‘Γέρο Ωκεανέ ‘ -Lautreamont
ΓΕΡΟ ΩΚΕΑΝΕ
Γέρο ωκεανέ, ω μεγάλε εργένη, όταν περιοδεύεις την πομπώδη μοναξιά των ψυχρών σου βασιλείων, σωστά περηφανεύεσαι για τη μεγαλοπρέπειά σου την έμφυτη και για τους αληθινούς επαίνους που με βιασύνη θέλω να σου κάνω. Ταλαντευόμενος με ηδονή από τα μαλακά απονέρια του αργοπορημένου μεγαλείου σου που είναι το πιο επιβλητικό από τα προτερήματα που σου χάρισε ο δημιουργός, ξετυλίγεις, στη μέση ενός σκοτεινού μυστηρίου, πάνω σε ολόκληρη τη θεσπέσια επιφάνειά σου τα ασύγκριτά σου κύματα, ήσυχος κι όλο σιγουριά για τη παντοτινή σου δύναμη. Αυτά παράλληλα πηγαίνουν, λίγη η απόσταση που τα χωρίζει κι όταν το ένα γίνεται μικρό πάει το άλλο και το συναντά για να το μεγαλώσει, τα συντροφεύει ο θόρυβος ο μελαγχολικός του αφρού που λιώνει και όλα είναι αφρός αυτό μας λένε.< Έτσι, κι οι υπάρξεις οι ανθρώπινες, αυτά τα κύματα τα ζωντανά, η μια μετά την άλλη, με τρόπο μονότονο πεθαίνουν, αλλά χωρίς να κάνουν οι αφροί τους θόρυβο.> Με εμπιστοσύνη το αποδημητικό πουλί πάνω τους ξεκουράζεται κι εγκαταλείπεται στις δικές τους τις κινήσεις που όλο περηφάνεια του κάνουν το χατίρι μέχρι που τα κόκαλά του κι οι φτερούγες του να ξαναβρούν τη δύναμη την απαραίτητη για το μεγάλο ταξίδι στον αέρα. Και η ανθρώπινη μεγαλοπρέπεια θα το ’θελα να είναι η ενσάρκωση της αντανάκλασής σου. Γυρεύω πολλά, κι αυτή η ειλικρινής ευχή είναι δοξαστική για σένα. Το ηθικό σου μεγαλείο, εικόνα του απέραντου, είναι τεράστιο όπως οι διαλογισμοί του φιλοσόφου, όπως ο έρωτας της γυναίκας, όπως η θεία ομορφιά του πουλιού, όπως οι σκέψεις του ποιητή. Είσαι πιο ωραίος κι απ’ τη νύχτα. Απάντησέ μου, ωκεανέ, θέλεις να γίνεις αδερφός μου; Κινήσου ορμητικά λοιπόν…πιο πολύ…ακόμα πιο πολύ, αν θες με την εκδίκηση του Θεού σύγκριση να σου κάνω` μάκρυνε τα γαμψά σου μαύρα νύχια και ένα δρόμο πάνω στο ίδιο σου το στήθος να χαράξεις…έτσι, σωστά. Ξετύλιξε τα τρομερά σου κύματα, φριχτέ ωκεανέ, μονάχα εγώ σε έχω καταλάβει και μπρος στα γόνατά σου πέφτω και προσκυνώ. Το μεγαλείο που έχει ο άνθρωπος του είναι δανεικό` ποτέ δε θα μου το επιβάλλει: αλλά εσύ, ναι. Aχ! όταν προχωράς με ψηλά το τρομερό κεφάλι σου, τριγυρισμένος από την ακολουθία των ύπουλων νερών, άγριος και μυστηριώδης, κυλώντας τα κύματα το ένα πάνω στ’ άλλο κι αυτό που είσαι εσύ πολύ καλά το ξέρεις, αυτή την ώρα μέσα από τα βαθιά σου στήθια σου ξεφεύγει το μούγκρισμα το ασταμάτητο, λες κι οι μεγάλες τύψεις σε έχουν ταπεινώσει και οι άνθρωποι τόσο πολύ φοβούνται, ακόμα κι όταν σε ατενίζουν, με ασφάλεια, τρέμοντας πάνω στην ακτή, και τότε το