Φεύγοντας, πήρες μαζί σου κι ένα κομμάτι της ψυχής μου
Γιατί ξέρω πια πολύ καλά, πως το παιδί μέσα μου πέθανε τη στιγμή που έκαψες και το τελευταίο απατηλό κύτταρό μου. Το λεπτό εκείνο που η ζάλη απέκτησε μορφή, η πένα μου τη μούσα της και το ζεϊμπέκικό τα βήματά μου. Μεγάλωσα, καθώς το παράπονο και η μοναξιά πήραν τη θέση σου στις νύχτες μου και τη μεριά σου στο κρεβάτι μου.
Και κάπως έτσι, επέλεξα να μείνω εγώ πίσω. Προσκολλημένος σε ένα παλιό ιδανικό, να σηκώνω το βάρος των επιλογών μας. Τόσο όσων κάναμε, όσο κι εκείνων που φοβηθήκαμε. Ερμητικά κλεισμένος σε ένα ρετρό δωμάτιο να αναπαράγω την ιστορία μας στους τέσσερις τοίχους του, ελπίζοντας κάθε φορά πως θα αλλάξει το τέλος της, έστω και λίγο.
Ξέρεις, μου έχει γίνει πια τρόπος ζωής να στριμώχνω λέξεις και συναισθήματα σε αρχεία του word, και κλείνοντας τα να κλείνω και τα μάτια μου σε όσα αφήσαμε στη μέση. Να περιορίζω τις αλήθειες μου σε κόλλες Α4 και να ζω μέσα από αυτές. Να παλεύω με τις λέξεις και να τις αλλάζω θέση και σειρά. Να παίζω με τη διττή τους φύση μήπως κι έτσι καταφέρω να απαθανατίσω το συναισθηματικό κενό που άφησες μέσα μου, όταν μαζί σου πήρες και τα τελευταία υπολείμματα ευαισθησίας μου.
Όταν όμως με ρωτάει κανείς πότε μεγάλωσα, έρχονται τα μάτια σου στη σκέψη μου και θολώνω . Αυτά τα αμαρτωλά όμορφα μάτια που πλήγωσαν την αθωότητά μου και διαχώρισαν το “πριν” από το “μετά” οριστικά. Που με έκαναν να πιστέψω στους δράκους και στα τέρατα, φροντίζοντας όμως παράλληλα και να πάψω να εκπλήσσομαι από τους ανθρώπους.
Γιατί ξέρω πια πολύ καλά, πως το παιδί μέσα μου πέθανε τη στιγμή που έκαψες και το τελευταίο απατηλό κύτταρό μου. Το λεπτό εκείνο που η ζάλη απέκτησε μορφή, η πένα μου τη μούσα της και το ζεϊμπέκικό τα βήματά μου. Μεγάλωσα, καθώς το παράπονο και η μοναξιά πήραν τη θέση σου στις νύχτες μου και τη μεριά σου στο κρεβάτι μου.
Από όλα όμως αυτά, ξέρεις τι με πειράζει περισσότερο; Tο ό,τι δίπλα σε εσένα πρόδωσα κι εγώ όσα ένιωσα. Το ό,τι “έμαθα” να επιστρέφω πλάι σου κάθε φορά που η ζωή με γονατίζει και να ξαποσταίνω. Να απολαμβάνω “κλεφτά” τη χαμένη μας ευτυχία και να συνεχίζω κυνικός και αδιάλλακτος τον δρόμο μου σε αυτό το μονότονο και συμβιβασμένο ταξίδι που επέλεξα.
Κοντά σε εσένα ξέχασα να νιώθω μολύνοντας και τα τελευταία στεγανά μέσα μου. Έμαθα να βολεύομαι σε χλιαρές καταστάσεις και συνήθισα να εκτιμάω, να αναγνωρίζω και να συμπονώ, χωρίς όμως να αισθάνομαι. Αναγκάστηκα να γίνω δυνατός μέσα από τις αδυναμίες μου.
Φεύγοντας λοιπόν, πήρες μαζί σου όλη μου τη διάθεση για ζωή και όνειρα. Έπαψα να εμπιστεύομαι κι εμένα τον ίδιο και σταμάτησα να διεκδικώ, να παρέχω, να δίνω και να δίνομαι. Συνήθισα να ξημερώνομαι δεξιά και αριστερά αρκούμενος στο εφήμερο, γιατί αγάπησα τόσο πολύ τη μοναξιά μου που μου είναι πλέον αδύνατο να την αποχωριστώ.
Χατζηκυριάκου Παντελής