Αργησες..
Ως πότε θα αναζητώ τα μάτια σου ανάμεσα σε τόσα άλλα; Μέχρι πότε θα σου δίνω σώμα και μορφή κι εσύ θα με διαψεύδεις; Ως πότε θα σκορπώ τον εαυτό μου δεξιά κι αριστερά, αναζητώντας το απάνεμο λιμάνι σου, μαζεύοντας στο τέλος τα κομμάτια της ψυχής μου από το πάτωμα και πάλι ένα – ένα;
Και αν με ρωτήσεις τι θυμάμαι από χθες το βράδυ, δε θα μπορέσω να σου πω και πολλά πράγματα. Καπνός πυκνός, φώτα θολά, πολύχρωμα ποτήρια και η ζάλη της απογοήτευσης να σκοτεινιάζει τα πάντα γύρω μου.
Λίγο μετά με θυμάμαι στη θάλασσα. Εκεί, στα δικά μας τα μέρη. Να μετράω στους κόκκους της άμμου λάθη και αναποδιές και να αφουγκράζομαι τον ήχο της απουσίας σε κάθε της κύμα. Ναυάγιο σωστό.
Τέλος, με θυμάμαι τα χαράματα να ψάχνω την κλειδαρότρυπα.
Ανοίγοντας την πόρτα, μια αποπνικτική αίσθηση μοναξιάς με κατέβαλε. Άρχισα και πάλι να βυθίζομαι σε αυτή την τόσο γνώριμη πια ησυχία, και το σκοτάδι, πυκνότερο από ποτέ ήρθε και με αγκάλιασε, με τύλιξε ολόκληρο.
Αυτή η τελευταία πληγή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Δεν έχει σημασία το αν πόνεσα, το αν διήρκησε λίγο ή πολύ, δεν έχει καν σημασία το αν πρόλαβα να αποκτήσω προσδοκίες.
Το μόνο που έχει σημασία, είναι πως δεν αντέχω άλλο.
Βλέπεις, δεν είμαι πια μικρός. Δεν έχω τις αντοχές που είχα κάποτε. Τότε που σκούπιζα τα ματωμένα γόνατά μου και ξανασηκωνόμουν. Όταν ακόμα έβρεχα τους γδαρμένους μου αγκώνες κι έλεγα “δεν πειράζει”. Αυτό το τελευταίο χτύπημα, απλά με γονάτισε.
Που είσαι πια; Άργησες πολύ, το ξέρεις; Πότε σκοπεύεις να φανείς;
Ως πότε θα αναζητώ τα μάτια σου ανάμεσα σε τόσα άλλα; Μέχρι πότε θα σου δίνω σώμα και μορφή κι εσύ θα με διαψεύδεις; Ως πότε θα σκορπώ τον εαυτό μου δεξιά κι αριστερά, αναζητώντας το απάνεμο λιμάνι σου, μαζεύοντας στο τέλος τα κομμάτια της ψυχής μου από το πάτωμα και πάλι ένα – ένα;
Έχω επιτέλους κι εγώ την ανάγκη να αράξω κάπου, να αγκυροβολήσω. Κουράστηκα να θαλασσοδέρνομαι. Κουράστηκα να πηγαίνω όπου με πάει το κύμα. Κουράστηκα να αναζητώ τη μοναδική στεριά σου σε μια μονίμως φουρτουνιασμένη θάλασσα, και στο τέλος, να ναυαγώ ξανά στο ίδιο πουθενά μου. Ήρθε η ώρα να δέσω κι εγώ κάπου.
Δεν ξέρω αν χάθηκες λοιπόν στην διαδρομή. Δεν ξέρω αν ήρθες κι έφυγες. Δεν ξέρω καν αν σε έδιωξα από μόνος μου. Ξέρω όμως ότι η υπομονή μου εξαντλήθηκε, μαζί με τα όποια περιθώρια.
Ξέρω πως τα χρόνια περνούν. Περνούν αμείλικτα. Μικρές ρυτίδες χαράχτηκαν στις άκρες των ματιών μου, οι πρώτες ζάρες αποτυπώθηκαν στο μέτωπό μου και αυτό το δόλιο βλέμμα μου, όσο πάει και σκοτεινιάζει.
Έλα λοιπόν, μην αργείς άλλο. Έχω μια ζωή να μοιραστώ μαζί σου, έναν κόσμο ολόκληρο να σου χαρίσω. Έναν κόσμο που τον έφτιαχνα λίγο – λίγο, νύχτα και μέρα όλα αυτά τα χρόνια, και τον φυλώ μόνο για εσένα.
Καλή και η μοναξιά, δεν λέω. Δεν συνηθίζεται όμως.
Έλα και σε περιμένω.
Χατζηκυριάκου Παντελής