βλέπω πως εγώ δεν έχω το εξαίρετο δικαίωμα, να λέγομαι όμοιος με σένα. Να γι’ αυτό το λόγο μπρος στην ανωτερότητά σου, θα ’δινα όλο τον έρωτά μου < και για την ομορφιά κανείς δεν ξέρει οι φιλοδοξίες μου τι ποσότητα έρωτα περιέχουν >, εάν δε μ’ έκανες με πόνο να σκέφτομαι τους συνανθρώπους μου, που μαζί με σένα σχηματίζουν την πιο ειρωνική αντίθεση, την πιο αστεία εναντίωση που είδαμε μέσα στα χρόνια της δημιουργίας: δεν μπορώ πια να σε αγαπώ, για σένα έχω απέχθεια. Γιατί σε σένα να ξαναγυρίζω, για χιλιοστή φορά, στα χέρια σου τα φιλικά, που ανοιγοκλείνουν, για να χαϊδέψουν το μέτωπό μου το καυτό, που βλέπει τον πυρετό να χάνεται μόλις το ακουμπήσουν! Το πεπρωμένο σου το μυστικό δεν το γνωρίζω` ότι σε αφορά με ενδιαφέρει. Πες μου λοιπόν είσαι του πρίγκιπα των σκοταδιών η διαμονή…Πες το μου…πες το σε μένα, ωκεανέ < σε μένα μόνο, για να μη λυπούνται αυτοί που γνώρισαν μόνο τις ψευδαισθήσεις>, αν η αναπνοή του Σατανά φτιάχνει τις τρικυμίες που τα νερά σου τα αρμυρά μέχρι ψηλά στα σύννεφα σηκώνουν. Πρέπει να μου το πεις, και θα γεμίσω με χαρά όταν θα μάθω πόσο κοντά στον άνθρωπο είναι η κόλαση. Θέλω αυτή να είναι η τελευταία στροφή της ικεσίας μου. Γι’ αυτό το λόγο, γι’ ακόμα μια φορά, θέλω να σε χαιρετήσω και θα σου πω αντίο! Γέρο ωκεανέ, με τα κρυσταλλένια κύματα… Τα μάτια μου άφθονα δάκρυα γεμίζουν, δεν έχω τη δύναμη να συνεχίσω` γιατί αισθάνομαι πως ήρθε η στιγμή που θα γυρίσω πίσω στους ανθρώπους, με την εμφάνισή τους τη θηριώδη` αλλά… κουράγιο! Ας κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια και με το αίσθημα του καθήκοντος τον προορισμό μας πάνω σε αυτή τη γη να τον ολοκληρώσουμε. Σε χαιρετώ! γέρο ωκεανέ!
Απόσπασμα από το πρώτο άσμα του Μαλντορόρ
Στο πρώτο από τα έξη του άσματα ο Ιsidore Ducasse < Compte de Lautreamont > μένει έκθαμβος και θαμπωμένος μπρος στο μεγαλείο και τη δύναμη του ωκεανού -απέραντη θάλασσα που χωρίζει τις δυο πατρίδες του την Ουρουγουάη και τη Γαλλία- και του δηλώνει τη υποταγή του… Ύστερα μέσα στα υπόλοιπα κείμενα του βιβλίου ΤΑ ΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ, που δημοσίευσε στο Παρίσι το 1868, συνεχίζει το μεγάλο του ταξίδι περιγράφοντας το κακό, το μίσος, τη βία, τον όλεθρο…όλα τους τόσο σύγχρονα και διαχρονικά..!
ΙΖΙΝΤΟΡ ΝΤΥΚΑΣ, Ο ΚΟΜΗΣ ΤΟΥ ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ – Μια από τις σκοτεινότερες και σπουδαιότερες φιγούρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
η φράση : « η τυχαία συνάντηση σε ένα τραπέζι ανατομή της ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας »