Χωρίς τις διατάξεις για τον ΕΝΦΙΑ που θα έρθουν ως νομοτεχνικήβελτίωση, αφού πρώτα λάβουν το «πράσινο φως» των δανειστών, κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή το νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα.
Στο φορολογικό σκέλος το πολυνομοσχέδιο δεν εμπεριέχειδυσάρεστεςεκπλήξεις, καθώς οι περισσότερες των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε αυτό έρχονται να διορθώσουν κακώς κείμενα και παραφωνίες στο σκέλος της φορολογίας εισοδήματος, σε φορολογικώς διαδικασίες, στον ΦΠΑ, αλλά και στο λαθρεμπόριο.
Τέλος στον φόρο υπεραξίας
Καταργείται από το 2019 ο φόρος υπεραξίας κατά τις μεταβιβάσεις ακινήτων, ο οποίος στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το άρθρο 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προέβλεπε πως ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Εφόσον δε ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πωλεί για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του, η υπεραξία κατά το νομο θα έπρεπε να είναι αφορολόγητη μέχρι το ποσό των 25.000 ευρώ. Όσοι δε θα μεταβίβαζαν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995 θα απαλλάσσονταν από τον φόρο υπεραξίας. Οι σχετικές διατάξεις από το 2014 που ψηφιστήκαν έως και σήμερα δεν εφαρμόστηκαν.
Οι περιστασιακά απασχολούμενοι
Με το νομοσχέδιο διορθώνεται μια παραφωνία των τελευταίων ετών στο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και πλέον αποκτά μόνιμο χαρακτήρα η διάταξη με την οποία δικαιούνται την έκπτωση φόρου που οδηγεί σε αφορολόγητο όριο εισοδήματος οι περιστασιακά ή ευκαιριακά απασχολούμενοι (άνεργοι, νοικοκυρές, φοιτητές, συμμετέχοντες σε προγράμματα εργασιακής εμπειρίας κ.λπ.) εφόσον αυτοί δεν είναι επιτηδευματίες και εφόσον το πραγματικό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τους φορολογούμενους που διέκοψαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, για το εισόδημα που απέκτησαν μετά τη διακοπή της.
Απαλλαγή από τον ΦΠΑ
Βάσει των νέων διατάξεων μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες οι οποίοι κάνουν έναρξη εργασιών μπορούν να υπαχθούν απευθείας στο καθεστώς απαλλαγής από ΦΠΑ, όταν σήμερα η απαλλαγή από το ΦΠΑ αφορά σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες με τζίρο έως 10.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα θα υπάγονται στο ειδικό καθεστώς της απαλλαγής από το ΦΠΑ των μικρών επιχειρήσεων (τζίρος έως 10.000 ευρώ) και όσοι για πρώτη φορά κάνουν έναρξη εργασιών. Επίσης παύει να είναι υποχρεωτική η διετής παραμονή στο καθεστώς των απαλλασσόμενων επιχειρήσεων και έτσι οι υποκείμενοι θα μπορούν να μεταταχθούν στο κανονικό καθεστώς από το επόμενο έτος. Δεν λαμβάνονται υπόψιν για τον προσδιορισμό του ορίου υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς οι μεταβιβάσεις παγίων και οι απαλλασσόμενες πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης. Με την υπέρβαση του ορίου των 10.000 ευρώ, ο υποκείμενος θα υποχρεούται άμεσα να επιβάλει ΦΠΑ και να εφαρμόσει το κανονικό καθεστώς από την πρώτη πράξη παράδοσης αγαθών ή υπηρεσιών με την οποία πραγματοποιείται η υπέρβαση του ορίου, ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της δήλωσης μεταβολών.
