Η ιδέα έπεσε στο τραπέζι από τους συνήθεις υπερπατριώτες ως… υπερόπλο απέναντι στην επιθετικότητα της Αγκυρας με αφορμή τη σύλληψη των δύο στρατιωτικών. Ξέρουμε πόσο εξαρτημένοι είμαστε από τα τουρκικά προϊόντα; Για να μη μιλήσουμε για το στερητικό σύνδρομο του «Survivor
Μποϋκοτάζ στα τουρκικά προϊόντα! Νάτη η λύση-αντίποινα απέναντι στη σύλληψη και κράτηση των δυο ελλήνων αξιωματικών από τις τουρκικές αρχές στην Αδριανούπολη. Πώς δεν το ‘χαμε σκεφθεί από την πρώτη κιόλας μέρα; Η προτροπή μας ήλθε κατακέφαλα, καθότι διατυπώθηκε δημόσια από περισσότερες της μιας πηγές, ακόμη και από ΜΜΕ. Τι καθόμαστε και αναλωνόμαστε σε διπλωματικές διεργασίες, δηλώσεις, κινήσεις και σούπα μούπες; Ρίξτε ένα εμπάργκο στο «Survivor» και τις σταφίδες (που εισάγουμε από τη γείτονα) και έχουμε, έχετε, έχουν τελειώσει.
Η αγοραστική δύναμη του Ελληνα, αυτή η αγνοημένη ισχύς του πολίτη, προτείνεται τώρα ως σούπερ όπλο στη νοητή μάχη με την Τουρκία, ασχέτως αν το πεδίο τη σηκώνει, ασχέτως αν είναι εφικτό το να υλοποιηθεί, ασχέτως αν η τιμωρία του «εχθρού» μπορεί να φέρει επιπτώσεις που κανείς δεν θα ‘θελε στην καθημερινότητα του.
Η στοχευμένη χρήση της αγοραστικής δύναμης, ως μέσο πίεσης, αντίδρασης, έκφρασης δικαιωμάτων, ασφαλώς και δεν είναι σημερινή – γνώστες επιμένουν ότι καταγράφηκε πρώτη φορά τον 18ο αιώνα με την άρνηση διακίνησης και αγοράς αγγλικών προϊόντων από τους αμερικανούς αποίκους λίγο πριν την έναρξη της Αμερικανικής Επανάστασης · ξεκίνησε μάλιστα με το φημισμένο περιστατικό του τσαγιού κατά το οποίο αμερικανοί λιμενεργάτες πέταξαν στη θάλασσα ένα αγγλικό φορτίο τσαγιού.
Πόσο εύκολο όμως είναι για τους Ελληνες να πετάξουν το δικό τους τούρκικο φορτίο στο πέλαγος του Αιγαίου; Οποιος απαντήσει καταφατικά, μάλλον δεν ξέρει το αλισβερίσι του εμπορίου που έχει η Ελλάδα με τη χώρα του Ερντογάν. Και ίσως δεν μπορεί να φανταστεί ότι οι εισαγωγές του 2017 από τη γείτονα έφθασαν σε αξία το 1,4 δισ. ευρώ!
Μα, τι εισάγουμε, θα πείτε. Με βάση στοιχεία που έχουν κατατεθεί κατά το παρελθόν στη Βουλή, αλλά και τους πλέον πρόσφατους πίνακες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, μπορούμε να αρχίσουμε με τα τρόφιμα και τα ποτά –(ενδεικτικά) φακές, ντομάτες, αγγούρια, κρεμμύδια, κουνουπίδια, ραδίκια, πατάτες, σαλέπι, γλυκά κουταλιού, σκόνη κακάο, καφέ καβουρντισμένο, τσάι, βούτυρο, θαλασσινά, όστρακα, πλατύψαρα, σκουμπριά και νωπούς μπακαλιάρους, αλκοολούχα, αυγά πτηνών, έντερα, χουρμάδες, σύκα, ανανάδες– και να περάσουμε στα λουλούδια, τα σαπούνια, τα κεριά, το γουνοδέρματα, τις βάτες, τις γκέτες, τα σπίρτα, τις πυρίτιδες και τις εκρηκτικές ύλες, τα φιτίλια, τα πούρα, τα βαμβάκια, τις γάζες, τους σπάγκους, τους σπόγγους, τα παπιγιόν, τα μπαστούνια, τις ομπρέλες, τις γόμες, τους φελλούς, τα λιπάσματα.
