Αυξήσεις σε αμοιβές του ιδιωτικού τομέα, στα επιδόματα των ανέργων, στις εισφορές επί της μισθωτής απασχόλησης αλλά και στις ελάχιστες εισφορές των επαγγελματιών θα φέρει ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2019.
Το μετα-Μνημόνιο, το οποίο συμφώνησε η κυβέρνηση με τους θεσμούς, προβλέπει “επικαιροποίηση” του κατώτατου μισθού, ενώ η κυβέρνηση έχει ρητά διακηρύξει ότι επιδιώκει αυτή η “επικαιροποίηση” να σημαίνει αύξηση.
Η αύξηση, όμως, του κατώτατου μισθού θα φέρει αύξηση κάθε επιδότησης και εισφοράς η οποία καθορίζεται με βάση αυτόν. Έτσι, από το 2019, εφόσον αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, τόσο το κράτος όσο και οι εργοδότες και οι επαγγελματίες θα πρέπει να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην “τσέπη” για να πληρώσουν τις συνέπειες αυτής της “επικαιροποίησης”.
Ωστόσο, οι συνέπειες αυτής της αναπροσαρμογής δεν έχουν ακόμα εκτιμηθεί από την κυβέρνηση και σε κάθε περίπτωση δεν έχουν συμπεριληφθεί στις δημοσιονομικές προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος το οποίο ψήφισε πριν από λίγες εβδομάδες.
Συγκεκριμένα, στη συμφωνία κυβέρνησης-θεσμών για τις μεταμνημονιακές ελληνικές δεσμεύσεις ορίζεται επ’ ακριβώς πως επιδιώκεται η “διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας μέσω της ετήσιας επικαιροποίησης του κατώτατου μισθού σύμφωνα με τον νόμο 4172/2012”. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εφαρμόσει μνημονιακές διατάξεις του 2012, οι οποίες θεσπίστηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ).
Σε περίπτωση που αυτή η “επικαιροποίηση” σημαίνει την αύξηση των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών που υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές των μισθωτών, Παράλληλα θα πρέπει να αυξηθούν και όλα τα επιδόματα ανεργίας ή απασχόλησης (τα οποία καθορίζονται με βάση ή ακριβώς στο ύψος του κατώτατου μισθού).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος “Εργάνη”, περίπου 614.000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα αμείβονται με μεικτό μισθό έως 600 ευρώ. Οι 413.0000 εξ αυτών, μάλιστα, έχουν συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, δηλαδή αμείβονται με μισθό κάτω από τον κατώτατο, ενώ περίπου 200.000 έχουν συμβάσεις πλήρους απασχόλησης και μισθό μεταξύ 501-600 ευρώ, δηλαδή στο ύψος ακριβώς του κατώτατου. Σ’ αυτούς όλους περιλαμβάνονται και οι νέοι κάτω των 25 ετών, οι οποίοι λαμβάνουν τον “υποκατώτατο” μισθό ο οποίος αντιστοιχεί στο 90% του κατώτατου μισθού τον οποίο λαμβάνουν οι εργαζόμενοι άνω των 25 ετών. Έτσι, και ο “υποκατώτατος μισθός” των νέων θα πρέπει να “επικαιροποιηθεί” μαζί με τον κατώτατο.
Με βάση τον κατώτατο μισθό, όμως, καθορίζονται και τα επιδόματα ανεργίας. Τέτοια επιδόματα λαμβάνουν, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ για το Μάιο, 114.000 άνεργοι (τακτικοί, εποχιακοί, μακροχρόνιοι). Συνεπώς και τα επιδόματα ανεργίας θα πρέπει να “επικαιροποιηθούν” μαζί με τον κατώτατο μισθό το 2019, αναπροσαρμόζοντας και τη σχετική δημόσια δαπάνη.
Αλλά και το επίδομα απασχόλησης το οποίο λαμβάνουν περίπου 20.000-25.000 άτομα (συμπεριλαμβάνονται στα σύνολα των εργαζομένων, μισθωτών και επιδοτούμενων), τα οποία εργάζονται μέσω των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, θα πρέπει να “επικαιροποιηθεί” , εφόσον “επικαιροποιηθεί” ο κατώτατος μισθός. Και αυτό γιατί οι αμοιβές καθορίζονται με βάση το ύψος του κατώτατου, ο οποίος αποτελεί το “ταβάνι” τους, σε κάθε περίπτωση. Με άλλα λόγια, περίπου 730.000 εργαζόμενοι και άνεργοι αναμένεται να επηρεασθούν άμεσα από κάθε μεταβολή του κατώτατου μισθού.
