Η γυναίκα με το ζωγραφισμένο χαμόγελο
Σηκώνεται το πρωί πρώτη από όλους και αρχίζει να ετοιμάζεται βιαστικά. Πλένει τα δόντια της με σπασμοδικές κινήσεις-δεν προλαβαίνει για πολλά πολλά. Βάζει λίγο καφέ για να τον βρει έτοιμο ο σύζυγος στην καφετιέρα και πάει να ξυπνήσει τα παιδιά. Τους μιλάει με τα πιο όμορφα λόγια, τα χαϊδεύει, τα καλοπιάνει. Πολλές φορές τους τραγουδάει μελωδικά για να ξυπνήσουν πιο ευχάριστα. Εκείνα ανοίγουν τα ματάκια τους άλλοτε με χαμόγελο, άλλοτε με γκρίνια. Τα ντύνει, τα βοηθάει να νιφτούν , τα κουκουλώνει και φεύγει για το σχολείο. Η μέρα της μόλις άρχισε.
Περιμένει στα κάγκελα να τα δει να μπαίνουν μέσα στην τάξη.
«Γεια μαμά!» φωνάζουν από μακριά και κουνούν τα χεράκια τους. Εκείνη με το χαμόγελο στα χείλη τους στέλνει φιλιά στον αέρα. Οι υπόλοιπες μαμάδες της πιάνουν την κουβέντα. Εκείνη με το ίδιο χαμόγελο τις παρακολουθεί. «Τι θα μαγειρέψεις σήμερα;»,» Πώπω κρύο έβαλε πάλι». Ακούει διάφορες συζητήσεις, αστεία, ανησυχίες. Στο δευτερόλεπτο τα έχει ξεχάσει όλα. Τα μάτια της καρφωμένα στους συνομιλητές της αλλά δεν τους βλέπει. Ένα απροσδιόριστο κενό στο βλέμμα της. Και το χαμόγελο στα χείλη πάντα.
Επιστρέφει σπίτι. Επιτέλους μόνη. Σκέφτεται να βάλει λίγο ράδιο, αμέσως εγκαταλείπει την ιδέα. Να βάλει το φαγητό, να σιδερώσει, να καθαρίσει λίγο και έφυγε. Χωρίς χαμόγελο.
Έφτασε στη δουλειά. Σήμερα δουλεύει 11-15:00. Πριν βγει από το αυτοκίνητο βγάζει από την τσάντα της λίγο κραγιόν και το χαμόγελο. Τα φοράει και τα δυο. Την χαιρετούν οι συνάδελφοι, παντού βλέπει χαρούμενα πρόσωπα, είναι βλέπεις που κοντεύουν και γιορτές. » Τι κάνεις;» την ρωτάει η κοπέλα στο τηλεφωνικό κέντρο. «Καλά, εδώ, τα ίδια» απαντά με το χαμόγελο που πριν λίγο ζωγράφισε στο πρόσωπό θαρρείς με το κόκκινο κραγιόν. Τόσο φανταχτερό, τόσο όμορφο…Ένα κατακόκκινο, λαμπερό, μεγάλο χαμόγελο! » Έλα, πεσ΄το πιο ζωηρά ντε! Εσένα τι σου λείπει; Μια χαρά είσαι εσύ! Έχεις τον άντρα σου, το σπίτι σου, τα παιδιά σου! Όλα τα έχεις. Άλί από εμάς τους μόνους μας» λέει με μια τσιριχτή και άκρως ενοχλητική φωνή η κοπέλα από το τηλεφωνικό.
Η ώρα 15:30.Μπαίνει σπίτι. » Επιτέλους! Που είσαι τόση ώρα; Αυτά ουρλιάζουνε, δεν μπορώ να τα κάνω καλά. Τους έβαλα να φάνε, δεν θέλουνε. Σου έχω πει να μην πιάνεις κουβέντα με τις άλλες τις αργόσχολες τις συναδέλφισσές σου και να έρχεσαι κατ΄ευθείαν. Πόσα να κάνω πια; Ένα τετράωρο δουλεύεις γαμώ το κέρατό μου, όχι 12ώρο. Και σιγά τη δουλειά που κάνεις δηλαδή. Σε ένα γραφείο κάθεσαι και κωλοβαράς. Αϊ σιχτίρ πια βαρέθηκα! Έπρεπε να έχω κάνει καλύτερη επιλογή…Παρακαλάγανε άλλες». Τώρα η φωνή του ακούγεται από μακριά σαν να βρίσκεται σε ένα βαθύ τούνελ.
