Επτανησιακή καντάδα -αρέκια
Επτανησιακή καντάδα, το δημοφιλέστερο είδος της έντεχνης μουσικής του Ιονίου
Τα Επτάνησα, επηρεασμένα σε όλες τις μορφές της πολιτιστικής τους έκφρασης από τη Δύση, συνεπώς και από τη μουσική της και ιδιαίτερα από εκείνη της Ιταλίας, αποτέλεσαν τον κύριο φορέα δημιουργίας της ελληνικής λόγιας μουσικής. Γέννημα της κοινής ιστορικής τους τύχης, η επιρροή της ιταλικής μουσικής επεκτάθηκε τόσο στη λαϊκή μουσική των Επτανήσων, όσο και στην καντάδα και το λαϊκό τραγούδι.
Η επτανησιακή καντάδα, η οποία ως είδος μπορεί να χαρακτηριστεί ωδικό, αρμονικό, αστικό, διαταξικό, ιδιότυπα επτανησιακό, ήταν μια μορφή αστικού τραγουδιού. Γεννήθηκε μέσα στις ταβέρνες, αρχικά με χαρακτήρα περισσότερο λαϊκό αφού καταπιάστηκε με θέματα της καθημερινότητας, που αφορούσαν το μόχθο της εργασίας και την αγάπη για την πατρίδα. Οι μορφολογικές καταβολές της επτανησιακής καντάδας προέρχονται από το ιταλικό και το γερμανικό χορωδιακό τραγούδι, μια εκλαϊκευμένη παραλλαγή των μελοδραματικών χορικών (corale). Το όνομά της γεννιέται από το ιταλικό ρήμα cantare (τραγουδώ), ενώ κύριο χαρακτηριστικό της αρχικά ήταν η τριφωνία «πρίμο-σεκόντο-μπάσο». Τις πρώτες καντάδες έγραψαν συνθέτες της λεγόμενης Επτανησιακής Σχολής, όπως ο Παύλος Καρρέρ (ή Καρρέρης), ο Διονύσιος Λαυράγκας (Λαλούν τ’ αηδόνια, Λομπαρδιανοί) κ.ά.
Αν και διαδόθηκε ευρέως στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλλονιάς, η καντάδα δεν πέρασε στον αγροτικό πληθυσμό, τα τραγούδια του οποίου (μονοφωνικά με συνοδεία κιθάρας) εξακολούθησαν να εκφράζουν παλαιότερα μουσικά ήθη και να τραγουδιούνται σε γιορτές και κοινωνικές διασκεδάσεις. Αργότερα η καντάδα απέκτησε περισσότερο αστικό χαρακτήρα και πήρε τη μορφή που γνωρίζουμε, δηλαδή της ερωτικής εξομολόγησης κάτω από τα μπαλκόνια. Τα μουσικά όργανα, κιθάρα και μαντολίνο, έπαιζαν πάντα δευτερεύοντα, συνοδευτικό ρόλο και υποτάσσονταν στη φωνή.
Μετά την ένωση των Επτανήσων (1864), αρκετοί από τους μουσικούς που μετοίκησαν από τα Ιόνια νησιά στην Αθήνα άνοιξαν τα πρώτα ωδεία. Μαζί με τις θεωρητικές τους γνώσεις, μετέφεραν την αγάπη για την όπερα και την καντάδα. Η επτανησιακή καντάδα τελικά θα επηρεάσει τα αστικά τραγούδια της πρωτεύουσας και έτσι θα γεννηθεί η αθηναϊκή καντάδα: μετά το 1880 η καντάδα θα εξελιχθεί σε μουσικό είδος ευρύτατης αποδοχής στις ταβέρνες και την παλιά Αθήνα. Με μια κιθάρα, λίγη ρετσίνα και καλή συντροφιά, οι καντάδες πλημμύριζαν τα στενά σοκάκια της Πλάκας.
Παρά την εξέλιξή της όμως, η καντάδα, το αρμονικό αυτό άκουσμα με τη γλυκιά και νοσταλγική μελωδία, δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το κύριο μέσο έκφρασης των ερωτευμένων…