Επιρροές αναμένεται, όμως, να υπάρξουν και στις κατώτατες εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών, καθώς αυτές υπολογίζονται ως ποσοστό επί του κατώτατου μισθού των εργατών. Με άλλα λόγια, μία αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει σε αύξηση των κατώτατων εισφορών των επαγγελματιών και των αγροτών. Για παράδειγμα, οι ελάχιστες εισφορές των ασφαλισμένων του τέως ΟΑΕΕ ορίζονται ως ποσοστό 26,9% επί των 586 ευρώ/μήνα.
Υπενθυμίζεται πως ο κατώτατος μισθός αφορά τις αμοιβές των ανειδίκευτων εργατών. Από το 2012, με Προεδρικό Διάταγμα, ανήλθε στα 586 ευρώ μεικτά και στα 492 ευρώ καθαρά. Με νομοθετική διάταξη, επίσης, την ίδια χρονιά, άλλαξε ο τρόπος καθορισμού του. Έτσι, με διάταξη του 2012 (την οποία συμφώνησε η σημερινή κυβέρνηση να εφαρμόσει το 2019) η απόφαση για το ύψος του έφευγε από τα χέρια των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ, εργοδοτικές οργανώσεις) και περνούσε στην εκάστοτε κυβέρνηση. Με βάση τη διάταξη του 2012, ως πρώτος χρόνος εφαρμογής του νέου τρόπου καθορισμού του κατώτατου μισθού οριζόταν το 2017, μετά το πέρας του τότε Μνημονίου. Τότε, μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αντιταχθεί όχι μόνο στη μείωση του κατώτατου μισθού, αλλά και στον καθορισμό του από την κυβέρνηση και όχι από τους κοινωνικούς εταίρους μέσα από τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Στις θέσεις του, μάλιστα, συγκαταλεγόταν και η επαναφορά των διαπραγματεύσεων σε εθνικό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται στη διάταξη του 2012, την οποία θα εφαρμόσει η κυβέρνηση από το 2019, πως “η νέα διαδικασία – μηχανισμός διαμόρφωσης νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας τίθεται σε ισχύ μετά τα προγράμματα Δημοσιονομικής Προσαρμογής, δηλαδή όχι πριν από την 1/1/2017”.
Με άλλα λόγια, εκείνο το οποίο συμφώνησε η σημερινή κυβέρνηση με τους θεσμούς δεν ήταν τίποτα άλλο από τη χρονική μετατόπιση εφαρμογής του σχετικού θεσμικού πλαισίου (που ορίστηκε το 2012) κατά 2 χρόνια. Δηλαδή, αντί να εφαρμοσθεί το 2017, θα εφαρμοσθεί το 2019, γιατί προφανώς μεσολάβησε το 3ο Μνημόνιο, το οποίο πέρασε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2016-2018.
Σημειώνεται επίσης πως η όποια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, με βάση τον νόμο του 2012, θα γίνει “λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών”.
Οι διατάξεις του 2012 για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού
Αναλυτικά, οι διατάξεις του 2012 για το μηχανισμό και τα κριτήρια του κατώτατου μισθού έχουν ως εξής :
1. “α. Έπειτα από διαβούλευση, που διεξάγεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα, ορίζεται ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο, για πλήρη απασχόληση, για τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας και ως τέτοιος νοείται μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς.
β. Ατομικές συμβάσεις εργασίας και συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάθε είδους δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης, υπολειπόμενες από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο ή της αντίστοιχης προκύπτουσας αναλογίας για τις συμβάσεις μερικής απασχόλησης.
2. Η νέα διαδικασία – μηχανισμός διαμόρφωσης νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας τίθεται σε ισχύ μετά τα προγράμματα Δημοσιονομικής Προσαρμογής, δηλαδή όχι πριν από την 1.1.2017.
3. Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών.
4. α. Για τον ορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου διεξάγεται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της Κυβέρνησης με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη, εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών και συναφών φορέων και εμπειρογνωμόνων, σε θέματα οικονομίας και ιδίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων και το συντονισμό από επιτροπή, που ορίζεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.
β. Οι κοινωνικοί εταίροι που μετέχουν στη διαβούλευση είναι:
αα) εκ μέρους των εργαζομένων όλης της χώρας η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.) και λοιπές δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές που εκπροσωπούν εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα σε εθνικό επίπεδο που προτείνονται από τη Γ.Σ.Ε.Ε. και καλούνται από την Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης,
ββ) εκ μέρους των οργανώσεων των εργοδοτών ευρείας εκπροσώπησης εργοδοτικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.) και λοιπές εργοδοτικές οργανώσεις που προτείνονται από αυτούς και καλούνται από την Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης.