Το βλέμμα της πάλι στο κενό, το ζωγραφισμένο, κόκκινο χαμόγελο,αρχίζει και ξεβάφει από τα δάκρυα της, οι φωνές στο δωμάτιο όλο και δυναμώνουν, το μυαλό της όλο και χάνεται σε τεράστιο λαβύρινθο και εκείνη έχει βγει από το σώμα της και ενώ το πρόσωπό της είναι ανέκφραστο νιώθει ότι ουρλιάζει. Ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια, κλαίει,βρίζει, φοβάται. Δεν την ακούει κανείς.
» Τι ανάγκη έχεις εσύ;», Άχρηστη!», «Πόσο τυχερή είσαι που έχεις την οικογένειά σου!» είναι μερικές από τις φωνές που ακούει στο χαμένο της μυαλό.
Ως δια μαγείας βρίσκεται πάλι στο σώμα της, τώρα όλα είναι ήρεμα πια στο δωμάτιο, σκουπίζει τα δάκρυά της και χαμογελαστά πάει να χαιρετήσει τα παιδιά της.
Στρώνει τραπέζι, τα διαβάζει, παίζει μαζί τους και αφού τελειώνει η μέρα τα βάζει για ύπνο με ένα γλυκό παραμύθι.
Την άλλη μέρα σηκώνεται πρωί πρωί, πρώτη από όλους και αρχίζει να ετοιμάζεται. Πλένει τα δόντια της με σπασμωδικές κινήσεις-δεν προλαβαίνει για πολλά πολλά. Παίρνει το κόκκινο κραγιόν και ζωγραφίζει ένα χαμόγελο στο θλιμμένο της πρόσωπο. Πάει προς το μπαλκόνι. «Κλείσε μωρέ πια, πρωί πρωί, θα μπει όλο το κρύο μέσα. Μια ζωή μαλακίες κάνεις…» ακούει μια φωνή σαν να έρχεται από ένα σκοτεινό τούνελ.
Χαμογελάει ανεπαίσθητα με μάτια ανέκφραστα.
Σε λίγα δευτερόλεπτα βλέπει ένα τσούρμο ανθρώπους πάνω από το διαλυμένο της σώμα να φωνάζουν. » Ένα ασθενοφόρο ρε παιδιά!». Τα μάτια της ορθάνοιχτα πια να κοιτούν προς τα πάνω, χωρίς δάκρυα και ένα αληθινό, το πιο αληθινό χαμόγελο που υπήρξε ποτέ πάνω στο πρόσωπό της να δεσπόζει λυτρωμένο.
» Μα τα είχε όλα, τι της έλειπε;»
«Δεν τον καταλαβαίνω τον κόσμο»
«Αχάριστοι άνθρωποι. Με τέτοιον καλό άντρα που είχε θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένη το λιγότερο»
«Δειλή. Αυτό ήταν».
«Κρίμα την κοπέλα…» μονολόγησε παρακεί ένας άστεγος.
* Η «χαμογελαστή κατάθλιψη» είναι μια μορφή κατάθλιψης αρκετά διαδεδομένη στις μέρες μας. Ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών και δη μητερών, κυρίως, μέσης ηλικίας πάσχουν από αυτή. Η εικόνα την οποία έχει υιοθετήσει ένας άνθρωπος στις κοινωνικές του επαφές δεν είναι, απαραίτητα, αληθινή.
Αν αντιληφθούμε περίεργη συμπεριφορά στους οικείους μας τους πλησιάζουμε με αγάπη και προσπαθούμε να τους καθοδηγήσουμε σωστά ώστε να φτάσουν το γρηγορότερο στην πόρτα του ειδικού. Αν βιώνουμε εμείς οι ίδιοι μια τέτοια κατάσταση δεν διστάζουμε να ζητήσουμε βοήθεια από συμβούλους ψυχικής υγείας.
Εύα Κοτσίκου