22/05,2018 - ΑΛΛΟ   

Οι Λεκτικές Αλχημείες της ΄Ελενας

Εκείνη κι εκείνος: Δώρο ζωής.

Εκείνη. Καθισμένη σε ένα παγκάκι, επάνω στην Αγίου Δημητρίου. Με μάτια χαμηλωμένα σαν από ντροπή, σαν από θλίψη. Φορώντας δύο ροζ ακουστικά στ’ αυτιά της. Καπνίζοντας βουλιμικά. Κάποιον περίμενε.

Εκείνος. Στη στάση της Κασσάνδρου. Με ύφος πληκτικό, ακουμπισμένος σ’ έναν γέρικο κορμό ενός δέντρου. Ίσα που είχε ακουμπήσει με τη γλώσσα του το στριφτό τσιγάρο. Με δυο κατάμαυρα ακουστικά στ’ αυτιά του. Κοίταζε νευρικά το ρολόι του. Κάποια περίμενε.

Εκείνη. Έπιανε τις ξεχαρβαλωμένες λέξεις, κάνοντας τες στιχουργήματα. Για ένδοξες μέρες, ντροπιασμένες αγάπες, λερωμένους όρκους. Σαν μια σύγχρονη κι έκπτωτη Αλίκη. Που έχασε την έξοδο της οδού και βρέθηκε στη χώρα των τεράτων, αντί για των θαυμάτων. Απόψε, τα αποκυήματα της φαντασίας της αυξήθηκαν ραγδαία. Σαν να ήθελε να αποπλανήσει το μυαλό της με φανταχτερές εικόνες. Σαν κάτι να περίμενε.

Εκείνος. Ήταν ένας απλός άνθρωπος. Με απλή ζωή. Κι απλούς προβληματισμούς. Τους οποίους σύλλεγε σ’ ένα μαγνητόφωνο. Ποτέ του δεν τους χάρισε λογοτεχνική πνοή. Τους άφηνε έτσι ατόφιους κι ανέγγιχτους μέσα στην κάρτα μνήμης. Σπάνια πατούσε το play. Απόψε, μουρμούρισε πολλά έχοντας σταθερά πατημένο το κουμπί της «εγγραφής». Σαν να φοβόταν να μείνει μόνος με το μυαλό του. Σαν κάτι να περίμενε.

Εκείνη. Βίωνε την απόλυτη μοναξιά μέσα στο γάμο της. Προσπαθούσε να ισορροπήσει τον ζυγό, μα ήταν ακατόρθωτο. Η πλευρά της πάντα έγερνε καθοδικά. Πλάι στα χρόνια του έγγαμου βίου μετρούσε απώλειες. Προσώπων, στόχων, επαγγελματικών «πεταγμάτων». Ξεχείλιζε η νύχτα από απουσία, μα σε κάτι είχε εναποθέσει ολάκερη την ευτυχία της. Κάτι περίμενε.

Εκείνος. Είχε βουλιάξει σ΄ ένα εύκαιρο βόλεμα, που συνοπτικά αποκαλούσε σχέση. Με συναισθήματα καθ΄ όλα χλιαρά. Και μ’ έναν φόβο μοναξιάς να καλύπτει ολάκερη την μετριότητα. Ένα άδειο δοχείο η ψυχή του, που συγκρατούσε στο γυάλινο πυθμένα του την μυρωδιά νεκρών λουλουδιών. Άραγε υπήρχε κάτι που θα τον περίμενε;

Επάνω στην Ίωνος Δραγούμη. Τα σώματα τους πέρασαν ξυστά. Αντάλλαξαν ένα βαθύ βλέμμα, νιώθοντας θέρμη στη ψυχή τους. Ανεξήγητη. Μα δεν ήταν ακόμη η ώρα. Δεν ήταν ακόμη έτοιμοι. Προσπέρασαν βιαστικά, χωρίς να δώσουν την απαραίτητη σημασία. Μη γνωρίζοντας τι τους περίμενε.

