Η «Μόνα Λίζα» και το μυστηριώδες χαμόγελο της
Η Μόνα Λίζα ή Τζοκόντα είναι αναμφισβήτητα το δημοφιλέστερο έργο
ζωγραφικής. Το φιλοτέχνησε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι από το 1503 έως το
1507 στη Φλωρεντία, αλλά γρήγορα πέρασε σε γαλλικά χέρια. Αγοράσθηκε
από τον γάλλο ηγεμόνα Φραγκίσκο Α’ για τον πύργο του στο Φοντενεμπλό,
φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο των Βερσαλιών από τον Λουδοβίκο τον 14ο,
κόσμησε την κρεβατοκάμαρα του Μεγάλου Ναπολέοντα και από το 1804
εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.
Μετά την πτώση των Σφόρτσα, ο Λεονάρδος Ντα Βίντσι επιστρέφει για μερικά χρόνια στη Φλωρεντία. Και στα 1503 (σύμφωνα με τον Βαζάρι) παίρνει παραγγελία από έναν πλούσιο Φλωρεντίνο, τον Φραγκίσκο ντελ Tζoκόντo, να ζωγραφίσει το πορτραίτο της νεαράς και ωραίας συζύγου του, της Μάνα Λίζα, 26 χρονών. Αλλά, “ενώ εργάζεται σε αυτό επί τέσσερα χρόνια, το αφήνει ατελείωτο”, λέει ο βιογράφος, απαισιόδοξος όπως πάντα. Αλλά και ο Λεovάρδος πρέπει να είχε θεωρήσει ημιτελές το πορτραίτο, αφού το πήρε μαζί με άλλα έργα στη Γαλλία, αντί να το παραδώσει στον πελάτη του, που θα το είχε οπωσδήποτε πληρώσει. Κι εδώ αρχίζει το ακανθώδες θέμα της “Τζοκόντας”. Πρόκειται πραγματικά για την προσωπογραφία της ωραιότατης συζύγου του Φραγκίσκου ντελ Τζοκόντο; Ο Αδόλφος Βεντούρ υποστηρίζει ότι γυναίκα που εικονίζεται στο πορτραίτο είναι η Κωνσταντία ντ’ Αβάλος, δούκισσα της Φρανκαβίλα, “κάτω από το μαύρο πέπλο της χηρείας”. ‘Ένας άλλος κριτικός υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια μυστηριώδη κυρία από τη Νεάπολη, που ο Λεovάρδος ζωγράφισε για τον Τζουλιάνο των Μεδίκων. Κι ο Τζουλιάνο άφησε τον πίνακα στα χέρια του καλλιτέχνη, για να μην στενοχωρήσει με τη θύμηση μιας παλιάς ερωμένης τη σύζυγό του, Φιλμπέρτα της Σαβοΐας που είχε μόλις παντρευτεί. Διατυπώθηκε και μια άλλη υπόθεση: ότι η Τζοκόντα είναι στην πραγματικότητα το πορτραίτο ενός μεταμφιεσμένου άνδρα. Γύρω από τον μυστηριώδη αυτό πίνακα υφαίνεται ένα πολύπλοκο μυθιστόρημα, που ενέπνευσε συγγραφείς και ποιητές. Τελευταίος ο Γκαμπριέλε ντ’ Αvvoύντσιο, που με αφορμή την κλοπή της “Τζοκόντας” από το Λούβρο, το 1911, από έναν Ιταλό χτίστη, εμπνεύστηκε την ιστορία ενός “απαγορευμένου έρωτα”, στο διήγημά του “Ο άνθρωπος που έκλεψε την Τζοκόντα” , Ποία είναι η αλήθεια; Ο Βαζάρι γράφει όσα άκουσε και περιγράφει τον πίνακα, χωρίς να τον έχει δει ποτέ του, αφού μετά το θάνατο του Λεονάρδου, η Τζοκόντα αγοράστηκε για τέσσερις χιλιάδες δουκάτα από τον Φραγκίσκο Α’ και παρέμεινε στη βασιλική συλλογή του Φοντεναιμπλό, πριν τοποθετηθεί οριστικά στο Λούβρο.