Η ελληνική αγορά εμφανίζεται εξαρτημένη από την Τουρκία και σε ένα σωρό είδη που έχουν να κάνουν ως επί το πλείστον με τη θεατρική, κινηματογραφική, τηλεοπτική παραγωγή. Εισάγουμε μουστάκια, περούκες και περουκίνια, φτερά και πούπουλα, τουρμπάνια, ακόμη και μαστίγια. Οι εισαγωγές σε περούκες άρχισαν, όπως εκτιμάται, το 2004 με αφορμή τις Απόκριες, και κατάφεραν να εκτοπίσουν – λόγω χαμηλού κόστους – τα γαλλικά προϊόντα που μεσουρανούσαν ως τότε στην αγορά, για να εξαπλωθούν εν συνεχεία στην καλλιτεχνική παραγωγή · εκατομμύρια δαπανούμε για τις «περίεργες» αυτές εισαγωγές.
Ενα εμπάργκο θα στερούσε (δυστυχώς ή ευτυχώς) και το «Survivor» του τούρκου επιχειρηματία-παραγωγού Ατζούν Ιλίτζαλι από τα ελληνικά νοικοκυριά
Ο κατάλογος δεν σταματάει εδώ. Από την πιο κοντινή χώρα της Ανατολής, εισάγουμε και παιχνίδια, αυτοκίνητα, όπλα, κατσαβίδια, λεπίδες και κορδελοπρίονα, εργαλεία διάτρησης, ξυραφάκια, ψαλίδια, μαχαίρια και σουγιάδες, χρηματοκιβώτια, πόρτες θωρακισμένες, μέχρι και καμπάνες, και εξαρτήματα διαστημοπλοίων.
Να μην πιάσουμε τα νήματα, τα μαγιό, τα σώβρακα, τα κομπινεζόν, τα χαλιά, τα βελούδα, τα «made in Turkey» γενικώς, γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ…
Κι αν ένα πρωί, οι Τούρκοι αποφάσιζαν αυτοί να μας κόψουν την καλημέρα; Ζόρικο σενάριο, αν σκεφθεί κανείς ότι και οι εξαγωγές προς την Τουρκία αγγίζουν το όχι και τόσο ευκαταφρόνητο 1,9 δις ευρώ, ενώ πολλά από τα νησιά, στο ανατολικό Αιγαίο είναι εξ ανάγκης αγκαλιά με τους Τούρκους. Τι θα απογίνονταν οι Χιώτες, οι Σαμιώτες, οι Μυτιληνιοί, που παίρνουν το καράβι για να ψωνίσουν από τα δυτικά τουρκικά παράλια τα χρειαζούμενα;
Η Σουλέ και η Τραπεζούντα
Το πιθανό εμπάργκο – φαντασίωση όσων θέλουν να εκδικηθούν τον αιώνιο αντίπαλο, θα σήμαινε επίσης στοπ στα τουριστικά σύρε κι έλα. Ευκταίο; Διόλου. Το πρώτο εννιάμηνο του 2017 καταγράφηκαν αφίξεις-ρεκόρ τούρκων τουριστών στην Ελλάδα, με 739.000 γείτονες να επιλέγουν να απολαύσουν τις χάρες κυρίως της Θεσσαλονίκης, της Χαλκιδικής, της Αθήνας και φυσικά των νησιών. Αν πιστέψουμε, δε, τη Γκιουλμπέρκ Ασιαπάρ, επιτελικό στέλεχος της Ενωσης Τουριστικών Πρακτόρων της Τουρκίας, ο ρυθμός αναμένεται όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, ιδίως αν απλοποιηθούν οι διαδικασίες έκδοσης βίζας. Στη σκέψη και μόνο μιας ιδιότυπης απαγόρευσης προς την Τουρκία, ο κόσμος του Τουρισμού μάλλον δεν θα ένιωθε και τόσο καλά.
