Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να διαφωνεί με την άποψη ότι σε μια δυτικού τύπου δημοκρατία δεν έχουν θέση η ανομία και ο αναρχισμός, δηλαδή η απόλυτη και ανεξέλεγκτη ελευθερία, κατά το Αριστοτελικό ‘ζην ως βούλεταί τις’ (το να ζει κανείς, όπως θέλει).
Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα του 21ου αιώνα αυτά παραμένουν ακόμα ζητούμενα. Και δεν είναι η κρίση (στην οποία μάθαμε να επιρρίπτουμε εύκολα την ευθύνη) η αιτία για την γέννησή τους, γιατί ο αναρχισμός προϋπήρχε αυτής. Είχε εκκολαφθεί, σαν το αυγό του φιδιού, στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας.
Η βασική αιτία είναι η αρνητική μετάλλαξη της κοινωνίας μας από χρόνια, που συνέτεινε σε αυτά. Στην ‘νεωτεριστική’ εκδοχή της κυριαρχούν πλέον ο ευτελισμός και η περιφρόνηση κάθε αξίας, η ανοχή σε καταστάσεις χάους και αταξίας, σε καταστάσεις εκτός ελέγχου.
Κυριαρχεί η απάθεια του κοινωνικού συνόλου απέναντι στην τρομοκρατία, ο μιθριδατισμός των πολλών απέναντι στον τυραννικό παρεμβατισμό των ολίγων και στον σοβαρότατο κίνδυνο που απειλεί τη δημοκρατία μας, η παθητική στάση των πολιτών, οι οποίοι αποδέχονται νομοτελειακά τα όσα συμβαίνουν και συνεχίζουν να λένε αφελώς:
– Ε, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Αυτά είναι δουλειά του κράτους να τα λύσει. Οι ‘μεγάλοι’, που έχουν και την ευθύνη του, ας δώσουν μια λύση σε όλα αυτά. Εμείς είμαστε ανήμποροι να κάνουμε ό,τιδήποτε…
Αυτή η κοινότοπη αντίδραση σε κάνει δικαιολογημένα να αναρωτιέσαι. Τι δεν πάει καλά, επιτέλους, με την κοινωνία μας και είναι παθητικοποιημένη; Τι δεν πάει καλά με την ελληνική οικογένεια και παρακολουθεί σαν απλός θεατής την κλιμάκωση της αναρχικής πρακτικής η οποία έχει πάρει από καιρό την μορφή της επαναστατικής αστικής βίας και στρέφεται απειλητικά κατά των ίδιων των δομών του κοινωνικού μας συστήματος;
Σ’ αυτό το καίριο ερώτημα θα μπορούσε να απαριθμήσει κανείς πολλές εκδοχές ως απάντηση ξεκινώντας απ’ την υποβαθμισμένη ποιοτικά νεοελληνική κοινωνία, όπου η αξία των πραγμάτων τοποθετείται πάνω από τον άνθρωπο και καλλιεργείται συστηματικά η αντίληψη της συνεξάρτησης του πλούτου με την ευτυχία. Της αντίληψης, δηλαδή, ότι η ευτυχία αγοράζεται, προάγεται και παράγεται στις μέρες μας, οπότε δεν αρκούν οι οικογενειακές νουθετήσεις για να αποτρέψουν την δυσάρεστη τροπή των πραγμάτων, που θα καταλήξει αναπόφευκτα στο έγκλημα.
Στα προεόρτια αυτού του τελευταίου συγκαταλέγεται και το δικέφαλο τέρας του αναρχισμού, που καταχράται της ελευθερίας των πολιτών και πριονίζει θανάσιμα το δέντρο της δημοκρατίας, αφού ενσαρκώνει τον πόθο για αυτοδιάθεση, αυτονομία και αυτεξουσιότητα και προτείνει μια κοινωνία απαλλαγμένη από τα δεσμά της εξουσίας.