Η κλοπή της «Μόνα Λίζα»
Το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1911 οι Γάλλοι πάγωσαν, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο μοναδικός αυτός πίνακας είχε κλαπεί. Τις επόμενες μέρες το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Το περιστατικό αποκαλύφθηκε στις 11 το πρωί της 22ας Αυγούστου, όταν ο ζωγράφος Λουί Μπερού, που συνήθιζε να ζωγραφίζει αντίγραφα της Τζοκόντα και να τα πουλά στους επισκέπτες του Μουσείου, παρατήρησε με έκπληξη ότι ο πίνακας απουσίαζε από τη θέση του. Το ανέφερε στον αρμόδιο φύλακα, ο οποίος εντελώς βαριεστημένα του απάντησε ότι ίσως να βρισκόταν για συντήρηση. Ήταν Τρίτη και την προηγούμενη ημέρα (21 Αυγούστου) το Λούβρο ήταν κλειστό, λόγω της καθιερωμένης αργίας της Δευτέρας. Όταν διαπιστώθηκε ότι η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν στο συντηρητήριο σήμανε συναγερμός. Οι πόρτες του Μουσείου σφραγίστηκαν, τα σύνορα της Γαλλίας έκλεισαν και την υπόθεση ανέλαβε η αστυνομία, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Λουί Λεπέν. Μία από τις πρώτες ενέργειες της γαλλικής κυβέρνησης ήταν να θέσει σε διαθεσιμότητα τον διευθυντή του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος πριν από λίγους μήνες κόμπαζε ότι κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη Μόνα Λίζα από το Μουσείο του. Σχεδόν αμέσως, ο επιθεωρητής Λεπέν διαπίστωσε την κλοπή, καθώς ανακάλυψε την κορνίζα του πίνακα κάτω από μια σκάλα, πολύ κοντά στο σημείο που εκτίθετο η Τζοκόντα. Τώρα έπρεπε να ανακαλύψει τον δράστη ή τους δράστες του ανοσιουργήματος. Οι έρευνές του στράφηκαν στους κατώτερους υπαλλήλους του Μουσείου με τους γλίσχρους μισθούς, στους εμπόρους τέχνης του Παρισιού και στους νεαρούς καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ, που διάκειτο εχθρικά στην παραδοσιακή τέχνη. Οι παριζιάνοι από την πλευρά τους πίστευαν ότι πίσω από τη θρασύτατη κλοπή μπορεί να βρισκόταν κάποιος αμερικανός μεγιστάνας ή ήταν έργο της Γερμανίας, που ήθελε να δυσφημήσει τη μεγάλη της αντίπαλο.
Όταν το Λούβρο άνοιξε και πάλι τις πύλες του στις 29 Αυγούστου, χιλιάδες Γάλλοι περνούσαν μπροστά από την άδεια θέση της Τζοκόντα και έκλαιγαν γοερά, λες και είχαν χάσει ένα προσφιλές τους πρόσωπο. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1911 μία ακόμη έκπληξη περίμενε τους παριζιάνους. Η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του διακεκριμένου γαλλοπολωνού ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και του ανερχόμενου ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτων για την κλοπή. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, καθώς δεν προέκυψε το παραμικρό στοιχείο εις βάρος του και ο Απολινέρ πέντε μέρες αργότερα. Ο Τύπος, όμως, είχε φροντίσει να τους χρίσει ενόχους: «Ο Απολινέρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας» έγραφε η «Paris Journal» στις 13 Σεπτεμβρίου. Τρομοκρατημένος ο ποιητής πρόλαβε να γράψει στίχους στο κελί του, προτού πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Η σύντομη κράτησή του και οι ανυπόστατες εις βάρος του κατηγορίες αμαύρωσαν σοβαρά τη φήμη και την αξιοπιστία του. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι έρευνες περιέπεσαν σε τέλμα, παρότι οι κλέφτες επικυρήχθηκαν με μεγάλα ποσά από το κράτος και ιδιώτες. Η Τζοκόντα είχε κάνει φτερά και πολύς κόσμος πίστευε ότι είχε καταστραφεί. Η κατάσταση άλλαξε άρδην στις 29 Νοεμβρίου 1913, όταν ο ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, αφού λάμβανε μια εύλογη αμοιβή. Ο Τζέρι έκλεισε ραντεβού στον Βιτσέντζο στις 10 Δεκεμβρίου στην γκαλερί του στη Φλωρεντία. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης της πόλης «Ουφίτσι», που δεν πολυπίστεψε αυτή την ιστορία.
