Αγάπη, σε χάιδευα και με έγδερνες. Πως τόλμησες;
Δε μου κάνει εντύπωση.
Ό,τι πίστεψα με πρόδωσε, ό,τι κράτησα με άφησε, ό,τι πάλεψα με νίκησε. Ό,τι θέλησα με αρνήθηκε, ό,τι αγάπησα με πλήγωσε, δεν μου κάνει εντύπωση.
Τώρα που μπορώ να επιστρέφω ως πρώην θύμα στον τόπο του εγκλήματος, χωρίς να φοβάμαι μήπως οι αναμνήσεις βγάλουν μαχαίρια και μου επιτεθούν, παίζω την κάθε σκηνή σε επανάληψη με το νου καθαρό, παρατηρώ τις στιγμές με τα μάτια στεγνά.
Εξετάζω τους θύτες μου, όλοι έχουν κι από ένα όνομα, μια ταυτότητα, δραματικό ρόλο στις εξελίξεις, μα το πρόσωπό τους δεν μπορώ να το διακρίνω, είναι πάντα θολό.
Δε μου κάνει εντύπωση.
Θολό ήταν και το βλέμμα τους, βουβά τα λόγια τους, οι υποσχέσεις τους κενές. Έρχονταν άδειοι και έφευγαν γεμάτοι, κι εγώ έδινα, έδινα και νόμιζα πως γέμιζα όσο κι αυτοί. Όμως όχι. Δεν γεμίζει το κενό με κενό, μόνο τα διάφανα βλέμματα κοιτάζουν στ’αλήθεια, τα λόγια έχουν φωνή και οι υποσχέσεις αξία.
Βλέπω κομμάτια από την καρδιά μου σκορπισμένα στα σημεία.
Θυμώνω. Το θάρρος που δεν είχα τότε, τώρα μου περισσεύει. Τους πιάνω έναν-έναν από το γιακά και τους ανακρίνω.
Γιατί;
Φίλε, εγώ στερούμουν για να έχεις κι εσύ με έκλεβες.
Αγάπη, σε χάιδευα και με έγδερνες.
Άνθρωπε, σε σεβόμουν και με χλεύαζες
Όνειρο σε έστηνα και με γκρέμιζες.
Πώς τολμήσατε;
Δεν απάντησε κανείς. Δεν μου έκανε εντύπωση, σκιές ήταν, πρόσωπα θολά, δεν μιλάνε οι σκιές. Τίναξα τα χέρια μου από πάνω τους και τους άφησα να σωριαστούν πάνω στα λάφυρά τους. Και μόνο τότε, όταν άρχισα να μαζεύω την καρδιά μου κομμάτι-κομμάτι από τη λεία τους, τότε άρχισε να διακρίνεται η μορφή τους – κι αν κάτι μου έκανε εντύπωση, ήταν που μου έμοιαζαν τόσο.
Γιατί ό,τι πίστεψα δεν με πίστεψε, ό,τι κράτησα δεν με κράτησε, ό,τι πάλεψα δεν πάλεψε για μένα. Ό,τι θέλησα, δεν με θέλησε το ίδιο κι ό,τι αγάπησα, δεν με αγάπησε αρκετά. Κι όσο αρνούμουν να το δω, όσο επέμενα να μοιράζω την καρδιά μου στο κενό, γινόμουν από θύμα, ο μεγαλύτερός μου θύτης.
Ένας θύτης που δεν θα επέστρεφε ξανά στον τόπο του εγκλήματος.