Δεν αρκεί να θέλεις κάτι.
Πρέπει να είσαι και έτοιμος να παλέψεις γι’ αυτό.
Δημήτρης Χορν
Σαν σήμερα 9 Μαρτίου το 1921, γεννήθηκε ο χαρισματικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Δημήτρης Χορν. Μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της ελληνικής υποκριτικής τέχνης, ο οποίος με το υπέρμετρο ταλέντο, την αφοσίωση και τη βαθιά καλλιέργειά του άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του τόσο στη μεγάλη οθόνη, όσο και στη νεοελληνική σκηνή.
Γεννημένος στην Αθήνα, ο Δημήτρης Χορν γαλουχήθηκε μέσα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. Πατέρας του ήταν ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν και μητέρα του η Ευτέρπη Αποστολίδου, ενώ νονά του υπήρξε η εμβληματική ντίβα του θεάτρου Κυβέλη. Μάλιστα λέγεται ότι την πρώτη του θεατρική εμφάνιση την έκανε, ως μωρό στην αγκαλιά της νονάς του. Το 1940 αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου, με δασκάλους τον Δημήτρη Ροντήρη και τον Αιμίλιο Βεάκη.
Την πρώτη του εμφάνιση ως επαγγελματίας ηθοποιός στο θέατρο την πραγματοποίησε, το 1940, με την παράσταση της οπερέτας «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους του νεότερου από τη νεοσύστατη Λυρική Σκηνή. Έκτοτε σημάδεψε με την λάμψη και τις σπάνιες ικανότητες του τη θεατρική ζωή της χώρας σε ρόλους όπως: «Ριχάρδος Β΄», «Ριχάρδος Γ’», Βενέδικτος στο «Πολύ Κακό για το Τίποτα» (Σαίξπηρ), Τζέημυ «Ταξίδι Μακριάς Μέρας μέσα στη Νύχτα» (Ο’ Νηλ), «Ερρίκος Δ’» (Πιραντέλλο), «Δον Ζουάν» (Μολιέρος), «Αρχιμάστορας Σόλνες» (Ίψεν) κ.α. Παράλληλα συνεργάστηκε με μερικούς από τους σημαντικότερους θιάσους και καλλιτέχνες της εποχής του, ενώ έχει υπάρξει και ο ίδιος επιτυχημένος θιασάρχης.
Ξεχωρίσαμε 9 από τα αξιοθαύμαστα έργα του, και σας παρουσιάζουμε τους κινηματογραφικούς του ρόλους που άφησαν εποχή
Ξεχωριστή η συνεργασία του με τον εμβληματικό συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι, στο μουσικοθεατρικό θέαμα «Οδός Ονείρων». Σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και στίχους Μ. Χατζιδάκι, Μ. Αργυράκη, Ι. Καμπανέλλη και Ν. Γκάτσου. Σε μια προσπάθεια ανανέωσης της επιθεώρησης και της επαφής του ευρύτερου κοινού με μια πιο ποιοτική μουσική. Τέλος, έχει ηχογραφήσει δεκάδες έργα για το ραδιόφωνο, ενώ το 1974 υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης.
Η πολυμάθεια, το πηγαίο χιούμορ, η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του, οι συνθετικές του ικανότητες, το πάθος με το οποίο υπηρετούσε την τέχνη του, το κύρος και το βάθος με το οποίο ερμήνευε τους ρόλους του, καθώς και το εντυπωσιακά γοητευτικό παρουσιαστικό του, αποτελούν μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά που κάνουν τον Δημήτρη Χορν αξέχαστο.
Κινηματογράφος
Στον κινηματογράφο υπήρξε αξεπέραστος και πουλβραβευμένος, αν και είχε εμφανιστεί σε ελάχιστες ταινίες, συνεργαζόμενος, ωστόσο, με σπουδαίους κινηματογραφιστές: Μιχάλης Κακογιάννης, ο Γιώργος Τζαβέλλας, Αλέκος Σακκελάριος, Δημήτρης Ιωαννόπουλος.
Ένα μελόδραμα με πολύ μουσική και τραγούδι, σε σενάριο και σκηνοθεσία Δημήτρη Ιωαννόπουλου και παραγωγή Φίνος Φιλμ – Γιώργου Καβουκίδη. Η ταινία αποτέλεσε τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, σε μια εποχή, αυτή της κατοχής, όπου η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ο νεαρός τότε Δημήτρης Χορν, στην πρώτη του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, έπαιξε στο πλευρό του Αιμίλιου Βεάκη, του Λάμπρου Κωνσταντάρα και της Καίτης Πάνου.