Η δωρεάν παραχώρηση κατοικίας
Εξορθολογισμός επέρχεται και στο ζήτημα της δωρεάν παραχώρηση κατοικίας, καθώς πλέον με διάταξη του νομοσχεδίου απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος και την ειδική εισφορά αλληλεγγύης το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση κατοικίας μέχρι 200 τ.μ. ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες. Επίσης χωρίς φόρο θα είναι και η δωρεάν παραχώρηση της χρήσης ακινήτων στο δημόσιο και ΝΠΔΔ. Αναλυτικά ορίζεται ότι κατ’ εξαίρεση, το τεκμαρτό εισόδημα που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας μέχρι 200 τ.μ. προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες, καθώς και το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη δωρεάν παραχώρηση της χρήσης ακινήτων στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου απαλλάσσονται από τον φόρο.
Κίνητρα προσλήψεων
Το νομοσχέδιο προβλέπει πως οι εργοδοτικές εισφορές για τη δημιουργία νέων θέσεων εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης θα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των φυσικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων προσαυξημένες κατά ποσοστό 50% και μέχρι το 14πλάσιο του κατώτατου μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών ανά θέση εργασίας, εφόσον προκύπτει αθροιστικάαύξηση του αριθμού των απασχολουμένων κατά το οικείο έτος πρόσληψης σε σχέση με τον μέσο όρο του προηγούμενου έτους και αύξηση της μισθολογικής δαπάνης κατά το οικείο έτος πρόσληψης σε σχέση με αυτήν του προηγούμενου έτους.
Οι αγοραπωλησίες μετοχών
Με διάταξη του πολυνομοσχεδίου παύουν να θεωρούνται επιχειρηματική συναλλαγή έως και τρεις αγοραπωλησίες μετοχών που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου. Αναλυτικά ορίζεται ότι ως «επιχειρηματική συναλλαγή» θεωρείται κάθε μεμονωμένη πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνταισυστηματικήδιενέργειαπράξεων. Η διάταξη δεν εφαρμόζεται για τους τίτλους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη ή μη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης και της Εναλλακτικής Αγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ή για τα ομόλογα που εκδίδονται από εισηγμένες εταιρείες, καθώς και για τα κρατικά ομόλογα.
Άνοιγμα ΑΦΜ με εγγύηση
Με τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου εισάγεται η υποχρέωσηκαταβολής εγγύησης για όσους ο ΑΦΜ τους έχει ανασταλεί στο παρελθόν και θέλουν να δραστηριοποιηθούν ξανά. Συγκεκριμένα, προβλέπεται πως για τα φυσικά πρόσωπα, που προβαίνουν σε νέα έναρξη εργασιών και κατά την άσκηση προηγούμενης δραστηριότητας επιχειρηματικού περιεχομένου ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου τους είχε ανασταλεί ή πληρούνται οι προϋποθέσεις αναστολής , απαιτείται η κατάθεση εγγύησης το ύψος της οποίας συναρτάται με το ύψος της φοροδιαφυγής, το λόγο. της αναστολής και την τυχόν υποτροπή, με ελάχιστο ποσό εγγύησης 15.000 ευρώ. Η εν λόγω εγγύηση θα καταπίπτει αυτοδικαίως σε περίπτωση νέας αναστολής χρήσης του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου.
Εγγυήσεις και από τους πτωχευμένους
Σύμφωνα με διάταξη του πολυνομοσχεδίου η φορολογική διοίκηση θα απαιτεί πλέον την καταβολή εγγύησης από οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο όταν πρόκειται να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα εφόσον, την τελευταία πενταετία έχει προηγηθεί πτώχευση ή ληξιπρόθεσμη οφειλή προς την εφορία άνω των 100.000 ευρώ. Το ύψος της εγγύησης προσδιορίζεται σε συνάρτηση με το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η καταβολή εγγύησης- ενεργοποιείται από 1-1-2019- και αφορά συγκεκριμένα το ίδιο φυσικό πρόσωπο οποτεδήποτε κατά το τρέχον ή τα προηγούμενα πέντε χρόνια πριν την υποβολή της δήλωσης έναρξης πτώχευσε ή κατέστη εν γένει αφερέγγυο ή μέτοχο με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 33% ή εταίρο ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που πτώχευσαν ή κατέστησαν εν γένει αφερέγγυα κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο. Εξαιρούνται ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές, οι οποίες κατά την υποβολή της δήλωσης τελούν σε αναστολή που έχει χορηγηθεί με προσωρινή διαταγή, δικαστική απόφαση, πράξη διοικητικού οργάνου ή εκ του νόμου καθώς και οφειλές οι οποίες έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής η οποία τηρείται και έχουν καταβληθεί τουλάχιστον τρεις δόσεις αυτής.
