«99 εισιτήρια»

Διήγημα

 

της Μάτας Παπανικολάου

 

Μόλις κατέβηκε στον πεζόδρομο της Κοραή, πήρε τηλέφωνο τον οδηγό του : «Θωμά καλλίτερα να μην έρθεις, γίνεται χαμός στο κέντρο από τις διαδηλώσεις. Φοβάμαι πως θα μας κτυπήσουν την λιμουζίνα. Καλώς….Θα δω τι θα κάνω». Κοντοστάθηκε για λίγο. Να πήγαινε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» με τα πόδια, ήταν ένα ρίσκο. Κρατούσε στα χέρια του και ένα σωρό φακέλους. Δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί αυτό που γινόταν. Ένα χάος. Δεν θα ήταν άσχημα αν έπαιρνε το ΜΕΤΡΟ. Βέβαια δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του, αλλά μια στάση ήταν μόνο. Βημάτισε αποφασιστικά προς το σταθμό.

Φτάνοντας μπροστά στο ταμείο ακούμπησε τους φακέλους στο πλάι και έβγαλε το πορτοφόλι του. «Καλησπέρα σας, πόσο κοστίζει το εισιτήριο μέχρι το Σύνταγμα παρακαλώ;» Η κοπέλα του χαμογέλασε ευγενικά και απάντησε «Είτε στο Σύνταγμα πάτε είτε στην άκρη της Αττικής που φτάνει το τρένο, μόνο ένα ευρώ στοιχίζει κύριε». Έψαξε για ψιλά, δεν βρήκε τίποτα. Κοίταξε τα χαρτονομίσματά του. Ήσαν των διακοσίων των πεντακοσίων και ένα των εκατό ευρώ. «Δεν έχω πιο ψιλά» είπε ένοχα. Η κοπέλα αναστέναξε «Αν μου περίσσευε θα σας το χάριζα κύριε» Τότε εκείνος της είπε αποφασιστικά : «Δώστε μου παρακαλώ 100 εισιτήρια» και εκείνη με ανακούφιση άρχισε να τα φυλλομετρά. Πριν κάνει μεταβολή την άκουσε να του λέει: «Ένα από αυτά θα το βάλετε στη σχισμή του μηχανήματος και όταν ακούσετε το κρακ, θα το τραβήξετε. Μη το πετάξετε γιατί γίνονται έλεγχοι» Γύρισε της χαμογέλασε και κάνοντας νεύμα την αποχαιρέτησε.

Καθώς κατέβηκε στην αποβάθρα, μια συγκίνηση τον κυρίευσε. Πάνε τόσα πολλά χρόνια, όταν φοιτητής κυνηγημένος από την δικτατορία είχε καταφύγει μαζί με άλλους έλληνες στο Παρίσι. Τότε όχι μόνο κυκλοφορούσε με το ΜΕΤΡΟ αλλά πολλές φορές έβρισκε καταφύγιο στο σταθμό για να γλυτώσει από το τσουχτερό κρύο. Και όσο για την τιμή του εισιτηρίου, όχι μόνο την γνώριζε αλλά του ήταν και ένας καθημερινός εφιάλτης η εξασφάλιση των λιγοστών κερμάτων. Σήμερα διευθύνων σύμβουλος μια πολυεθνικής, αγνοούσε τα μέσα μαζικής κυκλοφορίας σαν κάτι που δεν τον αφορούσε στο ελάχιστο, όπως η τιμή της φρατζόλας, του γάλατος, οι ουρές στις δημόσιες υπηρεσίες και ένα σωρό άλλες άχρηστες πληροφορίες. Η φωτεινή επιγραφή πληροφορούσε πως ο συρμός θα κατέφτανε στην αποβάθρα σε ένα λεπτό.