Η πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλα, είναι ένα μουσικό μελόδραμα, εμπνευσμένο από την ιδιαίτερη καλλιτεχνική φυσιογνωμία του Αττίκ, ο οποίος όντας πλέον στην αφάνεια, υποδύεται τον εαυτό του: Ένα ξεπεσμένο είδωλο που χάνει το κοινό του, ερωτεύεται τη νεαρή ενζενί, Νόρα (Ζινέτ Λακάζ), αλλά πληγώνεται όταν μαθαίνει ότι η ίδια έχει σχέση με τον νεαρό Στέφανο (Δημήτρης Χορν). Ο Χορν θα εξελισσόταν στον αγαπημένο ηθοποιό του Τζαβέλα, καθώς στην πρώτη τους κιόλας συνεργασία κατάφερε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του σκηνοθέτη, ο οποίος επιθυμούσε από τους ηθοποιούς του να παίζουν φυσικά, χωρίς επιτήδευση, πράγμα ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα την εποχή εκείνη.
Η δεύτερη συνεργασία του Δημήτρη Χορν με τον Γιώργο Τζαβέλλα ήταν στον «Μεθύστακα». Ένα ακόμη μελόδραμα, με γρήγορες εναλλαγές κωμικού και δραματικού στοιχείου, το οποίο αποτέλεσε την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της εποχής. Εδώ ο Χορν υποδύεται τον Άλεκ, έναν νεαρό, καλομαθημένο γιο μιας νεόπλουτης οικογένειας, ο οποίος ερωτεύεται την Άννα (Μπίλλυ Κωνσταντοπούλου, ένα τίμιο κορίτσι, της οποίας ο πατέρας (Ορέστης Μακρής) μη μπορώντας να ξεπεράσει τον χαμό του γιου του στον πόλεμο, έχει καταβυθιστεί στον αλκοολισμό.
Εδώ φαίνεται η καθοριστική συμβολή του Χορν στη διαμόρφωση ενός νέου υποκριτικού-κινηματογραφικού στυλ. Το παίξιμο του, «αστικό», διαθέτει έναν ευρωπαϊκό αέρα και συνταιριάζει άψογα με το λαϊκό, άμεσο παίξιμο του Μακρή.
Πρόκειται για μια απλή, ανάλαφρη κωμωδία ελληνοαιγυπτιακής παραγωγής, βασισμένη στο μοτίβο του «αταίριαστου» ζευγαρίου, σε σκηνοθεσία-σενάριο Μιχάλη Κακογιάννη, με δυνατές ερμηνείες. Το σενάριο της ταινίας ο Κακογιάννης το έγραψε κατόπιν προτροπής του ίδιου του Χορν με τον οποίον υπήρξαν φίλοι. Η νεαρή Μήνα (Έλλη Λαμπέτη) κερδίζει τον πρώτο λαχνό, όμως χάνει το λαχείο της, το οποίο πέφτει στα χέρια του νεαρού Αλέξη (Δημήτρης Χορν). Ο ίδιος είναι διατεθειμένος να της δώσει το ένα τρίτο των κερδών, εκείνη όμως αρνείται… Η ταινία εξυμνήθηκε από τον Τύπο, ενώ διακρίθηκε και στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου.
Μια σπονδυλωτή, ηθογραφική ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, χωρισμένη σε τέσσερα σκετσάκια (κωμικό, σατιρικό, τρυφερό και φαρσικό), με παρουσία σπουδαίων ονομάτων του ελληνικού κινηματογράφου: Δημήτρης Χορν, Έλλη Λαμπέτη, Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλυα Λιβικού, Μίμης Φωτόπουλος, Ορέστης Μακρής. Η ιστορία αφορά τις αντιδράσεις των ηρώων, καθώς γίνονται κάτοχοι μιας κάλπικης λίρας, η οποία δεν μπορεί, εν τέλει, να τους προσφέρει τα πλούτη που επιθυμούν.
Ο Χορν υποδύεται τον Παύλο, έναν μποεμ καλλιτέχνη, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την Αλίκη (Έλλη Λαμπέτη), κόρη μιας πλούσιας οικογένειας. Ωστόσο, τα οικονομικά προβλήματα κατάφεραν να τους χωρίσουν. Χορν και Λαμπέτη εξελίσσονταν στο πιο αγαπημένο ζευγάρι του κινηματογράφου και του θεάτρου. Η ταινία παίχτηκε σε πάνω από 30 χώρες και συμμετείχε σε πολυάριθμα φεστιβάλ.
