τα διάφορα επίπεδα κομματικής λειτουργίας παραμένουν ασύνδετα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα την ελλιπή επικοινωνία. Η επικοινωνία μεταξύ μελών, ΝΕ και ΚΕ σε πολλές περιπτώσεις είναι προβληματική.
Πολύ συχνά στις συνεδριάσεις σφοί/ισσες θέτουν το εύλογο ερώτημα προς τους εισηγητές: «Πού πάνε αυτά που λέμε;». Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά αυτό επαφίεται στο κάθε εισηγητή, μέλος της ΚΕ. Αυτή η μόνιμη επικοινωνία πρέπει να χτιστεί με την συνεργασία και την ευθύνη ΟΜ, ΝΕ, Οργανωτικού Γραφείου και της Γραμματείας του, ΚΕ και ΠΓ. Αποτέλεσμα είναι να καταγράφεται μια αίσθηση ματαίωσης της συμμετοχής στις συνελεύσεις λόγω της διάχυτης αίσθησης ότι οι απόψεις και οι προτάσεις που κατατίθενται από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες δεν φθάνουν ποτέ στην Κεντρική Επιτροπή και στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερα τώρα που έχουμε την κυβερνητική ευθύνη η αίσθηση αυτή συμπεριλαμβάνει και τα υπουργικά επιτελεία.