Εκείνος κι εκείνη, δεν έζησαν έναν θυελλώδη έρωτα. Συναντήθηκαν μονάχα μια φορά, ύστερα από χρόνια. Εκείνος δεν αντιλαμβανόταν τίποτα, είχε περάσει στην αντίπερα όχθη, ενός άδικου θανάτου. Εκείνη είχε ήδη βυθιστεί σε βαθύ ύπνο λόγω της ολικής νάρκωσης.

Βρέθηκαν πλάι-πλάι μέσα σε αποκρουστικούς θαλάμους εντατικών θεραπειών. Οι σάρκες τους ορθάνοιχτες, πάνω στα χειρουργικά κρεβάτια, αφέθηκαν στα χέρια έμπειρων γιατρών.

Κι η μεταμόσχευση ολοκληρώθηκε επιτυχώς.

Εκείνη κι εκείνος, δύο άγνωστοι ταξιδευτές, βίωσαν την απόλυτη αγάπη κι ας μην αγαπήθηκαν ποτέ.

Τώρα εκείνη κι εκείνος συγκατοικούν σε ένα κορμί. Γυροφέρνουν στα στενά της Άνω πόλης. Φορούν τα ίδια ακουστικά. Συλλέγουν σκέψεις σε τετράδια και μαγνητόφωνα. Άλλες τις αφήνουν απείραχτες, κι άλλες τις σκορπίζουν σε λογοτεχνικά βιβλία.Έκοψαν δια παντός το τσιγάρο και κάθε είδους επιδερμική σχέση. Δεν περιμένουν τίποτα παραπάνω. Εκείνος θα ζει για πάντα μέσα της. Εκείνη δεν θα τον ξεχάσει ποτέ.

Στη δυσδιάκριτή γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, κατάφεραν να συναντηθούν για ελάχιστα λεπτά.

Εκεί που η ανιδιοτελής προσφορά συναντά την αιώνια ευγνωμοσύνη.

Εκείνη κι εκείνος

Μαζί.

η  Ελενα  με χιούμορ ..

Καλοκαίριασε, θα πλένεστε: Το «σκληρό πρόσωπο» του καλοκαιριού!

Αν ζείτε σε κάποια μεγαλούπολη, αν έχετε απλήρωτα τα τέλη κυκλοφορίας του αυτοκινήτου σας ή αν δεν έχετε ιδέα από οδήγηση όπως εγώ, τότε ξέρετε τι πάει να πει «καλοκαιρινή μπόχα στα ΜΜΜ». Επιβιβάζεσαι στο αστικό. Είσαι προετοιμασμένη να ζήσεις το «πάστωμα» της σαρδέλας, παρέα με τους υπόλοιπους επιβάτες. Κι ενώ έχεις του κόσμου τις έγνοιες στο ταλαιπωρημένο σου μυαλό (εξόφληση ΔΕΗ, το ημιμόνιμο που δεν διήρκησε 15 μέρες τελικά, τι να μαγειρέψεις για τον Τάκη, αν θα καταφέρεις να πας διακοπές κτλ κτλ) μια σκέψη σκεπάζει σαν στοιχειό όλες τις παραπάνω. Αν ο άνθρωπος που θα σταθεί δίπλα σου, ξέρει τι εστί συχνό μπάνιο. Μια απότομη στροφή κι ο διπλανός σου σηκώνει το χέρι του να κρατηθεί από τη χειρολαβή, προκαλώντας Βατερλό στο λεωφορείο. Θα ορκιζόσουν πως στη μασχάλη του φιλοξενεί δώδεκα ενεργά κουνάβια με τις οικογένειες τους. Παρατηρείς τα έντρομα πρόσωπα των υπόλοιπων επιβατών. Ακούς τον σπαραχτικό βήχα της γριούλας από πίσω σου που κοντεύει να ξεψυχήσει σαν ψάρι έξω απ’ το νερό. Βλέπεις παιδάκια να σφιχταγκαλιάζουν μαντήλια και μανάδες να χώνουν τις μύτες τους στα μαλλιά των μωρών τους. Τελικά, δεν πλύθηκε ο διπλανός σου. Πρώτη σκέψη: Βγάζεις ένα αποσμητικό από τη τσάντα και τον ψεκάζεις σαν κατσαρίδα με αεροζόλ. Δεύτερη σκέψη: Τρέχεις στο παράθυρο, βγάζεις το κεφάλι σου έξω εισπνέοντας γερές δόσεις καυσαερίου που κάτι τέτοιες ώρες θυμίζει επικίνδυνα λεβάντα. Τρίτη σκέψη: Δεν την ολοκληρώνεις ποτέ, έχεις λιποθυμήσει ή αν έχετε γερή κράση στο σόι καταφέρνεις να κατέβεις ζαλισμένη μεν, ζωντανή δε.