5. α. Η διαβούλευση συντονίζεται από τριμελή Επιτροπή αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Ο.ΜΕ.Δ., ως Πρόεδρο, ένα πρόσωπο κύρους ως εκπρόσωπο του Υπουργού Οικονομικών και ένα πρόσωπο κύρους ως εκπρόσωπο του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, με τη γραμματειακή υποστήριξη των υπηρεσιών του Ο.ΜΕ.Δ..
β. Έργο της Επιτροπής Συντονισμού της διαβούλευσης είναι:
αα) η αποστολή έγγραφης πρόσκλησης εντός του τελευταίου δεκαημέρου του Φεβρουαρίου κάθε έτους προς εξειδικευμένους επιστημονικούς ερευνητικούς και λοιπούς φορείς, μεταξύ των οποίων, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε./ΑΔΕΔΥ (ΙΝΕ-Γ.Σ.Ε.Ε.), το Ινστιτούτο ΙΜΕ-Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., το Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΙΝ.ΕΜ.Υ. – ΕΣΕΕ) να συντάξουν έκθεση προς υποβολή έως την 31η Μαρτίου κάθε έτους, για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή τους στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες λαμβάνοντας υπόψη τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος,
ββ) ο σχηματισμός φακέλου με τις ανωτέρω εκθέσεις των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων και των παραγόντων διαφοροποίησης του κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου και αποστολή αυτού προς τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων της παραγράφου 4 του παρόντος, για την έκφραση της γνώμης τους, με υποβολή υπομνήματος και της κατά την κρίση τους τεκμηρίωσης για την αναπροσαρμογή του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου,
γγ) η διαβίβαση του υπομνήματος και της τεκμηρίωσης κάθε διαβουλευόμενου προς τους λοιπούς εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων της παραγράφου 4 του παρόντος, με πρόσκληση για προφορική διαβούλευση, το αργότερο μέχρι τη 15η Απριλίου κάθε έτους σε σχέση με την τυχόν αναπροσαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου,
δδ) η διαβίβαση όλων των υπομνημάτων και της τεκμηρίωσης των διαβουλευομένων της παραγράφου 4 του παρόντος, καθώς και η έκθεση των εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών φορέων υπό του α’ ανωτέρω εδαφίου, το αργότερο μέχρι την 30ή Απριλίου κάθε έτους, στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), προς σύνταξη από αυτό του Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης, σε συνεργασία με επιτροπή αποτελούμενη από πέντε (5) ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε θέματα οικονομίας και κυρίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων, που ορίζονται δύο (2) από αυτούς από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, δύο (2) από τον Υπουργό Οικονομικών και ένας (1) από τον Υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με κοινή απόφασή τους. Ο ορισμός τους έχει διάρκεια τρία (3) έτη. Το Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης σχετικά με τις δυνατότητες προσαρμογής του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να περιέχει ιδίως τη συστηματική καταγραφή των προτάσεων των διαβουλευομένων κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου. Η γνώμη που θα διατυπώνεται στο Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης, μπορεί να αποκλίνει ή/και να διαφοροποιείται από τις εκθέσεις που υποβάλλονται από τους λοιπούς φορείς του εδαφίου αα) της παρούσας παραγράφου,
εε) το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης ολοκληρώνεται το αργότερο μέχρι την 31η Μαΐου κάθε έτους και διαβιβάζεται αμελλητί στην Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης, που ορίζεται ανωτέρω στην παράγραφο 5α του παρόντος, προς διαπίστωση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας, και
στστ) το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.
5. Το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης καθώς και όλες οι εκθέσεις, τα υπομνήματα και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο τεκμηρίωσης που αφορά την ανωτέρω διαδικασία δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.
6. Το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης καθώς και όλες οι εκθέσεις, τα υπομνήματα και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο τεκμηρίωσης που αφορά την ανωτέρω διαδικασία δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοια
7. α. Εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του μηνός Ιουνίου κάθε έτους ο Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο, τον κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης, όπως αυτό υποβλήθηκε και συντάχθηκε κατά την ανωτέρω διαδικασία.
β. Ο Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας εκδίδει απόφαση καθορισμού του κατωτάτου μισθού για τους υπαλλήλους και του κατώτατου ημερομισθίου για τους εργατοτεχνίτες, μετά από τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου”.