Ούτε και πολλοί από τους Ελληνες. Από κείνους που ταξιδεύουν ως την Τραπεζούντα για να γνωρίσουν τα μέρη των προγόνων τους, που αγαπούν να περπατούν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, το Αϊβαλί, την Αδριανούπολη, την Έφεσο, προορισμοί που καταγράφονται ως αγαπημένοι για τους έλληνες (σσ: με βάση έρευνα του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ MARLAB του Πανεπιστημίου Μακεδονίας).
Σωρηδόν οι τούρκοι τουρίστες επισκέπτονται κάθε χρόνο το σπίτι – μουσείο του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τα εμπορικά μαγαζιά της και τα εστιατόριά της (ΣΙΑΜΙΔΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ/IntimeNews)
Πείτε επίσης στους μεσίτες που βλέπουν τον ερχομό τούρκων επενδυτών ως φιλί ζωής στο ρημαγμένο κόσμο του real estate, να σταματήσουν να χαίρονται. Και στα ελληνικά νοικοκυριά ότι θα πρέπει να στερηθούν το «Survivor» και το «Voice» του τούρκου επιχειρηματία-παραγωγού Ατζούν Ιλίτζαλι. Θα πρέπει να αποφασίσουν ότι δεν θα ξαναδούν την Ελίφ, ούτε θα ξαναδακρύσουν με τις ιστορίες της Αννε – τέρμα η Μελέκ, η Σουλέ, ο Τζενγκίζ και η Τζαχιντέ.
Μη ρωτάτε αν θα μπορούσε να γνωρίσει επιτυχία ένα τέτοιο εγχείρημα. Στο μποϋκοτάζ, αυτό που μετράει κάθε φορά, είναι η οργανωμένη δύναμη της κοινωνίας, η συστηματικότητα και η αντοχή στο «όχι». Ας μας πουν οι καταναλωτικές ενώσεις αν έχουν βρει ανταπόκριση οι προτροπές για εμπάργκο στην Coca Cola και στα γερμανικά προϊόντα της μαντάμ Μέρκελ…
Αν δεν «έπιασαν» αυτές, είναι απείρως πιο δύσκολο να «πιάσει» ένα εμπάργκο σε μια χώρα με την οποία αυτά που μας χωρίζουν είναι πολύ λιγότερα από αυτά που μας ενώνουν. Γιατί, συμπαθεί – δε συμπαθεί κανείς τους Τούρκους, τους θέλει – δεν τους θέλει στην ποδιά του, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι η σχέση μαζί τους είναι στενή και βαθιά, γιατί είναι πρωτίστως πολιτισμική –οι επίδοξοι τουρκοφάγοι, ας σκεφθούν να κόψουν και τα γλωσσικά δάνεια από την τουρκική, να μη ξαναβάλουν στο στόμα τους το «μπρίκι», τον «κουμπαρά», το «αραλίκι», το «ραχάτι», το «χουζούρι», το «βερεσέ», το «κέφι».
Σε κάθε περίπτωση, ας αφήσουν τους χειρισμούς σε αυτούς που –είναι εκεί για να– γνωρίζουν, υπάρχει το υπουργείο Εξωτερικών, η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, υπάρχουν σύμβουλοι και συνεργάτες υπουργών με πείρα σε δύσκολους χειρισμούς. Είναι πεδία, όπως η δημόσια διπλωματία και ρητορική, που δεν χωρούν λαϊκισμούς. Κι ας έχουν υπόψη τους ότι κελεύσματα προς τις μάζες σε ό,τι αφορά τη στάση της χώρας σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα ανάγονται πλέον στη σφαίρα του επικίνδυνου. Κοινώς, τουμπεκί.