Γυρισμένη εξ’ ολοκλήρου στην Ύδρα, η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη αποτελεί ένα κοινωνικό δράμα για την οικογενειακή τιμή, τους έμφυλους ρόλους και τη γυναικεία χειραφέτηση. Εδώ ο Δημήτρης Χορν ερμηνεύει τον νεαρό αστό Αθηναίο, Παύλο, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με την κλειστή κοινωνία της επαρχίας, καθώς αναπτύσσει μια ρομαντική, αδιέξοδη σχέση με τη Μαρία (Έλλη Λαμπέτη). Γοητευτικός και ανέμελος, ο Παύλος αναγκάζεται να ωριμάσει και να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του. Η ταινία βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας (1957).
Η τελευταία συνεργασία του Δημήτρη Χορν με τον Γιώργο Τζαβέλλα πραγματοποιήθηκε το 1958 με την κωμωδία «Μια Ζωή την Έχουμε». Εμπνευσμένη από τον ιταλικό κινηματογράφο, η ταινία αποτέλεσε την ακριβότερη παραγωγή της Φίνος Φιλμ. Ο Χορν υποδύεται έναν φτωχό ταμία, ο οποίος ανακαλύπτει ένα τεράστιο πλεόνασμα και ενώ αρχικά διστάζει, αποφασίζει να καταχραστεί το ποσό, ξοδεύοντας το αλόγιστα όντας ξεμυαλισμένος από μια λαϊκή γόησσα, την οποία εδώ υποδύεται η Ιταλίδα ελληνικής καταγωγής ηθοποιός Υβόν Σανσόν.
Ωστόσο η συνύπαρξη της εντυπωσιακής Ιταλίδας με τον «αριστοκρατικό» Δημήτρη Χορν στην οθόνη, δεν φαίνεται να έπεισε κοινό και κριτικούς, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε χημεία μεταξύ τους. Ο ρόλος είχε γραφτεί αρχικά για τον αρκετά μεγαλύτερο σε ηλικία Βασίλη Λογοθετίδη, ο οποίος δεν κατάφερε να τον παίξει λόγω ασθένειας.
Η ταινία, σε σκηνοθεσία-σενάριο Δημήτρη Ιωαννόπουλου αποτελεί μια αισθηματική κωμωδία παρεξηγήσεων, βασιζόμενη σε ένα παλιότερο θεατρικό έργο του ίδιου του σκηνοθέτη. Πρόκειται για ενα ειδύλλιο ανάμεσα σε δύο νέους με αίσιο τέλος. Ο Δημήτρης Χορν υποδύεται έναν καταξιωμένο δικηγόρο, ο οποίος περνιέται για κλέφτης από τη νεαρή γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος. Η ίδια προσπαθεί να τον βάλει στον ίσιο δρόμο, μέχρις ότου η αλήθεια αποκαλύπτεται και τα πράγματτα αλλάζουν. Για την ερμηνεία του ο Δημήτρης Χορν κέρδισε το βραβείο Α΄Ανδρικού Ρόλου στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου (1960, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).
«Αλίμονο στους Νέους» (1961)
Η ταινία, σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου, είναι βασισμένη στο ομότιτλο θεατρικό έργο των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου. Αποτελεί μια παραλλαγή του μύθου του Φαουστ, με τον Χορν να υποδύεται έναν πάμπλουτο ηλικιωμένο, τον Ανδρέα, ο οποίος συνάπτει συμφωνία με τον διάβολο να ξαναγίνει νέος για να κερδίσει την καρδιά της όμορφης νεαρής Ρίτας (Μάρω Κοντού). Ωστόσο, ο Ανδρέας εκτός από νέος καταλήγει και φτωχός, με αποτέλεσμα να χάσει τη Ρίτα από τον μεγάλο σε ηλικία, πλούσιο Αγησίλαο. Μέχρι να αντιληφθεί πως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο…
Για να υποδυθεί ο Δημήτρης Χορν τον ηλικιωμένο Αντρέα, εκτός από το τεράστιο υποκριτικό ταλέντο του ηθοποιού, χρειάστηκε να έρθει ένας εκ των κορυφαίων make-up artists, ο Dick Bonnor-Morris, ο οποίος είχε εργαστεί στην τηλεοπτική σειρά «Ο Άγιος» με τον Ρότζερ Μουρ. Για τον τελευταίο μεγάλο κινηματογραφικό του ρόλο ο Χορν κέρδισε το Βραβείο Α΄Ανδρικού Ρόλου στη 2η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου (1961, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).