Την πολιτική και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη διατήρηση των θετικών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και την ομαλή επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων με την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης τον Αύγουστο του 2018, θέτει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022, που κατατέθηκε στη Βουλή, ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη.
Συγκεκριμένα, στο νέο Μεσοπρόθεσμο σημειώνεται πως η ομαλή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την επαλήθευση των μεσοπρόθεσμων εκτιμήσεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ενώ μεταξύ άλλων συνδέεται με την εξομάλυνση της καμπύλης αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, και άρα με το κόστος εξυπηρέτησης των χρηματοδοτικών αναγκών της οικονομίας στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Στο ίδιο κείμενο τονίζεται πως βραχυπρόθεσμα η δημιουργία ταμειακών αποθεματικών, που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυπηρέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας στην αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος εποχή, θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ για τη θωράκισή της.
Στο νέο Μεσοπρόθεσμο διατυπώνεται η εκτίμηση πως το πρωτογενές πλεόνασμα εφέτος θα διαμορφωθεί στο 3,56% του ΑΕΠ, το 2019 στο 3,96%, το 2020 θα ανέβει στο 4,15% , το 2021 στο 4,53% και θα σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ το 2022 κλείνοντας στο 5,19% του ΑΕΠ. Στη βάση αυτή ο δημοσιονομικός χώρος – η διαφορά μεταξύ του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος που προβλέπει το πρόγραμμα, δηλαδή του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, και του στόχου που θεωρεί πως θα πιάσει η κυβέρνηση – θα ανέλθει στα 111 εκατ. ευρώ το 2018, το 2019 θα ανέλθει στα 866 εκατ. ευρώ, θα αυξηθεί στα 1,287 δισ. ευρώ το 2020, στα 2,112 δισ. ευρώ το 2021 και θα ανέλθει σε 3,582 δισ. ευρώ το 2022. Δηλαδή από σήμερα έως το 2022 θα ανέλθει σε 7,9 δισ. ευρώ.
Στο Μεσοπρόθεσμο αναφέρεται ότι ο δημοσιονομικός χώρος που προκύπτει κατ’ έτος από την προϊούσα οικονομική ανάκαμψη και χωρίς τη λήψη νέων μέτρων, δεσμεύεται για τη μόνιμη μείωση των φορολογικών βαρών, των ασφαλιστικών εισφορών, και τη στοχευμένη ενίσχυση συγκεκριμένων κατηγοριών πρωτογενών δαπανών.
Ο δημοσιονομικός χώρος θα χρησιμοποιηθεί για την υιοθέτηση μόνιμων μειώσεων φόρων, που θα συμβάλλουν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, καθώς και στοχευμένης ενίσχυσης των πρωτογενών δαπανών, με στόχο τη διατηρήσιμη μείωση της ανεργίας, την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας και την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Ειδικότερα το 2019 δημοσιονομικός χώρος 700 εκατ. ευρώ θα διατεθεί αποκλειστικά σε παρεμβάσεις μείωσης των φορολογικών βαρών, ενώ πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος του 2020 θα διατεθεί κατά 75% σε νέες φορολογικές ελαφρύνσεις και κατά 25% σε κοινωνικές δαπάνες, ενώ αυτός των ετών 2021-2022 θα διατεθεί ισόποσα μεταξύ φορολογικών ελαφρύνσεων και κοινωνικών δαπανών.
Για την υποστήριξη των ευπαθών ομάδων θα διατεθεί ένα μεγάλο μέρος των εξισορροπητικών παρεμβάσεων που θα χρηματοδοτηθούν από την περιστολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και ειδικότερα στις νέες οικογένειες με παιδιά (οικογενειακά επιδόματα και επιδόματα τέκνων, μονάδες προσχολικής ηλικίας, επιδότηση ενοικίου, σχολικά γεύματα), αλλά και στους ανέργους (προγράμματα ενεργών πολιτικών για την απασχόληση, επενδυτικές παρεμβάσεις).
Τέλος, θα προωθηθούν εξισορροπητικές παρεμβάσεις περιορισμού των επιπτώσεων στους συνταξιούχους από τις μειώσεις στις συντάξεις, μέσω της επιδότησης της συμμετοχής στα συνταγογραφούμενα φάρμακα.
«Λαμβάνοντας υπόψη τις αυξημένες ανάγκες των ηλικιωμένων σε φάρμακα και περίθαλψη, η παρέμβαση αυτή στοχεύει κυρίως στις ομάδες των χαμηλοσυνταξιούχων, συμβάλλοντας στη στήριξη του βιοτικού τους επιπέδου», σημειώνεται στο κείμενο του Μεσοπρόθεσμου.