Φτάνοντας στο σταθμό στο Σύνταγμα αισθανόταν το χέρι του μουδιασμένο από το βάρος των φακέλων. Προχωρούσε προς την έξοδο όταν είδε την πόρτα του ανελκυστήρα. Καλλίτερα να ανέβω με το ασανσέρ, σκέφτηκε. Πλησιάζοντας διάβασε την επιγραφή:

ΟΙ ΑΝΕΛΚΙΣΤΗΡΕΣ ΠΡΟΟΡΙΖΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΑΤΟΜΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ
ΚΙΝΗΤΗΚΟΤΗΤΑΣ

«Αυτός είσαι» είπε στον εαυτόν του, εγκλωβισμένος καθώς ήταν από το βάρος των φακέλων. Πάτησε το κουμπί και περίμενε, όταν αισθάνθηκε πως ένα καρότσι πίσω του φρέναρε απότομα και ετοιμαζόταν να κάνει μεταβολή. Γύρισε και είδε μια καθαρίστρια που έσερνε το καρότσι με τα σύνεργα του καθαρισμού. «Ανεβείτε εσείς, θα ανέβω εγώ μετά» τον καθησύχασε με ένα χαμόγελο. «Ελάτε μαζί μου, τέτοιο χάος που επικρατεί σήμερα μια επιπλέον παρατυπία δεν βλάπτει» της είπε και αφήνοντάς την να περάσει πρώτη την ακολούθησε. Πάτησε εκείνη το κουμπί και δεν πρόλαβε ο θάλαμος να ανυψωθεί ούτε για τρία μέτρα όταν μετά από ένα αναιμικό τράνταγμα, ακινητοποιήθηκε. Ακούμπησε αυτός τους φακέλους στο δάπεδο και άρχισε να πατά τα κουμπιά. «Συμβαίνει αυτό συχνά» ρώτησε «Τρία χρόνια που εργάζομαι εγώ εδώ δεν έχει συμβεί, και ούτε έχω ακούσει να έχει συμβεί άλλοτε» είπε εκείνη. Πάτησε επίμονα το σήμα κινδύνου και περίμενε κάποιος να του μιλήσει. «Είμαστε εγκλωβισμένοι» είπε στην άγνωστη φωνή. Ακολούθησε τις οδηγίες της φωνής και πατούσε εναλλάξ τα κουμπιά για ξεμπλοκάρισμα του θαλάμου. Όταν κατάλαβε ότι από μόνος του δεν μπορούσε να βοηθήσει, αποφάσισε να υπακούσει στην υπηρεσιακή οδηγία: ΑΝΑΜΕΙΝΑΤΕ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΑΠΑΡΑΊΤΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Έβγαλε έναν αναστεναγμό και άθελά του έφερε στο νου τις ψεύτικες δικαιολογίες που έδινε στη γυναίκα του, όταν καθυστερούσε να γυρίσει σπίτι, από τα ραντεβού με την νεαρή του ερωμένη. «Δεν θα το πιστέψεις» της έλεγε «Κλείστηκα στο ασανσέρ της εταιρίας. Περίμενα περισσότερο από μια ώρα» και άλλοτε πάλι «Θα απολύσω τον συντηρητή, πάλι κλείστηκα για δυο ώρες αυτή τη φορά». Και πάντα ακολουθούσε τις συμβουλές του κουμπάρου του. «Στα ψέματα να αποφεύγεις τις λεπτομέρειες, είναι δείγμα ότι τις επινοείς, η αλήθεια είναι μία και εμπεδομένη και δεν χρειάζεται να αποδειχτεί». Γύρισε τη ματιά του στο καροτσάκι με τα μπουκάλια, του θύμιζε αυτό που είχαν οι νοσοκόμες όταν έρχονταν να του αλλάξουν την πληγή. «Η κάθε επιφάνεια έχει και το δικό της καθαριστικό» είπε με επαγγελματισμό η καθαρίστρια και συνέχισε «Δεν καθαρίζεις τα αλουμίνια με το ίδιο που είναι για τα λάστιχα, ούτε τα τζάμια με το ίδιο που είναι για τους τοίχους. Στην αρχή τα μπέρδευα, τώρα όμως τα βρίσκω και με κλειστά τα μάτια που λένε. Δόξα σοι ο Θεός» «Που δεν τα μπερδεύεις;» τη ρώτησε χαμογελώντας. «Όχι, που έχω σταθερή δουλειά. Τόσα στόματα από εμένα περιμένουν». Προτίμησε να μη της κάνει ερωτήσεις γιατί θα έπεφταν βροχή οι απαντήσεις. Όμως εκείνη τις πρόλαβε όλες, πιθανές και απίθανες. «Με άφησε ο άνδρας μου με τρία μικρά παιδιά. Καθάριζα σπίτια, σκάλες, γραφεία για να τα φέρω βόλτα. Η κόρη μου αγάπησε ένα παλικάρι. Μάνα είμαι έγκυος, μου είπε μια μέρα. Εγώ είμαι εδώ, της απάντησα. Τους πάντρεψα, γεννήθηκε το εγγόνι και το παλικάρι είναι φαντάρος τώρα. Κόρη και εγγόνι τους έχω σπίτι. Δόξα σοι ο Θεός που έχω αυτή τη δουλειά» είπε και σταυροκοπήθηκε για άλλη μια φορά. «Θα αργήσουμε πολύ» ρώτησε εκείνος «Και εγώ βιάζομαι» το πληροφόρησε, για να του δείξει πως δεν ήταν ο μόνος. «Να, κοιτάξτε» του είπε κάποια στιγμή και έβγαλε από την τσέπη της ένα κουρελιασμένο χαρτί. «Είναι λογαριασμός της Εθνικής. Πρέπει να προλάβω πριν κλείσουν οι Τράπεζες, πρέπει να καταθέσω το επίδομα της άδειάς μου στο λογαριασμό του κυρ-Παναγιώτη. Είναι καθαριστής και αυτός, στη νυχτερινή βάρδια τα μεσάνυχτα. Το εγγονάκι του πρέπει να χειρουργηθεί, έχει πρόβλημα στην καρδούλα του και πρέπει να πάει στην Αμερική» είπε με μιαν ανάσα αναστενάζοντας βαθιά. Κοιτάζοντάς την σκέφτηκε πως οι απλοί άνθρωποι μοιράζουν τις λιγοστές τους οικονομίες με την ίδια ευκολία που μοιράζονται τις απλές σκέψεις τους. «Κύριε» είπε κοιτώντας τον ντροπαλά. «Αφού εγώ, μια απλή καθαρίστρια, βιάζομαι να κάνω μια κατάθεση, φαντάζομαι εσείς που είστε σπουδαίος πόσες καταθέσεις θα βιάζεστε να κάνετε». Χαμογέλασε θλιμμένα αναλογιζόμενος πως η συνάντηση που είχε να κάνει, αφορούσε στις απολύσεις προσωπικού.