Έλεγχος καπνικών προϊόντων
Με διάταξη του νομοσχεδίου πλέον οι εταιρίες παραγωγής καπνικών προϊόντων θα πληρώνουν στο Ελληνικό Δημόσιο αποζημίωση καθώς θα θεωρείται ότι έχουν αντικειμενική ευθύνη σε κάθε περίπτωση που κατάσχονται γνήσια βιομηχανοποιημένα καπνά τους, 50.000 τεμαχίων και άνω. Στη βάση αυτή το Δημόσιο θα θεωρεί αυταπόδεκτο στοιχείο τη συμμετοχή τους στο λαθρεμπόριο και η αποζημίωση θα ανέρχεται στο 100% των φόρων και δασμών που θα βεβαιώνονταν εάν τα λαθραία βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης καπνικών προϊόντων είχαν διατεθεί νόμιμα προς ανάλωση. Ακόμη προβλέπεται συμπληρωματική πληρωμή αποζημίωσης 200% των φόρων και δασμών εάν τα γνήσια κατασχεμένα βιομηχανοποιημένα καπνά της επιχείρησης ανέρχονται σε 20 εκατ. τεμάχια και 400% των φόρων και δασμών εφόσον τα κατασχεμένα υπερβαίνουν τα 40 εκατ. τεμάχια.
Φόρος μεταφοράς
Διάταξη του νομοσχεδίου αναφέρει πως σε αλλοδαπές επιχειρήσεις και οργανισμούς που εκμεταλλεύονται αεροσκάφη ή πλοία υπό ξένη σημαία η διαχείριση των οποίων δεν γίνεται από την Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 27/1975, λογίζεται ότι προκύπτει στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο το κέρδος από τη μεταφορά επιβατών, εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων γενικά από ελληνικούς αερολιμένες και λιμένες και μέχρι τον λιμένα προορισμού ή μέχρι τον αλλοδαπό αερολιμένα ή λιμένα επιβίβασης των επιβατών ή μεταφόρτωσης των εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων σε αεροσκάφος ή πλοίο άλλης αλλοδαπής επιχείρησης. Το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται ως ποσοστό 10% στα ακαθάριστα έσοδα.
Διπλογραφικά – απλογραφικά
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα αλλάζει κατηγορία βιβλίων από διπλογραφικά σε απλογραφικά, τα μη διανεμηθέντα κέρδη του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, κατά περίπτωση, όπως αυτά εμφανίζονται κατά τον χρόνο αλλαγής της κατηγορίας βιβλίων, υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου. Ο οφειλόμενος φόρος αποδίδεται εφάπαξ μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από τη λήξη του φορολογικού έτους μέχρι το οποίο τα βιβλία τηρούνταν με την διπλογραφική μέθοδο. Τα ίδια ισχύουν και όταν ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία μετατρέπεται σε προσωπική εταιρεία με αποτέλεσμα να αλλάζει κατηγορία βιβλίων από διπλογραφικά σε απλογραφικά. Στην περίπτωση αυτή ο οφειλόμενος φόρος αποδίδεται εφάπαξ μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ολοκλήρωση της μετατροπής.
Φόρος στους ξεναγούς
Με τις διατάξεις του νομοσχεδίου εισάγεται νέα παρακράτηση στις καθαρές αμοιβές που καταβάλλονται σε ξεναγούς. Το νομοσχέδιο αναφέρει πως «στις καθαρές αμοιβές που καταβάλλονται σε αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ορισμένου χρόνου αλλά διάρκειας μικρότερης από ένα έτος καθώς και σε ξεναγούς που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 37 του ν.1545/1985, διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 5%».