Με κείμενο του ο Γιάνης Βαρουφάκης πετά το «γάντι» στους επικριτές του, καλώντας τους να τον πάνε άμεσα στο Ειδικό Δικαστήριο, με τον οποίο τον απειλεί η Νέα Δημοκρατία, τονίζοντας μάλιστα πως «στα Δικαστήριά μας υπάρχουν ακόμη Σαρτζετάκηδες».
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του πρώην υπουργού Οικονομικών:
«Δεν υπάρχει αναλυτής παγκοσμίως που να διαφωνεί ότι το κλείσιμο της αξιολόγησης απλά θα κουκουλώσει για λίγο τη συνολική χρεοκοπία της χώρας κάνοντάς τη χειρότερη. Παράλληλα, δεν υπάρχει ραδιοτηλεοπτικό μέσο στη χώρα που να μη δαιμονοποιεί όποιον τολμήσει να πει αυτό που όλοι γνωρίζουν και που εκτός Ελλάδας θεωρείται δεδομένο.
Πριν από μέρες μού ζητήθηκε από δημοσιογράφο κεντρικού δελτίου ειδήσεων να απαντήσω μονολεκτικά στο ερώτημα: “Ξέρατε ότι ανακοινώνοντας το δημοψήφισμα θα έκλειναν οι τράπεζες;” “Προφανώς”, απάντησα ειλικρινά. Εντός δευτερολέπτων τα κοινωνικά μέσα βούιζαν: “Το παραδέχτηκε. Στο Ειδικό Δικαστήριο αμέσως!” Την επομένη, βουλευτές του τροϊκανικού τόξου ξεσπάθωσαν ζητώντας Ειδικό Δικαστήριο με συνοπτικές διαδικασίες.
Εχει σημασία να κατανοήσουμε γιατί όλα αυτά. Ο λόγος είναι απλός και έχει να κάνει με πρόβλημα στο εσωτερικό της τρόικας: δεν τους βγαίνει η αριθμητική τής δήθεν “αξιολόγησης”, δηλαδή των δανείων και των δημοσιονομικών. Και δεν τους βγαίνει για λόγους που όλοι οι αναλυτές παγκοσμίως γνωρίζουν αλλά που στην Ελλάδα διώκονται ως «αντεθνικές» αναλύσεις.
Η τρόικα είναι βαθιά διαιρεμένη μεταξύ εκείνων που γνωρίζουν ότι η αριθμητική δεν βγαίνει, αλλά θεωρούν πως πρέπει να την κουκουλώσουν άλλη μια φορά με μια νέα δόση (Μέρκελ, Κομισιόν), και άλλων που γνωρίζουν ότι η αριθμητική δεν βγαίνει αλλά κρίνουν ότι ήρθε η ώρα μιας οριστικής λύσης (που θα σημάνει είτε Grexit, όπως θέλει ο κ. Σόιμπλε, είτε αναδιάρθρωση χρέους εντός του ευρώ, όπως καλεί το ΔΝΤ).
Μέχρι να τα βρούνε μεταξύ τους οι δανειστές ώστε τον Ιούλιο η τρόικα να πληρώσει τον εαυτό της (παίρνοντας δηλαδή χρήματα από τον ESM για να τα δώσουν στην ΕΚΤ) και να στείλουν στο Μαξίμου το e-mails με τα μέτρα που θα νομοθετηθούν (τα οποία το Μαξίμου θα στηλιτεύσει ως «δύσκολα» πριν τα νομοθετήσει «σώζοντας» άλλη μια φορά τη χώρα από την πτώχευση), η εγχώρια τρόικα είναι στα κάρβουνα και εξορκίζει όποιον απειλεί το “εθνικά αναγκαίο” κλείσιμο της “αξιολόγησης”.
Οσο πιο διαιρεμένη είναι η τρόικα και όσο πιο πολύ φοβούνται ότι ο οικονομικός παραλογισμός τους θα αποκαλυφθεί τόσο δαιμονοποιείται και απειλείται με δίωξη όποιος τολμήσει να αρθρώσει στην Ελλάδα τον αντίλογο που όλοι οι σοβαροί αναλυτές αποδέχονται ως αυταπόδεικτο στο εξωτερικό.
Η μονολιθική αποδοχή του δόγματος ότι “μια κακή συμφωνία σήμερα είναι το βέλτιστο δυνατόν” αποτελεί επιταγή για την τρόικα εσωτερικού και το τροϊκανικό τόξο στη Βουλή και στα μέσα ενημέρωσης. Η άποψη ότι μια κακή συμφωνία σήμερα θα φέρει τα χειρότερα στο μέλλον απλά δεν επιτρέπεται να ακουστεί.
