Μια στοχαστική μελέτη του Κώστα Ζουράρι για τον στοχαστικό Ελύτη!
Ένας οργιαστικός στοχασμός επί των δύο στοχαστικών έργων του Οδυσσέα Ελύτη («Ανοιχτά χαρτιά» και «Εν λευκώ»), είναι το βιβλίο «Έρχομαι από μακριά» με υπότιτλο «Η αγορήνδε Ιλιαδορωμηοσύνη», του Κώστα Ζουράρι, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και βρίσκεται ήδη στην δεύτερη έκδοση.
Πρόκειται για μια παράλληλη ανάγνωση του μεγάλου ποιητή σε σχέση με το μεγάλο πλούτο της ελληνικής πολιτειολογικής γραμματείας ,ώστε να καταδειχθεί η αξιακή ενότητα της Ελλάδας του Θουκυδίδη με την σύγχρονη «ελληνοτροπία» του Ελύτη.
Το πόνημα αυτό είναι 325 σελίδες συγκριτικής ανάλυσης από ένα υψιπετή χειριστή της γλώσσας, η οποία μιλιόταν πριν 2.500 χιλιάδες χρόνια , συνέχεια της οποίας αποτελεί η σύγχρονη ελληνική λαλιά. Αποτελεί το λογοτεχνικό κορύφωμα ενός ιδιότροπου διανοούμενου που ομνύει δογματική πίστη στην ισχύ του Θουκυδίδη και προσκυνά φανατικά το ποιητικό κάλλος του Ελύτη. Συνιστά ένα αξιακό βοήθημα για όσους στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα λυγίζουν και έχουν ανάγκη να κρατηθούν από τα μηνύματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας και το επιγραμματικό δίδαγμα του νομπελίστα ποιητή.
«Ο Ελύτης είναι δύσκολος και ως ποιητής και, ίσως, ακόμα πιο δύσκολος ως, κατά Θουκυδίδην, λογογράφος. Δεν το κρύπτει. Ενδέχεται να το καλλιεπεί, εν ταπεινή αλαζονεία γράφοντας: Είμαι δύσκολος. Ένας Θουκυδίδης από την ανάποδη. Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς… Θα φανούν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο».
Ο Οδυσσέας Ελύτης μας λέει πως είναι δύσκολος –επισημαίνει στην εισαγωγή ο μελετητής Ζουράρις- αλλά η Οδύσσεια είναι βατή, προσβάσιμη για μας τους Ιλιαδορωμηούς όπως η Ακολουθία του Ακαθίστου. Και συνεχίζει το «σπούδασμα του» που αποτελεί μια απάντηση «στα δυτικοβριθή μας ασπόνδυλα ξεφτέρια», τα οποία δεν αναγνωρίζουν τον Ελύτη ως ομηρικό ρωμιό. Βασικό επιχείρημα είναι ότι η ειρωνεία, η σκωπτική ελευθεροφροσύνη που χαρακτηρίζει τους Έλληνες από την Ιλιάδα και τους Πατέρες της Εκκλησίας μέχρι τον Μακρυγιάννη και τα σημερινά σατυρικά μας, συνιστούν το δομικό-αμυντικό μας στοιχείο την «καθιδρυμένη αντάρτικη ασέβειά μας».
Η παραπομπή στο ενιαίο που χαρακτηρίζει την πεποίθηση του ελληνικού κόσμου για την ενότητα ψυχής και σώματος, φθαρτής ύλης και αθανασίας- υπογραμμίζει εμμονικά ο συγγραφέας- είναι μόνιμη στον Ελύτη όπως και στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά που συνοψίζει όλη την ελληνική γραμματεία σε μια φράση-αστραπή: «Δεν υπάρχουν η ψυχή μόνο και το σώμα ξεχωριστά, αλλά ο άνθρωπος είναι το συναμφότερο». Έτσι και ο Ελύτης –συνεχίζει ο συγγραφέας- έρχεται και συμφωνεί με την εξής διατύπωση: «Ένα τοπίο δεν είναι απλώς σύνολο γης, φυτών και υδάτων. Είναι η προβολή ενός λαού πάνω στην ύλη». Προϋπόθεση και κατάληξη του Ελύτη είναι η ελευθερία και όχι η ευδαιμονία με την έννοια ότι «το εύδαιμον» προϋποθέτει «το ελεύθερον». Αναλύοντας το επίγραμμά του ποιητή ότι αποβλέπει σε μια ελευθερία που να είναι αντίθετη προς όλες τις εξουσίες και σε μια δικαιοσύνη που ταυτίζεται με το απόλυτο φως, ο Ζουράρις αναφωνεί : «Αυτό ακριβώς είναι το πολίτευμα σύμφωνα με τον ιλιαδορωμέηκο πολιτισμό!».
Στο κεφάλαιο για τα πολιτειακά αρχέτυπα παραθέτει το χαρακτηριστικό απόσπασμα του Ελύτη που επικαλέστηκε από το βήμα της Βουλής, ως βουλευτής των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, αποσπώντας τα χειροκροτήματα όλων των πτερύγων: «Έρχομαι από μακριά. Οι συλλέκτριες των κρόκων της Θήρας πορεύονται πλάι μου, κι από κοντά, παγεμένες με τον άνεμο τον βόρειο, οι Μυροφόρες, ωραίες μες στα τριανταφυλλιά τους και τη χρυσή των αγγέλων αντανάκλαση».
Και εξηγεί: «Ποιό είναι αυτό το «μακριά»; Ένα συναμφότερον (δηλαδή το «αμμίξας», από το Ω529 της Ιλιάδας), που αποτελείται α) από τις συλλέκτριες β) τις μυροφόρες και γ) τους αγγέλους. Οι συλλέκτριες των κρόκων της μινωικής εποχής, όπως μπορείτε να τις δείτε στην Σαντορίνη και σ’ όλο το Αιγαίο, σήμερα, έχουν αχλαδόσχημη μορφή και πλαγιομετωπικό καστανό μάτι με καθαρό περίγραμμα, όπως τα Φαγιούμ ή η βυζαντινή αγιογραφία. Κοντά σ’ αυτές είναι οι Μυροφόρες, οι οποίες μπροστά στον τάφο αντικρίζουν τον άγγελο που τους λέει: «Δεν είναι μέσα εδώ, ανέστη!».
Ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς με την απόλυτη οπτική του, ο αναγνώστης μαγεύεται με τη βαθιά ιστορική γνώση του μελετητή, ευφραίνεται με την παιγνιώδη υφολογία του και απολαμβάνει την εριστική του επιθετικότητα καθώς βασίζεται πάνω στον υπερπλούτο των λέξεων και στον εκρηκτική καλλιέπεια.