Οι «φίλοι» που φιλήθηκαν στα χείλη
Ξέρεις τ’ όνομα της και κάθε πτυχή του εαυτού της.
Έχεις σκουπίσει τα μαύρα από το μακιγιάζ δάκρυα της, την έχεις κουβαλήσει στα χέρια σου πληγωμένη όταν αποχαιρέτησε ένα αγαπημένο της πρόσωπο. Ξέρεις απ’ έξω κι ανακατωτά τις γεμάτες γέλιο ιστορίες της ζωής της, που σου αφηγείται ξανά και ξανά ακόμη κι αν έχεις συμμετάσχει κι εσύ σ’ αυτές. Κι εκείνη τη συνήθεια της να κοιμάται στη μέση της ταινίας, ενώ τη σκουντάς προκειμένου να δει τη συνέχεια. Δεν τη βλέπει ποτέ. Ούτε κι εσύ. Στέκεις να τη χαζεύεις, πως κοιμάται. Είναι όμορφη, ναι..
Μα είναι η καρδιακή σου φίλη. Εκείνη που συνάντησες για πρώτη φορά στα επτά σου, σε μια αλάνα που δεν υπάρχει πια στο χάρτη. Όταν η μαμά της κι η δική σου αποφάσισαν να γίνουν φίλες και σας επέβαλλαν να «παίξετε». Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαιρινές διακοπές τις περνούσατε μαζί, βγάζοντας εκείνες τις γεμάτες ψυχαναγκασμό οικογενειακές φωτογραφίες. Κι ας μην ήταν συγγενής σου.
Τα χρόνια κάλπασαν, όμως εκείνη έμεινε πλάι σου. Ακόμη θυμάσαι τη τσιρίδα της όταν αντίκρισε πως πέρασε στη καλών τεχνών. Κόντεψε να σε γκρεμίσει κάτω από τους πανηγυρισμούς της. Η χαρά της διπλασιάστηκε μόλις αντιλήφθηκε πως θα χτίζατε τα φοιτητικά σας χρόνια παρέα, στην ίδια πόλη. Και τα δημιουργήσατε. Με άπειρες εξόδους, ξέφρενα πάρτι, βουλιάγματα στον καναπέ, γέλια και τσακωμούς. Εκείνη πάλευε να βρει τον έρωτα της ζωής της κι εσύ προσπαθούσες να νεκρώσεις τις ενδόμυχες φωνές που σου έλεγαν πως εσύ φτιάχτηκες για εκείνη. Πως θα μπορούσες να την κάνεις ευτυχισμένη.
Προσπαθούσες να κρύψεις τη ζήλια που έκαιγε τα σωθικά σου κάθε φορά που την έβλεπες στην αγκαλιά του δικού της. Έπρεπε να κρατήσεις τις λεπτές ισορροπίες, αλλιώς θα την έχανες. Κι εσύ έτρεμες στην ιδέα, πως θα ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν θα βρεις έστω μια κλήση της στο τηλέφωνο σου. Κι έτσι κυλούσε η ζωή σας. Μ’ εκείνη να αιθεροβατεί ανάμεσα στη φιλία και στους αφανέρωτους πόθους σου. Κι εσύ να είσαι ο καρδιακός φίλος της, ο αδερφός της όπως συνήθιζε να λέει. Άραγε να σε είδε ποτέ διαφορετικά; Ίσως..
Μια φορά που είχε πιει αρκετά και τη μετέφερες σχεδόν αγκαλιά ως τον καναπέ του σπιτιού της. Ύψωσε τα μαύρα όλο θέρμη μάτια της επάνω σου, φέρνοντας την ανάσα της ένα χιλιοστό μακριά απ’ τη δική σου. Ένα μικρό ισχνό ακούμπισμα των χειλιών. Ίσα ίσα που σύρθηκε ένα απαλό άγγιγμα. Το διέκοψες βίαια. Όχι, δεν ήθελες έτσι. Ήθελες να είναι νηφάλια, να ξέρει ακριβώς τι κάνει και τι ζητάει από εσένα. Το επόμενο πρωί, σε βρήκε κρεμασμένο επάνω από τη φωτεινή οθόνη. Περίμενες να ξυπνήσει, να σου πει κάτι, μια δικαιολογία, ένα συγγνώμη ή ένα σ’ αγαπώ. Και ξύπνησε και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ξεστόμισε. Καθώς δεν θυμόταν. Κι ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Γιατί αν αντιλαμβανόταν τι έκανε, ίσως από τη ντροπή της να απομακρυνόταν. Κι εσύ δεν άντεχες χωρίς τη γλυκιά μυρωδιά της.
Από όλα τα συναισθήματα, εκείνο που θυμίζει γυαλί καρφωμένο σε δέρμα είναι το απωθημένο. Που έγινε για κλάσματα δευτερολέπτου, αποκτημένο. Με ένα μεθυσμένο φιλί. Μια μικρή γεύση έρωτα κι ύστερα καταιγισμός από «αν» και «μη». Κάποιες σχέσεις είναι καταδικασμένες να γυροφέρνουν σε φαύλους κύκλους, που ξεχειλίζουν από ανείπωτα λόγια, καταπιεσμένες έλξεις και γερές δόσεις στοργής.
Οι φίλοι δεν φιλιούνται στα χείλη, ή μήπως συμβαίνει καμιά φορά;
Έλενα Κορινιώτη
Κάποιες σχέσεις είναι καταδικασμένες να γυροφέρνουν σε φαύλους κύκλους, που ξεχειλίζουν από ανείπωτα λόγια, καταπιεσμένες έλξεις και γερές δόσεις στοργής.