Ποιήματα για το 1821
Θούριος
(Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής)
{απόσπασμα}
Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.
Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι αν σταθής,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.
Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,
Kι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι’ ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.
Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι’ Aγάδες, με άδικον σπαθί.
Kι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,
Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.
Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Oι νόμοι νάν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.
Γιατί κ’ η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
Nα ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,
Aς πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
*
Το Ελληνόπουλο
(Βίκτωρ Ουγκώ σε μετάφραση Κωστή Παλαμά)
Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μες την αφάνταστη φθορά.
-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει
μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά
τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!
*
Επέσανε τα Γιάννενα
(Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)
Επέσανε τα Γιάννενα, σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε νυστάζει,
κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει.
Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο , το μάτι δε γνωρίζει
ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο.
*
Η Νίκη (Κωστής Παλαμάς)
Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,
στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε κι έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε νεράιδες, ήρωες, θεοί.
Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο κι ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,
Είδα τη Νίκη τη μεγάλη, τη Νίκη τη παντοτινή,
την είδα εμπρός μου να προβάλλει με φορεσιά ολοφωτεινή.
…