Aληθινός εραστής του συναισθήματος είναι πάντα το θάρρος.

Την παρατηρούσε να κλαδεύει το μικρό bonsai στην άκρη του παραθύρου.

Τα γεμάτα ρόζους χέρια της απολάμβαναν τη διαδικασία χωρίς να δείχνουν την πρόθεση να σταματήσουν σύντομα.

 —Τι τρέχει πιο γρήγορα, η σκέψη ή η καρδιά;, τη ρώτησε αφήνοντας τoυς προβληματισμούς της νιότης εκτεθειμένους στην πείρα του χρόνου.

 Στο άκουσμα της ερώτησης άφησε ένα χαμόγελο να φέρει τις ρυτίδες του προσώπου της πιο κοντά χωρίς να γυρίσει το βλέμμα προς την εγγονή της παρόλο που ήξερε πως εκείνη είχε το δικό της καρφωμένο πάνω της.

 —Γιατί τρέχουν; απόρησε δήθεν αδιάφορα θέλοντας να περιπαίξει τη σοβαρότητα της ερώτησης.

—Για να φτάσουν στον έρωτα, το αντικείμενο της επιθυμίας, τη πηγή της συναισθηματικής έντασης, απάντησε ανυπόμονα προσμένοντας με αγωνία την αντίδραση.

— Μα ο έρωτας δεν είναι ο προορισμός, απάντησε χωρίς να σταματήσει την ασχολία της. Είναι η διαδρομή, το ταξίδι. Προορισμός είναι η αγάπη, η αίσθηση πως κάποιος άνθρωπος που πέρασε από τη ζωή σου άφησε το δικό του αποτύπωμα στους χάρτες της καρδιάς.

 Πώς μπορεί να πιστεύει κανείς πως ο έρωτας είναι το ζητούμενο; Ο έρωτας είναι το απαιτούμενο, η προϋπόθεση για να μπει κάποιος στην καρδιά και να διεκδικήσει ένα κομμάτι της. Είναι η σφοδρότητα που προσπαθεί ν’ ανοίξει την πόρτα, η δύναμη που παραμερίζει εμπόδια για να φτάσουν οι εραστές στα βάθη της. Δεν τρέχει η καρδιά στον έρωτα αλλά ο έρωτας σ’ εκείνη. Η σωστή ερώτηση, λοιπόν, είναι τι τρέχει πιο γρήγορα, η λογική της σκέψης ή ο παραλογισμός του συναισθήματος.

—Έστω, συμφώνησε φανερά απογοητευμένη επειδή δεν είχε λάβει μια ξεκάθαρη απάντηση. Έστριψε το κεφάλι προς την πολυθρόνα που καθόταν η εγγονή της , έχοντας τα πόδια πάνω στο μπράτσο της. Τα κουνούσε νευρικά και έπαιζε αμήχανα με τα μαλλιά της. Ήταν εμφανές πως κάτι την απασχολούσε έντονα. Άφησε το μικρό κλαδευτήρι πάνω στο περβάζι και προχώρησε προς το μέρος της. Κάθισε στον καναπέ ακριβώς απέναντι της και την κοίταξε διερευνητικά.

—Νεαρή μου, της είπε με διάθεση νουθεσίας, αν δεν κάνεις τις σωστές ερωτήσεις, δεν θα λάβεις πότε τις σωστές απαντήσεις. Το ίδιο, βεβαίως ισχύει και για όσα κάνεις. Αν δεν πράττεις αυτά που πράγματι θέλεις, δεν θα λάβεις ποτέ την αντίδραση που επιθυμείς. Δεν γίνεται να ζητάμε απαντήσεις χωρίς να είμαστε οι ίδιοι έτοιμοι να δώσουμε τις δικές μας, ούτε να θέλουμε να δούμε πράξεις όταν εμείς από τη μεριά μας τις κρατάμε πίσω.

—Βρε, γιαγιά, να μου απαντούσες μια φορά ευθέως με την πρώτη και τι στον κόσμο!

—Νομίζεις πως αν εγώ σου απαντήσω, θα βρουν το δρόμο τους οι προβληματισμοί σου, θα ηρεμήσουν οι σκέψεις σου και θα ξεμπερδευτεί το κουβάρι των συναισθημάτων που πλέκει μέσα σου αυτό ή καλύτερα αυτός που σε παιδεύει;

Σταμάτησε ό,τι έκανε και κοίταξε τη γιαγιά της με το στόμα ανοιχτό.

—Δεν… Κανένας δεν με παιδεύει, ψέλλισε, αν και ήξερε πως δεν έπειθε ούτε εκείνη ούτε τον εαυτό της.

Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο και ταξίδεψε στην πηγή του διλλήματος της. Η γιαγιά της δεν μίλησε. Γνώριζε πολύ καλά τη μάχη που έδιναν η λογική και το συναίσθημα μέσα της και την άφησε να το βιώσει όπως έπρεπε. Κάποιοι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι, σχεδόν αναγκαίοι. Πρέπει να λαμβάνουν χώρα. Να χρήζεται νικητής, να υπάρχει ηττημένος. Να κερδίζει είτε η λογική είτε το συναίσθημα. Γιατί, στους μεγάλους έρωτες, αυτά τα δυο δεν πορεύονται παρέα. Πάντα κάποιο έχει προβάδισμα.

 — Τελικά, δεν μου απάντησες, ρε γιαγιά, τη ρώτησε ξεφυσώντας.

Τι τρέχει πιο γρήγορα, η λογική ή το συναίσθημα;
—Η λογική όταν δειλιάζει πολύ μπροστά στο συναίσθημα και τρέχει να γλιτώσει και το συναίσθημα όταν δεν φοβάται αρκετά απ’ όσα προστάζει συχνά η λογική και τρέχει για να νιώσει.

—Αγώνας δρόμου, λοιπόν; Και κερδίζει ο πιο δυνατός;

—Ο πιο θαρραλέος, μικρή μου. Δυνατοί μπορούν όλοι να γίνουν κάποια στιγμή, όμως αληθινός εραστής του συναισθήματος είναι πάντα το θάρρος. Και πάνω από την ευχαρίστηση του να κερδίζεις τη μάχη είναι το να ζεις τη στιγμή, όχι να τρέχεις μακριά της.

 Στο άκουσμα της προτροπής είδε την εγγονή της να σηκώνεται από την καρέκλα και να πιάνει το τηλέφωνο της. Πήγε στην άκρη του παραθύρου και με τις άκρες των δακτύλων της χάιδευε τα φύλλα του φυτού ενώ μιλούσε χαμηλόφωνα. Δεν προσπάθησε ν’ ακούσει πιο καθαρά.

 Μόνο λίγο πριν κλείσει, όταν εκείνη ύψωσε ελαφρά τον τόνο της φωνής της, την άκουσε να λέει αποφασιστικά: «Θα ‘ρθω. Θέλω τη στιγμή. Εκείνη ό,τι θέλει ας φέρει». Σηκώθηκε από τον καναπέ γεμάτη ευχαρίστηση. Ο χρόνος της είχε διδάξει αυτό που εκείνη προσπαθούσε να περάσει στη νεότερη γενιά .

Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ρισκάρουν για τη στιγμή, τόσο ο έρωτας θα δημιουργεί ευκαιρίες για καινούργιες. Και όσο κι αν το συναίσθημα και η λογική συναγωνίζονται για το αν θα σωθούν ή αν θα ζήσουν, ο έρωτας θα είναι πάντα εκείνος που κόβει το νήμα του τερματισμού.

 Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα

Σχόλια

σχόλια