«Βραδινό μαρτύριο!»

Και να που το ερώτημα του ανώμαλου «τι φοράς μωράκι;» αποκτά λόγο ύπαρξης. Έλα ντε; Τι φοράς; Θα σου πω εγώ. Αν είσαι γυναίκα, φοράς ότι πιο ελαφρύ υπάρχει. Αν δε μένεις και μόνη σου, τυλίγεσαι με το σεντόνι σαν να πας στα Παναθήναια κι εύχεσαι να μην κάνει κανένα σεισμό και βγεις έξω ως άλλος Διόνυσος. Κι αφού έχεις μείνει μονάχα με το πετσί σου (πως το λέω έτσι η άτιμη!), ξεκινάει ο αγώνας. Αν το θερμόμετρο δείξει παραπάνω από 29 βαθμούς, ο Μορφέας αποχωρεί. Δεν την αντέχει τη ζέστη ρε παιδί μου, πως το λένε. Οπότε μένεις εσύ σ’ ένα κρεβάτι το οποίο νιώθεις πως σιγά σιγά αναφλέγεται. Το σεντόνι ζεσταίνεται, το ίδιο και το μαξιλάρι. Ψάχνεις γεμάτη αγωνία την κρύα πλευρά να ακουμπήσεις λίγο το μαγουλάκι σου, να στανιάρεις βρε αδερφέ μου. Η χαρά δεν διαρκεί πολύ. Πρέπει να κάνεις κάτι πιο δραστικό. Βουτάς το κεφάλι σου μέσα στη ντουζιέρα και σου ρίχνεις παγωμένο νερό μέχρι να τσιτώσει το μέτωπο και να κολλήσουν πάγο οι βλεφαρίδες σου. ΑΝΑΠΝΕΕΙΣ. Εμφανώς ανακουφισμένη ξαπλώνεις και νιώθεις ελπιδοφόρα πως απόψε ίσως κοιμηθείς. Κι εκεί που έχεις γλαρώσει, σκάει μύτη. Έλα, ναι ξέρεις σε τι αναφέρομαι. Γλυκόσυρτο «…ζζζζζ…» στην αρχή, τόσο όσο. Δεν δίνεις σημασία, εύχεσαι να είναι απλώς αποκύημα της φαντασίας σου. Έλα όμως που δεν είναι. Δύο μέτρα κορμί (εντάξει, 1,70) έρχεται και μπαστακώνεται στο ακάλυπτο αυτί σου. Λες και ηδονίζεται με το να μαρσάρει πλάι στο τύμπανο σου. Και δωσ’ του «ΖΖΖΖΖΖΖ…ΖΖΖΖΖΖΖ…ΖΖΖΖΖΖ» σαν να σου λέει «Άκου βλαμμένο, δεν παίζει να κοιμηθείς!». Με κλειστά βλέφαρα, ξεκινάς τα παλαμάκια. Στην αρχή νωχελικά, στη πορεία σε τέμπο χειροκροτήματος σε κατάμεστη επετειακή συναυλία των Πυξ λαξ (Αυτή που γίνεται κάθε δέκα χρόνια, ξέρεις). Οι παλάμες σου έχουν γίνει κατακόκκινες, υποφέρουν τα δάχτυλα σου αλλά είσαι σίγουρη πως το διέλυσες το παλιοκούνουπο. Κλείνεις ματάκια, έτοιμη να ξαναβρείς τον δρόμο για τον λήθαργο. Σχεδόν σαρδόνια πια, επιστρέφει πιο εξαγριωμένο αυτή τη φορά. «ΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ» χωρίς έλεος. Όση ώρα νόμιζες πως το σκότωσες, εκείνο σου άφηνε τα πύρινα σημαδάκια του επάνω στα μπούτια σου. Τέτοια οργή είχες να νιώσεις από τον τελευταίο τσακωμό με τον πρώην σου. Αυτή τη φορά θα το ξεπαστρέψεις το βρωμιάρικο. Σηκώνεσαι σαν τον Ράσελ Κρόου στον «Μονομάχο». Βουτάς μια μπλούζα και το χτυπάς ακαθόριστα επάνω σε τοίχους, κουρτίνες, πορτατίφ, τη μικρή σου αδερφούλα που κοιμάται παραδίπλα. Γνωρίζοντας ότι αυτό το παλιόπραγμα δεν έχει μπέσα, κατευθύνεσαι προς το ψυγείο, αρπάζεις τη φενιστίλ προκειμένου να γιατρέψεις τα τραύματα του πολέμου ενώ παράλληλα λούζεσαι με το αουτάν. Τυλίγεσαι σαν μούμια σε ταρίχευση με το σεντόνι σου προκειμένου να μη δεχτείς άλλο τραύμα κι εύχεσαι να σε λυπηθεί ο Θεός. Άλλο ένα καλοκαίρι που θα καταντήσεις Πυθία πλάι στα αναμμένα φιδάκια..