Η ανοχή στον αναρχισμό, που έφτασε δυστυχώς στα όρια της ηττοπάθειας τα τρία τελευταία χρόνια – καθώς τροφοδοτείται απ’ τις αριστερές ιδεολογίες και ιδεοληψίες που κυριαρχούν στο κυβερνών κόμμα – μεταμόρφωσε σταδιακά προς το χείρον την κοινωνία μας.
Έτσι, από εκεί όπου κυριαρχούσε σ’ αυτήν η ηθική αρχή του ‘ να μην κάνεις στον άλλον ό,τι δε θα ήθελες να σου κάνει αυτός’, πράγμα που χαρακτήριζε μια κοινωνία αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας (αναγκαία και τα δύο για την επιβίωση και την εξέλιξη του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος), παρείσφρησε ύπουλα η νοοτροπία της αγέλης των λύκων, όπου ο αδύναμος κατασπαράσσεται κι ο δυνατός γίνεται ακόμη πιο δυνατός.
Στην προκειμένη περίπτωση ο δυνατός είναι, ως φαίνεται, ο αναρχικός και ο αδύναμος ο νομοταγής πολίτης, που ποδοπατείται από μια μειοψηφία αντιεξουσιαστών, η οποία έχει μετατρέψει τις μεγαλουπόλεις – και ειδικά την Αθήνα -σε ζούγκλα ανομίας και παραβατικότητας. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τις καταδρομικές επιθέσεις κουκουλοφόρων και μη, που πυρπολούν, ρημάζουν, φέρνουν τα πάνω-κάτω μετατρέποντας ό,τι βρίσκουν μπροστά τους σε στάχτη κι αποκαΐδια;
Πώς μπορεί να εξηγήσει το πελώριο τσουνάμι της αναρχίας (το οποίο ανθεί ιδιαιτέρως στο φυτώριο του ΣΥΡΙΖΑ), της βίας και της εγκληματικότητας, που έχει ανατρέψει άρδην τη ζωή των εργαζομένων, του αγρότη, του εργάτη, του επιστήμονα, του αγωνιστή της καθημερινότητας, του κάθε φιλήσυχου πολίτη που διαβιοί στην Ελλάδα;
Τι εξήγηση μπορεί να δώσει στους άμοιρους κατοίκους της πρωτεύουσας, που σηκώνουν το πρωί τα μάτια τους – στο δρόμο για τη δουλειά – και βλέπουν παντού μαυρίλα, καμένους κάδους, αναποδογυρισμένα ή πυρπολημένα από βόμβες μολότοφ αυτοκίνητα, κατεστραμμένα μαγαζιά και νιώθουν βαρύ κι αποπνικτικό το χνώτο του καμένου και των δακρυγόνων στον αέρα που αναπνέουν;
Αυτή η επαναλαμβανόμενη εικόνα της βομβαρδισμένης απ’ τους αναρχικούς Αθήνας μας φέρνει σχεδόν ασυναίσθητα στο μυαλό τη φράση του Κρέοντα στην ‘Αντιγόνη’ του Σοφοκλή ‘Αναρχίας, δέ μεῖζον ούκ ἐστιν κακόν’ (δεν υπάρχει πιο μεγάλο κακό απ’ την αναρχία). Ίσως μάλιστα να είναι αυτή η αιτία που κάνει κάθε ημέρα των πολιτών της μουντή, υγρή και πένθιμη.
Ίσως αυτή να ευθύνεται που οι κάτοικοί της δείχνουν να περπατούν σαν χαμένοι στο πολύπαθο κέντρο της, και να είναι μονίμως κακοδιάθετοι και αγέλαστοι. Ίσως και εξαιτίας της – για να μην ξεχνάμε την προϊούσα οικονομική κρίση – να αρνούνται να κουβεντιάσουν, να επικοινωνήσουν και έχουν ένα βλέμμα θολό, σκοτεινό, που καθρεφτίζει την αγωνία και την απελπισία τους για το αύριο των παιδιών τους και της πατρίδας τους.
Ίσως…