Άλλο ένα μεθυσμένο «σ’ αγαπώ” από εκείνα, τα δικά μας
Σ’ αγαπώ και στο λέω τώρα που το αλκοόλ δεν έφυγε ακόμα από το αίμα μου, όπως ακριβώς δεν έφυγες κι εσύ πότε. Σ’ αγαπώ και στο λέω τώρα, γιατί αν δε στο πω και τώρα θα με πνίξει, δε θα σου το πω πότε.
Αργάμιση και κάτι!
Μπαίνω ζαλισμένος στο άδειο αυτό δωμάτιο που θα φιλοξενήσει το μισό μου σώμα μέχρι να ξημερώσει. Ρίχνω μια τελευταία μάτια στο είδωλο μου στον καθρέφτη και στο κατακόκκινο ταλαιπωρημένο μου βλέμμα, μετράω μια – μια όλες τις τρέλες που έχω κάνει για σένα. Δεν λέω να βάλω μυαλό τελικά, ξεπερνάω τον εαυτό μου κάθε φορά μαζί σου.
Καταρρέω στο κρεβάτι, κλείνω τα βάρια μου μάτια και χάνομαι στην ψευδαίσθηση πως σε κρατώ και πάλι σφιχτά στην αγκαλιά μου. Ναρκώνομαι με τη γεύση του φιλιού που μου έδωσες λίγο πριν και εισπνέω τη μυρωδιά σου παντού. Ταξιδεύω για λίγο αγκαλιά με την απουσία σου, κι εκεί, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, παλεύω να διώξω τη σκέψη πως χαράζει κιόλας η ημέρα της επιστροφής μου.
Άλλη μια τρέλα μου έφτασε στο τέλος της. “Ποτέ δεν θα είναι τα πράγματα μεταξύ μας εύκολα”, μου το είπες κι εχθές κι εγώ συμφώνησα. Δε σταμάτησε από εκείνη τη στιγμή να αντηχεί αυτή η φράση στο μυαλό μου.
Μαζεύω τα κομμάτια του κατάκοπου εαυτού μου και βγαίνω στο μπαλκόνι να αφουγκραστώ για λίγο τη χαραυγή. Μήπως κι έτσι καταφέρω να συνέρθω.
Εκεί είσαι και πάλι. Στον Ήλιο που δειλά – δειλά ξεπροβάλλει από τη Θάλασσα, στο δροσερό αυτό αεράκι που τόσο ψυχρά με προσγειώνει στην ωμή πραγματικότητα, στο κελάηδισμα των πουλιών, σε όλα!
Άξιζε τελικά τον κόπο άραγε; Οδηγούσα δώδεκα ώρες για ένα σου φιλί και μόνο. Για λίγα δευτερόλεπτα αγκαλιά σου μέσα στο ασανσέρ, σαν τον κλέφτη. Και δεν είναι η κούραση. Δεν είναι η αϋπνία και η τόση ταλαιπωρία. Αυτά μου έχουν γίνει ρουτίνα από τότε που σε γνώρισα.
Η πικρή αυτή γεύση από το χθεσινοβραδινό αλκοόλ είναι. Είναι αυτά τα πρώτα, τα νηφάλια ερεθίσματα μετά από κάθε μεθύσι, που τόσο κυνικά μου υποδεικνύουν πως όσο κι αν η ζωή προχώρησε, εγώ είμαι ακόμη εδώ και περιμένω.
Εδώ, να δίνω ζωή στο δικό σου παραμύθι. Να δίνω ανάσες στην συμβιβασμένη σου καθημερινότητα. Να στερώ ζωή απ’ το “τώρα” μου και να θρέφω ένα πιθανό δικό μας “αύριο” υπό προϋποθέσεις.
Είναι η αίσθηση αυτή κάθε χαμένης μάχης με τον ίδιο μου τον εαυτό, που μου μαρτυρά πια κατάμουτρα πως με κάποιον τρόπο πρέπει να προχωρήσω επιτέλους παρακάτω.
Είναι αυτό το γαμημένο “Σ’ αγαπώ”, που ακόμα κι αν σταμάτησα να στο λέω, ακόμα κι αν ο καιρός πέρασε από επάνω μας αφήνοντας τα σημάδια του, αυτό δε ξεθύμανε πότε από μέσα μου.
Σ’ αγαπώ κορίτσι μου…
Σ’ αγαπώ και στο λέω τώρα που το αλκοόλ δεν έφυγε ακόμη από το αίμα μου, όπως ακριβώς δεν έφυγες κι εσύ πότε. Σ’ αγαπώ και στο λέω τώρα, γιατί αν δε στο πω και τώρα θα με πνίξει, δε θα σου το πω πότε.
Σ’ αγαπώ γιατί μόνο η δίκη σου τρέλα κατάφερε να ταιριάξει με τη δική μου και να με κάνει να νιώσω το κάτι παραπάνω.
Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ γιατί ήσουν ο τελευταίος άνθρωπος που με έκανε να πιστέψω στο αντισυμβατικό, στο άπιαστο, και ας με απογοήτευσες ένα σωρό φόρες από τότε.
Σ’ αγαπώ γιατί μαζί σου έχω κάτι να περιμένω. Κάτι να ονειρεύομαι και σε κάτι να ελπίζω. Γιατί μου έμαθες να ζω, να ακροβατώ και να επιβιώνω σε έναν κόσμο άνισο, ρεαλιστή και αιμοβόρο.
Σε αγαπώ γιατί ήσουν το τελευταίο όνειρο που έκανα και αν θέλω να παραμείνω ζωντανός, πρέπει να το κρατήσω ζωντανό κι αυτό με κάθε τρόπο.
Καλό σου ξημέρωμα κορίτσι μου! Πρέπει να πηγαίνω.
Χατζηκυριάκου Παντελής