«Πάμε όλοι μαζί σε μια παραλία»

Είτε έχεις πάντα μαζί τη θεία τη Λία, είτε όχι το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Υπάρχουν δύο ειδών παραλίες. Οι κοσμοπολίτικες οπού εκεί θα συναντήσεις τα μεγαλύτερα νυφοπάζαρα της χρονιάς και οι άκρως οικογενειακές που εκεί θα πάθεις νευρικό κλονισμό. Προτού με πείτε μισάνθρωπο (που είμαι, αλλά anyway) θα σας αναλύσω την ευδιάκριτη διαφορά των δύο.

Στην κοσμοπολίτικη παραλία, πρέπει να πας ντυμένη Κατερίνα Καινούργιου. Έτσι είναι το dress code κορίτσι μου, ποια είσαι εσύ που θα πας κόντρα στο κατεστημένο; Σ’ αυτή την παραλία θα συναντήσεις μακιγιαρισμένα πρόσωπα που κολυμπούν στον ιδρώτα, μαγιώ κομμένα σε χίλιες μεριές με μια εμμονική έλλειψη υφάσματος στο πίσω μέρος τους. Άντρες λαδωμένους κι αποτριχωμένους σαν να βγήκαν από μηχανή κλωνοποίησης να πίνουν λάγνα τη μπύρα τους καθώς τσεκάρουν ότι κινείται (πολλοί βάζουν και βαθμολογία). Πέντε-έξι ποζέρια πάνω σε ροζ φλαμίγκο που κοντεύουν να πνιγούν προκειμένου να βγάλουν μια σωστή σέλφι για το ίνσταγκραμ. Έναν ξέμπαρκο φωτογράφο που απαθανατίζει τα δέκα καλύτερα κορμιά της παραλίας όσο εκείνα ξεπλένουν το σμιλευτό κορμί τους κάτω απ’ τις κοινόχρηστες ντουζιέρες. Δεν είναι αυτά για σένα κούκλα μου. Εσένα δεν πρόλαβε να σε ξεβλαχέψει ο Κωστόπουλος γι’ αυτό μάζεψε τα κουβαδάκια σου και τρέξε στη δίπλα παραλία.

