«Μετά από χρόνια τιμωρητικής λιτότητας η Ελλάδα επιτέλους μπορεί να ελπίζει ότι θα επανακτήσει την χρηματοοικονομική ανεξαρτησία της, όταν λήξει το πρόγραμμα το επόμενο καλοκαίρι» αναφέρουν σε άρθρο του οι Financial Times.
Η οικονομία επέστρεψε σε μέτρια ανάπτυξη. Ενάντια στις προσδοκίες, η Αθήνα πέτυχε τους δημοσιονομικούς στόχους και εξασφάλισε δέσμευση για περαιτέρω ελάφρυνση χρέους από τους πιστωτές.
Παρά, όμως, τις τεράστιες προσπάθειες που έγιναν για να μπουν τα δημόσια οικονομικά σε πιο βιώσιμη τροχιά, παραμένουν σοβαρές ανησυχίες αναφορικά με τη δέσμευση της κυβέρνησης να μεταρρυθμίσει το ελληνικό Δημόσιο, να απαλλάξει τους θεσμούς από πολιτικές επιρροές και να εγγυηθεί το κράτος δικαίου.
Η καταδίκη του Ανδρέα Γεωργίου, πρώην επικεφαλή της ΕΛΣΤΑΤ, για «παραβίαση» των καθηκόντων του κατά την περίοδο της κρίσης χρέους είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.
Ο κος Γεωργίου για έξι χρόνια παλεύει τις κατηγορίες ότι, ως επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, φούσκωσε το έλλειμμα του 2009 οδηγώντας τη χώρα σε βαθύτερη λιτότητα. Είχε απαλλαγεί από τις κατηγορίες πριν λίγους μήνες αλλά η υπόθεση άνοιξε εκ νέου.
Δεν μέτρησε ότι οι Ευρωπαίοι στατιστικολόγοι, τους κανόνες των οποίων υποτίθεται ότι πρέπει να ακολουθεί, αποδέχτηκαν τόσο τις διαδικασίες που ακολούθησε όσο και τα μεγέθη που παρουσίασε και περιέγραψαν τη δίκη της προηγούμενης εβδομάδας ως «προκαθορισμένη φάρσα».
Ο Ανδ. Γεωργίου, πρώην αξιωματούχος του ΔΝΤ και γι’ αυτό μέρος ενός μισητού τεχνοκρατικού οργανισμού, είναι βολικός αποδιοπομπαίος τράγος για την αποτυχία της ελληνικής πολιτικής τάξης. Η υπόθεση αποκαλύπτει τα όρια της ευρωπαϊκής επιρροής.
Η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της ΕΛΣΤΑΤ είναι θεωρητικά όρος του προγράμματος διάσωσης. Οι ευρωπαίοι υπουργοί οικονομικών κάλεσαν την Αθήνα να «λύσει» το θέμα. Το δικαστικό σώμα απάντησε δηλώνοντας ότι η καταδίκη είναι απόδειξη της ανεξαρτησίας από εξωτερικές επιρροές.
Αυτό είναι τουλάχιστον κυνικό. Η ασυνήθης απόφαση να επανέρθουν οι κατηγορίες κατά του Γεωργίου μετά από την αθώωση δείχνουν περισσότερο ως μια συντονισμένη προσπάθεια να «καθαρίσει» η κυβέρνηση Καραμανλή (2004-2009), η οποία κατέγραψε τις χειρότερες υπερβάσεις υπερδανεισμού ενώ «πείραξε» τα νούμερα.
Η αριστερή κυβέρνηση Τσίπρα ευρεία πιστεύεται ότι έχει μια κατανόηση με τους υποστηρικτές του Καραμανλή. Δεν είναι το μόνο πρόσφατο περιστατικό πολιτικά ευαίσθητων υποθέσεων που ανοίγουν ξανά. Το ανώτατο δικαστήριο επανέφερε τις κατηγορίες για τον Γκίκα Χαρδούβελη, πρώην υπουργό οικονομικών που κατηγορήθηκε ότι δεν υπέβαλε πόθεν έσχες.
Ταυτόχρονα τέθηκε υπό αμφισβήτηση η αθώωση της Κατερίνας Σαβαϊδου, πρώην επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής εσόδων που απολύθηκε αφ’ ότου κατηγορήθηκε για επιείκεια στην είσπραξη εταιρικών φόρων.
Η πολιτική επιρροή στη δικαιοσύνη, και σε άλλους δήθεν ανεξάρτητους οργανισμούς, δεν είναι νέο φαινόμενο στην Ελλάδα. Η εκλογή όμως του ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια ευκαιρία να σπάσει ο δεσμός μεταξύ κομμάτων και κράτους. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να χτίζει τα δικά του δίκτυα και να επιδεικνύει όλο και πιο απολυταρχικές τάσεις.
Αυτό αποτελεί πρόκληση για την ΕΕ που ήδη παλεύει να κρατήσει την Πολωνική κυβέρνηση υπόλογη για τη διάβρωση της δικαστικής εξουσίας. Ο πραγματικός χαμένος, ωστόσο, θα είναι η Ελλάδα. Οι επενδυτές θέλουν εξασφαλίσεις ότι μπορούν να επιβάλουν τις συμβάσεις στα δικαστήρια. Η Ελλάδα ήδη βρίσκεται σε χαμηλή θέση 133η στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας για το θέμα. Αυξανόμενη αμφισβήτηση για την τήρηση των νόμων θα πλήξει την προσπάθεια να επανακτηθεί η εμπιστοσύνη. Οι Έλληνες πολίτες υπέφεραν τεράστιες θυσίες στην προσπάθεια να αποκατασταθούν τα δημόσια οικονομικά. Η υπό δοκιμή ανάκαμψη θα κρατήσει μόνο αν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις συνδυαστούν με αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας.