Ένα αστείο χαζό εγώ χωρίς εσένα
– Ημέρα απροσδιόριστη. Ώρα μηδέν. Δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν ξέρω αν είναι πρωί ή βράδυ. Δεν ξέρω τι εποχή έχουμε, ποια χρόνια διανύουμε. Θαρρώ όμως, πως δεν έχει αλλάξει από τότε που έφυγες.
Έφυγες. Ήταν τότε που πήρα την τελευταία μου ανάσα. Λίγο πριν. Λίγο πριν φύγεις, ζούσα. Ήταν τότε που είχα δει την τελευταία ηλιόλουστη μέρα. Λίγο πριν παγώσει το χαμόγελο στα χείλη μου. Λίγο πριν φύγεις, υπήρχα θυμάμαι.
– Σήμερα είναι Τετάρτη. Σαν κι εκείνη την αναπάντεχη ημέρα που σε έστειλε ο Θεός μπροστά μου.
Πώς αλλάζουν οι καιροί…
Εκείνη τη νύχτα είχαν ανοίξει οι ουρανοί μα απόψε… Απόψε, χαρά Θεού μα μέσα στην ψυχή μου, τα φουρτουνιασμένα της κύματα δεν αφήνουν χώρο να αναπνεύσω. Κάποτε σε φώναζα «αναπνοή μου» μα σήμερα είσαι εκείνο που θέλω να αποφύγω. Ένας θάλαμος αερίων που με σκοτώνει με πνιγμό, λεπτό προς λεπτό.
– Υπήρχα. Τώρα υπάρχει μόνο η σκιά μου. Μια θλιβερή σκιά που με βαραίνει. Μαύρη κι αυτή, όπως ο κόσμος γύρω μου. Μα ποιος κόσμος; Όλοι κι όλα ένα γελοίο τσίρκο που προσπαθεί να μου αποσπάσει ένα χαμόγελο μα εγώ δεν μπορώ ούτε να μειδιάσω. Η έλλειψη σου πονάει κάθε κύτταρο του κορμιού μου, υποφέρω ως τα σωθικά μου κι η ψυχή μου κουλουριασμένη σαν παρατημένο παιδί, κλαίει σιωπηλά. Υποφέρω. Θέλω να ουρλιάξω μα παραμένω σιωπηλή σε ένα σπίτι που έχει πια ερημώσει. Από τους τοίχους του ακούγονται τα Κυριακάτικά μας γέλια και σε κάθε γωνία του σε βλέπω ολοζώντανο μπροστά μου με εκείνο το βλέμμα το παιδικό να με καλημερίζεις.
Δεν υπάρχεις πια… Δεν υπάρχεις.
– Θα υπάρχω για πάντα.
Μια σκυμμένη σκιά που, συνεχώς, κάτι θα ψάχνει στα τετραγωνικά σου. Αυτό το κάτι που της διέφυγε σε όλη αυτήν την οφθαλμαπάτη.
Δε με χώρεσες ποτέ στα μέρη σου.
Δεν γεύτηκα ποτέ το καλοκαίρι σου.
Πάντοτε, σταματούσα σε μιαν Άνοιξη, περιμένοντας την αφορμή να ανοίξω και το τελευταίο κομμάτι της καρδιάς μου. Εκείνο που θα σε έκανε να ανακαλύψεις πόσο ανάγκη σε είχα.
Ποιο κομμάτι μου να συμμαζέψω;
Ποιο λάθος να διορθώσω;
Μοιάζουμε με ένα άλυτο πρόβλημα που δεν του δόθηκαν δεδομένα.
Μια λύση που δεν υπάρχει, δεν την ψάχνεις.
Δε με ψάχνεις πια. Δε με ψάχνεις.
– Σε ψάχνω τα βράδια μέσα στον ύπνο μου. Με τα ακροδάχτυλά μου ψηλαφίζω τη μεριά σου. Άδεια κι αυτή, κενή σαν το κενό που έχω στη θέση της καρδιάς. Ένα μεγάλο -τέλεια- σχηματισμένο κενό. Δεν τους αντέχω που γελάνε.
Μισώ τις γιορτές, τις χαρές, τα ευτυχισμένα πρόσωπα. Δεν τους αντέχω σου λέω. Λείπεις και τίποτα δεν έχει νόημα. Κάθε χαρά είναι αληθινή μόνο αν έχει την εικόνα σου. Κάθε γέλιο είναι πραγματικό μόνο αν έχει τον ήχο της φωνής σου. Δεν θέλω να με ακουμπάει κάνεις όπου με ακούμπησες, δε θέλω να μ’ αγαπάει κανείς άλλος εκτός από σένα, δε θέλω να μου μιλάει οποιοσδήποτε δεν είναι εσύ, δεν θέλω να ζω αν δεν ζω μαζί σου.
Πονάω, απελπίζομαι κάθε λεπτό που περνάει και δεν έρχεσαι κι όλο πάω να κρεμαστώ από μιαν ελπίδα που κι εκείνη σπάει, δεν αντέχει το βάρος των πόνων μου. Ρημάζω μέσα μου, τσακίζομαι εντός μου. Αν μπορούσες να δεις στο μυαλό μου. Ένα βομβαρδισμένο τοπίο που δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο εκτός από εσένα.
Να γύριζες. Να με έπαιρνες μια αγκαλιά να μην κρυώνω, να μη φοβάμαι, να σταματήσει το τρέμουλο αυτό που με ταλαιπωρεί τόσα βράδια τώρα. Μια δυνατή αγκαλιά από εκείνες που με έκανες όταν έκλαιγα τις νύχτες, μετά από ένα κακό όνειρο. Κακό όνειρο. Πες μου πως είναι κακό όνειρο που δεν σε έχω.
Δεν σε έχω πια. Δεν σε έχω…
– Σε είχα μέσα στην αγκαλιά μου και σε έχασα. Στα όνειρά μου σε έβαλα και μέσα σε μια νύχτα τράβηξες την κουβέρτα κι έφυγες.
Από ποιο χέρι να πιαστώ που τώρα δεν προσφέρεις;
Ποιο κάλυμμα πλέον θα καλύψει το δικό σου, που στην παγωνιά της νύχτας μου στερείς;
Ας έρθει το όνειρο και πότε μην ξαναφύγει. Ένα όνειρο ποτισμένο σε μιαν αλήθεια με ζωντανούς ήρωες κι όχι στο ψέμα.
Ψέματα. Πες μου πως είναι ψέμα.
Για ένα αστείο μιας Τετάρτης σε φίλησα μα δεν είναι πια αστείο.
Το αστείο είμαι εγώ.
Ένα αστείο χαζό εγώ χωρίς εσένα…
Γράφει η Εύα Κοτσίκου και ο Αντώνης Πουλινάκης