Η εταιρεία που ιδρύθηκε το 578 μ.X. και οι ιδιαίτερες πρακτικές που την κράτησαν στη ζωή για 1.428 χρόνια!
Είναι δυνατόν μια οικογενειακή επιχείρηση να λειτουργεί αδιάκοπα για 14 αιώνες; Και όμως είναι! Μπορεί ο μέσος όρος ζωής των οικογενειακών επιχειρήσεων (σύμφωνα με έρευνες) να είναι οι τρεις γενιές, ωστόσο πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις.
Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η ιαπωνική επιχείρηση Kongo Gumi. Δεν έζησε τρεις γενιές, αλλά πέρασε από τα χέρια 40 γενιών μέχρι που ήρθε η ώρα και έβαλε λουκέτο το 2006. Μια εταιρεία που πέρασε από πρίγκιπες και από πατέρα σε γιο για 14 ολόκληρους αιώνες έκλεισε τον κύκλο της πριν μια δεκαετία, ωστόσο η πορεία της συνεχίζει να είναι μοναδική.
Η βαριά ιστορία
Η ιαπωνική κατασκευαστική επιχείρηση Kongo Gumi από την Οζάκα ιδρύθηκε το 578 μ.X. Ο μετανάστης πρίγκιπας Shigemitsu Kongo έφερε τα μέλη της οικογένειας του στην Ιαπωνία από την Κορέα περισσότερα από 1.400 έτη πριν, για να χτίσουν τον βουδιστικό ναό Shitennoji, ο όποιος υπάρχει ακόμα. Κατά τη διάρκεια των αιώνων η Kongo Gumi έχει συμμετάσχει στην οικοδόμηση πολλών γνωστών και σημαντικών κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου του κάστρου της Οζάκα (16ος αιώνας).
Η οικογένεια ξεκίνησε να χτίζει και να επισκευάζει τους θρησκευτικούς ναούς και να διαχειρίζεται τις εργολαβίες της από την έδρα της στην Οζάκα. Ο τελευταίος της πρόεδρος ήταν ο Masakazu Kongo, στα χέρια του οποίου «έσκασε» η εταιρεία.
Λειτούργησε μέχρι το 2006, όταν έκλεισε ύστερα από 1.400 χρόνια. Τέθηκε υπό εκκαθάριση πριν από μια δεκαετία περίπου και τα περιουσιακά της στοιχεία αγοράστηκαν από την Takamatsu Corporation. Το όνομά της επιβιώνει μέχρι και σήμερα ως θυγατρική της νέας αυτής κατασκευαστικής εταιρείας, ωστόσο δεν είναι πιο η παλαιότερη οικογενειακή επιχείρηση του κόσμου.
Η Kongo Gumi, η οποία λειτουργούσε υπό τις οδηγίες των απογόνων του ιδρυτή της από το 578 μ.Χ., υπέκυψε στον υπερβολικό δανεισμό και στο δυσμενές επιχειρηματικό κλίμα το 2006.
Το μυστικό που την κράτησε στη ζωή για 14 αιώνες
Όσοι έχουν δικές τους οικογενειακές επιχειρήσεις ή όσοι έχουν περάσει από οικογενειακές επιχειρήσεις ξέρουν καλά ότι αποτελεούν μια ιδιαίτερη μορφή επιχειρηματικότητας. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα προβλήματα που ανακύπτουν με διαδόχους και με τις παλαιότερες γενιές.
Η περίπτωση της Kongo Gumi είναι διαφορετική. Μέσα στους αιώνες πέρασε από πολλές θύελλες, όμως από την αρχή έως το τέλος ορισμένες αξίες έμειναν αναλλοίωτες.
Καταρχήν η επιχείρηση δραστηριοποιούνταν σε έναν κλάδο ο οποίος ήταν και είναι εξαιρετικά σταθερός. Η κατασκευή και επισκευή βουδιστικών ναών σε μια χώρα όπως η Ιαπωνία είχε και θα έχει σημαντικές προοπτικές. Ακόμη και όταν το 19ο αιώνα έχασε τις κρατικές επιχορηγήσεις η εταιρεία επιβίωσε καθώς μπήκε αμέσως στο χώρο κατασκευών εμπορικών κτιρίων. Μέχρι τότε κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο. Το χρήμα ερχόταν άφθονο σε μια χώρα που το θρησκευτικό σύστημα έχει εκατομμύρια οπαδών.
Ωστόσο, η κατασκευή ναών αποτελούσε πάντα την κύρια και αξιόπιστη βάση δραστηριοτήτων, συνεισφέροντας ακόμη και προς το τέλος της το 80% του συνολικού τζίρου της Kongo Gumi, ο οποίος ανήλθε το 2004 στα 67,6 εκατ. δολάρια.
Το βασικό μυστικό όμως ήταν στην επιλογή των ηγετών. Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας και βέβαια ο παράγοντας που της έδωσε ζωή για 14 αιώνες.