Προσωπικά έχω κουραστεί να μιλώ για το 2015. Από την άλλη, το 2015 δεν μπορεί να το ξεχάσει η τρόικα. Αυτό που τους νοιάζει δεν είναι τι έγινε το 2015. Το καλοκαίρι του 2015 η τρόικα πέτυχε να μετακυλίσει το μη βιώσιμο χρέος μέσω ενός νέου δανείου που το έκανε ακόμα λιγότερο βιώσιμο, φορτώνοντας παράλληλα το φταίξιμο στον υπουργό Οικονομικών που πάλεψε μέχρι τελευταία στιγμή για να κουρευτεί αντί να μετακυλιστεί.
Το ζητούμενο για τρόικα και εγχώρια ολιγαρχία είναι πώς θα συνεχίσουν σήμερα το ίδιο σενάριο. Πώς να ξαναγίνει το ίδιο, δαιμονοποιώντας την οποιαδήποτε αντίσταση στη συνεχιζόμενη μετακύλιση και διόγκωση του μη βιώσιμου χρέους και την παράλληλη μεταφορά της ευθύνης γι’ αυτό από εκείνους που την επέβαλαν σε εκείνους που τους επιβλήθηκε – στον “ανεπρόκοπο” ελληνικό λαό δηλαδή.
Για να επιτευχθεί όμως αυτό, είναι απαραίτητο να σταματήσει οποιοσδήποτε δημόσιος διάλογος ρίχνει φως στον παραλογισμό των μέτρων, των νέων δόσεων και της συνταρακτικά ασυνάρτητης ιδέας πως η μέγιστη λιτότητα πρέπει να επιβάλλεται στο διηνεκές στην οικονομία με τη μέγιστη ύφεση.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η προσπάθεια των καναλιών της διαπλοκής να καταργούνται τα περιθώρια για λελογισμένο δημόσιο διάλογο. Το παράδειγμα με το ερώτημα δημοσιογράφου για το δημοψήφισμα που προανέφερα είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Αν ο καλός δημοσιογράφος ενδιαφερόταν να γίνει χρήσιμος διάλογος, ίσως να ενδιαφερόταν για τους πραγματικούς λόγους που έκλεισαν οι τράπεζες. Ισως ενδιαφερόταν για το ότι οι τράπεζες θα έκλειναν ανεξάρτητα από το εάν ανακοινώναμε δημοψήφισμα την 26η Ιουνίου ή όχι.
Ίσως ενδιαφερόταν για το ότι η μόνη περίπτωση να μην έκλειναν θα ήταν να έχουμε αποδεχθεί το τελεσίγραφο της τρόικας την 25η Ιουνίου, δηλώνοντας στο Eurogroup εκείνη την ημέρα ότι θα το νομοθετούσαμε στη Βουλή. Ισως ενδιαφερόταν ακόμα να μάθει ότι ήταν αδύνατον να προβώ σε μια τέτοια δήλωση όταν ο κ. Σόιμπλε, μετά από ερώτησή μου, δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν πρόκειται να το περάσει από τη δική του Βουλή.
Ίσως ενδιαφερόταν να μάθει ότι το κλείσιμο των τραπεζών έγινε επειδή είχε προαποφασιστεί ώστε τόσο το ελληνικό όσο και το γερμανικό κοινοβούλιο να εξαναγκαστούν να νομοθετήσουν μέτρα και δάνεια που χειροτέρευαν τη χρεοκοπία της χώρας και μεγέθυναν το κόστος της για ολόκληρη την Ευρώπη.
Όμως το πτωχευμένο μιντιακό σύστημα, που ζει από τις πτωχευμένες τράπεζες και λοιπούς επιχειρηματίες που επιβιώνουν ελέω της τρόικας, ενδιαφέρεται μόνο για ένα πράγμα: Πώς να μην υπάρξει λελογισμένος, εμπεριστατωμένος, διαφωτιστικός δημόσιος διάλογος.
Οταν παραιτήθηκα τη νύχτα του δημοψηφίσματος, το γνώριζα ότι έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα μετά την παράδοση των όπλων από τον πρωθυπουργό. Ηξερα την ανάγκη που θα είχαν για καιρό πολύ, τουλάχιστον έως το 2020, να ποινικοποιηθεί η οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση για τη χρεοδουλοπαροικία μας. Γι’ αυτό είχα δηλώσει ότι θα φέρω ως μετάλλιο τιμής το μένος της τρόικας εξωτερικού και το μίσος του εγχώριου τροϊκανικού τόξου.