Ένα τράνταγμα της καμπίνας και μετά αυτή κινήθηκε απαλά και καθοδικά μέχρι που ακινητοποιήθηκε τελείως και άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες. Πρώτη βγήκε η καθαρίστρια σέρνοντας το καροτσάκι και πίσω της φορτωμένος με τους φακέλους εκείνος. «Δυο λεπτά» της είπε όταν την είδε να είναι έτοιμη να απομακρυνθεί. «Δώσε μου το χαρτάκι με το λογαριασμό της Τράπεζας». Πήρε στα χέρια του το μακροσκελές νούμερο και το αντέγραψε πάνω σε έναν από τους φακέλους. «Σας ευχαριστούμε κύριε» είπε εκείνη λάμποντας από χαρά. Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ όταν τον άκουσε να βηματίζει δίπλα της. «Ξέχασα κάτι» της είπε, και της έβαλε στην τσέπη της ποδιάς της, το ματσάκι με τα ενενήντα εννέα εισιτήρια.-

Παπανικολάου, Σταματίνα

Η Μάτα Παπανικολάου γεννήθηκε κοντά στην πλατεία Συντάγματος και μεγάλωσε κοντά στην πλατεία Εξαρχείων. Εργάστηκε για αρκετά χρόνια στην εκπαίδευση ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις πωλήσεις. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από πενήντα διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Έχει γράψει τα βιβλία: “Βροχή αστεριών”, “Μη δεις το μάραθο για άνηθο” και “Τα μυστικά ταξίδευαν ανεμπόδιστα”.

Σχόλια

σχόλια