Πρόεδρος της εταιρείας, όταν ερχόταν η ώρα να περάσει στην επόμενη γενιά, δεν γινόταν ο πρωτότοκος γιος. Ο νέος ηγέτης έπρεπε να διαθέτει πολλά στοιχεία μαζί και η επιλογή ήταν εξαιρετικά αυστηρή. Πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας για να έχει μακροβιότητα η επιχείρηση ήταν η υγεία του διαδόχου. Μόνο τα παιδιά (ακόμη και οι γαμπροί της οικογένειας) που δεν είχαν προβλήματα υγείας μπορούσαν να ελπίζουν στη διαδοχή. Στα τρία βασικά συστατικά, εκτός από την υγεία, έμπαιναν το ταλέντο και η υπευθυνότητα.
Μάλιστα, δεν ήταν πάντοτε κάποιος γιος ο ηγέτης. Μπορεί να υπήρχε γιος, αλλά επειδή δεν συγκέντρωνε τα απαραίτητα χαρακτηριστικά, απλά δεν έπαιρνε τα ηνία. Το 38ο μέλος της οικογένειας Kongo που ηγήθηκε της επιχείρησης ήταν η γιαγιά του τελευταίου προέδρου Masakazu.
Ένας άλλος ιδιαίτερος παράγοντας που συνέβαλε στην παρατεταμένη παρουσία της Kongo Gumi στον κόσμο των επιχειρήσεων ήταν η πρακτική, οι γαμπροί (σύζυγοι των θυγατέρων) της οικογένειας να λαμβάνουν το οικογενειακό όνομα όταν εισέρχονταν στους κόλπους της επιχείρησης. Όποιος παντρευόταν μια Kongo άλλαζε και το επίθετό του.
Αυτή η πρακτική έδωσε στην επιχείρηση τη δυνατότητα να συνεχίσει την πορεία της με την ίδια επωνυμία, ακόμη κι όταν δεν υπήρχε κανένας γιος στην οικογένεια σε μια γενιά.
Βέβαια ακόμη ένα «μυστικό» που την κράτησε στο πέρασμα των αιώνων ήταν η ευελιξία, όσο κυνική και αν ακούγεται μερικές φορές. Για να περάσει όσο το δυνατόν πιο αλώβητη σε δύσκολες περιόδους, όπως ο δεύτερος παγκόσμιο πόλεμος, η εταιρεία έφτιαχνε (έστω και προσωρινά) φέρετρα…
Όπως έχει γράψει σε αφιέρωμα του το Bloomberg η ιστορία της Kongo Gumi διδάσκει ότι για να ζήσει μια οικογενειακή επιχείρηση πάνω από 1.000 χρόνια πρέπει να αναμίξει στοιχεία συντηρητισμού και ευελιξίας και να παρεκκλίνει από την αρχή της πρωτοτοκίας όποτε χρειάζεται.
Το λουκέτο και ο υπερδανεισμός
Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες η Kongo Gumi διέκοψε τη λειτουργία της, μετά από 1.400 χρόνια δεν είναι και τόσο ειδικές. Είναι μάλλον συνηθισμένες. Παρά την απίστευτη ιστορία της, μια σειρά συνηθισμένων περιστάσεων έφεραν την Kongo Gumi σε αδιέξοδο. Κατά κύριο λόγο ευθύνονται δύο παράγοντες. Καταρχήν, στη διάρκεια της ιαπωνικής οικονομικής φούσκας της δεκαετίας του ’80, η επιχείρηση δανείσθηκε τεράστια ποσά προκειμένου να επενδύσει στο real estate. Μετά το «σκάσιμο» της φούσκας, στην ύφεση της διετίας 1992-93, η αξία των περιουσιακών στοιχείων που είχαν υποθηκευθεί ως διασφάλιση του δανεισμού της Kongo Gumi μειώθηκε σημαντικά. Αυτό ήταν το πρώτο ισχυρό χτύπημα.
Δεύτερο, οι κοινωνικές αλλαγές στην Ιαπωνία επέφεραν κάμψη δραστηριοτήτων στις κατασκευές ναών. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση για τις υπηρεσίες της Kongo Gumi περιορίσθηκε ραγδαία, αρχής γενομένης από το 1998.
Ως το 2004, τα έσοδα της επιχείρησης είχαν μειωθεί κατά 35%. Ο Masakazu Kongo, ο τελευταίος πρόεδρος, απέλυσε προσωπικό, αλλά το 2006 ήρθε το τέλος. Το ύψος δανεισμού της επιχείρησης είχε εκτοξευθεί στα 343 εκατ. δολ. και η εξυπηρέτησή του ήταν πλέον αδύνατη. Τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης εξαγοράσθηκαν από την Takamatsu, μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία, η οποία και την απορρόφησε σε θυγατρική της.