Από το 2010 έως σήμερα λέω τα ίδια πράγματα. Πράγματα τα οποία δεν χρειάζεται να είναι κανείς αριστερός ή ιδιαίτερα καλός οικονομολόγος για να τα πει. Ενας σοβαρός νεοφιλελεύθερος, ένας τραπεζίτης του Σίτι, ένας απλός αναλυτής του Bloomberg τα ίδια θα έλεγε:
χωρίς άμεση ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους που να επιτρέπει άμεσα τη μείωση του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1% με 1,5%, άμεσες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, μια δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα και μια δημόσια «κακή» τράπεζα (που θα εκκαθαρίσει τα «κόκκινα» δάνεια), η Ελλάδα δεν θα ανακάμψει.
Αυτή τη συλλογική πρόταση την είχα καταθέσει τον Μάιο του 2015 τόσο στους εταίρους όσο και στο υπουργικό συμβούλιο. Κανείς δεν τη συζήτησε τότε. Κανείς δεν τη συζητά σήμερα – κι ας την αντιγράφουν για εσωτερική κατανάλωση ακόμα και στη Νέα Δημοκρατία.
Αντίθετα, όσο περισσότερο επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις εκείνες και όσο περισσότερο αντιγράφουν τις προτάσεις που κατέθετα το 2015 τόσο αυξάνουν οι κραυγές για παραπομπή μου σε Ειδικό Δικαστήριο.
Από ένα ιστορικό ατύχημα κατέστην αρκετά τυχερός να γίνω το αντικείμενο απέχθειας ενός βαθέος, παράλογου, απάνθρωπου και ανασφαλούς κατεστημένου. Το θεωρώ μεγάλη μου τιμή η οποία μου επιβάλλει μια μεγάλη υποχρέωση: Να αποδεχθώ την πρόκληση του Ειδικού Δικαστηρίου ώστε να ακυρωθεί η επιχείρηση κατάργησης του σοβαρού, λελογισμένου δημόσιου διαλόγου.
Συνεπώς, επειδή ο δημόσιος διάλογος που πρέπει να γίνεται ακυρώνεται στα -και από τα- μέσα “ενημέρωσης”, ζητώ ευθαρσώς τη σύσταση Ειδικού Δικαστηρίου με την κατηγορία ότι, όπως είχα υποσχεθεί προεκλογικά, είπα “όχι” στους δανειστές για άλλο ένα δάνειο υπό όρους που θα βάθαιναν (με μαθηματική ακρίβεια) τη χρεοκοπία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, «όχι» στο δόγμα που κατέθεσε ο κ. Σόιμπλε στο πρώτο Eurogroup όπου εκπροσώπησα την Ελλάδα, σύμφωνα με το οποίο “οι εκλογές δεν επιτρέπεται να αλλάζουν την οικονομική πολιτική μιας χώρας σε πρόγραμμα”, “όχι” σε προτάσεις που ο ίδιος ο κ. Σόιμπλε χαρακτήρισε απαράδεκτες στο Eurogroup.
Για να μην ξεχνάμε, στόχος του παρακράτους της δεκαετίας του 1960 ήταν να φιμώσει οποιαδήποτε αντιφρονούσα προς το βαθύ κράτος φωνή, κινητοποιώντας αγανακτισμένους “υγιείς” πολίτες, που με λοστούς και τρίκυκλα καταργούσαν τον δημόσιο διάλογο.
Οσο μεγάλωναν τα αδιέξοδα ενός καθεστώτος που κατέρρεε τόσο το παρακράτος ενίσχυε την πόλωση, εξωθούσε τους πολίτες στη βία και προετοίμαζε το έδαφος για εκτροπή, συμπεριλαμβανομένων των στρατοδικείων και των εξοριών. Σήμερα, ακριβώς το ίδιο συμβαίνει μέσω των μέσων ενημέρωσης και των διαδικτυακών κοινωνικών μέσων.
Με τη δημοκρατία μας εξευτελισμένη, έχουμε υποχρέωση να κινητοποιήσουμε ίσως το τελευταίο της μετερίζι: τη Δικαιοσύνη. Ρωμαίοι μπορεί να μην υπάρχουν πια στον Τύπο. Αλλά κρίνω πως στα δικαστήριά μας υπάρχουν Σαρτζετάκηδες. Στο Ειδικό Δικαστήριο λοιπόν!»