Η «άκρως οικογενειακή» παραλία, σαφέστατα πιο ανθρώπινη, με πιο ανθρώπινα κορμιά, χωρίς μακιγιάζ και τρέσες. Εδώ είμαστε λες κι αράζεις στη ξαπλώστρα. Δύο, άντε τρία δευτερόλεπτα διαρκεί η ευτυχία σου. «Κώστα, μη πας στα βαθιά θα φας παντόφλα κακομοίρη μου!» «Μαρία, έλα να φας σπανακόπιτα που έφτιαξε η γιαγιά!» «ΑΣΕ ΜΕ ΡΕ ΜΑΝΑΑΑ, ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕΕΕΕ ΑΑΑΑΑ ΑΑΑΑΑ ΑΑΑΑΑΑ (γοερό κλάμα)». Νιώθεις χιλιάδες μυρμήγκια να παρελαύνουν επάνω στο κεφάλι σου. Πέντε παιδάκια προσπαθούν να μάθουν ρακέτες χωρίς επιτυχία. Ακούγεται μονάχα ένα ηχηρό –ΤΑΚΑ-ΤΟΥΚΑ-ΤΑΚΑ-ΤΟΥΚΑ ικανό να σε οδηγήσει στην παράνοια. Ένα ζευγάρι απέναντι κοντεύει να σφαχτεί γιατί ο κατεργάρης ο Μπάμπης κοίταζε τον πισινό μιας τουρίστριας που πέρασε, «Να πας σ’ αυτή να σου μαγειρεύει, φταίω εγώ που στραβώθηκα και σε πήρα, δεν άκουγα την μάνα μου τότε..μπλα μπλα μπλα». Νιώθεις πως θέλεις να ουρλιάξεις από αγανάκτηση. Αποφασίζεις να μπεις μέσα στη θάλασσα, προτού γαζώσεις με τσιμπιδάκι φρυδιών κανέναν από δαύτους. Ξαπλώνεις επάνω στο κύμα, κλείνεις τα μάτια, αφήνεσαι ενώ την γαλήνη σου έρχεται να κατακρεουργήσει μια παιδική φωνή ακριβώς από δίπλα σου «Μπαμπά, έκανα τσίσα στη θάλασσα, εντάξει!». Ψυχραιμία κορίτσι μου, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.

Τι λέγαμε πριν, ότι το καλοκαίρι είναι η ωραιότερη εποχή του χρόνου; Μήπως να το ξανασκεφτούμε βρε παιδιά;

Έλενα Κορινιώτη

Με λένε Έλενα, (δεν ακούω στο Ελένη για κανέναν λόγο) είμαι παιδί των ΄90s, και μια μικρή Drama Qeen (μεγάλωσα με Φώσκολο παιδιά..)! Δεν ζω χωρίς τ’ ακουστικά και την ανατρεπτική playlist μου που εμπεριέχει από Ed Sheeran μέχρι Μητροπάνο κι από Μποφίλιου έως LP. Οι φήμες λένε πως βασικό προτέρημα μου είναι ο αυτοσαρκασμός μου κι ακόμη πιο ηχηρό ελάττωμα μου η ξεροκεφαλιά μου. Αγαπώ τις γκρίζες μέρες, τα βράδια με κρασί και καλή παρέα, τις αστυνομικές σειρές, και φυσικά τη συγγραφή.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αραδιάζω στις λευκές σελίδες τις σκέψεις μου. Εμπνέομαι από καθετί που αγγίζει τον εύθραυστο κόσμο μου κι έχω τη τάση να καταγράφω οτιδήποτε μου συμβαίνει. Κάπως έτσι ορίζω ολάκερη τη ζωή μου, ανάμεσα στο space, το enter και το share.

Σχόλια

σχόλια