Την επομένη ο Βιτσέντζο οδήγησε τους δύο άνδρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του «Τρίπολι-Ιτάλια». Με αποφασιστικές κινήσεις άνοιξε ένα μπαούλο και από ένα κρυφό πάτο τους φανέρωσε τον διάσημο πίνακα. Οι δύο άνδρες έδειξαν συγκρατημένη έκπληξη, καθώς γνώριζαν ότι κυκλοφορούν δεκάδες πλαστές Τζοκόντες. Για καλό και για κακό είχαν ειδοποιήσει τους Καραμπινιέρους, οι οποίοι συνέλαβαν τον Βιτσέντσο. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποκαλύφθηκε ότι το πραγματικό όνομα του Λεονάρντο Βιτσέντζο ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο. Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, ένα κύμα συμπάθειας σηκώθηκε υπέρ του Περούτζια. Η κοινή γνώμη θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της. Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Περούτζια αποκάλυψε ότι αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμφιεσμένος σε συντηρητή του Μουσείου. Την έκρυψε κάτω από τη φόρμα του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.) και βγήκε σαν κύριος από το Μουσείο. Το κρησφύγετό του ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο από το Λούβρο. Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την κατευόδωσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι της ταχείας Μιλάνου – Παρισίων και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.
Τι έχει το χαμόγελο της Μόνα Λίζα, που το κάνει τόσο ξεχωριστό;
Ένας προγενέστερος πίνακας του ιδιοφυούς καλλιτέχνη, μπήκε στο μικροσκόπιο των ερευνητών και όπως υποστηρίζουν, έλυσαν το μυστήριο για το χαμόγελο της Μόνα Λίζα. Οι ερευνητές εξέτασαν ένα άλλο- εξίσου αινιγματικό και αδιόρατο χαμόγελο- της Λα Μπέλα Πρινσιπέσα. Πρόκειται για τον πίνακα που ο Ντα Βίντσι, φιλοτέχνησε στα τέλη του 15ου αι. Εξετάζοντας τον λοιπόν προσεχτικά, ανακάλυψαν το τρικ που χρησιμοποιούσε ο καλλιτέχνης για να μαγεύει τους θεατές. Ο Ντα Βίντσι αναμίγνυε με τέτοιο τρόπο τα χρώματα, ώστε να εκμεταλλευτεί την περιφερειακή όραση του θεατή. Αυτό που κατάφερε με το τρικ ήταν να κάνει το σχήμα του στόματος ν΄αλλάζει, ανάλογα με την οπτική που παρατηρεί κανείς τον πίνακα. Σύμφωνα με τους ερευνητές των Sheffield Hallam University και Sunderland University, αν κάνεις focus στο χαμόγελο, τότε τα χείλη μοιάζουν να έχουν μία κατεύθυνση προς τα κάτω. Αν όμως, αφήσεις το βλέμμα να σου περιπλανηθεί σε άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου, τότε τα χείλη μοιάζουν να έχουν ανοδική πορεία, δηλαδή να χαμογελούν. Η τεχνικά ονόμαστηκε «sfumato» και σύμφωνα με τους ερευνητές συναντάται και στους δύο πίνακες, στη «Μόνα Λίζα» και στη «La Bella Principessa». Και ενώ έχουν προσπαθήσει και άλλοι καλλιτέχνες να την υιοθετήσουν τη συγκεκριμένα τεχνική, κανένας δεν το κατάφερε με τόσο μεγάλη επιτυχία, όπως ο Ντα Βίντσι. «Καθώς το χαμόγελο εξαφανίζεται μόλις ο θεατής προσπαθήσει να το δει, ονομάσαμε αυτή την οπτική ψευδαίσθηση το “άπιαστο χαμόγελο”», σημείωσαν οι ερευνητές Alessandro Soranzo και Michelle Newberry του Sheffield Hallam University στην έκθεση που δημοσίευσαν.
Γιατί χαμογελούσε η Τζοκόντα;
Το 2005 μια ομάδα από το πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ χρησιμοποίησε ειδικό πρόγραμμα σε υπολογιστή για να αναλύσει το χαμόγελο της Μόνα Λίζα. Το πρόγραμμα αυτό αναλύει και αξιολογεί διάφορα χαρακτηριστικά, όπως ρυτίδες γύρω από τα μάτια ή γραμμές γύρω από το στόμα με σκοπό να προσεγγίσει τις εκφράσεις και να ερμηνεύσει τα συναισθήματα που τις προκαλούν, όπως ευτυχία, φόβο, θυμό. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης με τη βοήθεια του υπολογιστή οδήγησαν την ομάδα στο συμπέρασμα ότι η έκφραση της Μόνα Λίζα είναι αυτή μιας ευτυχισμένης γυναίκας σε ποσοστό 83%. Ωστόσο, η αιτία της ευτυχίας παρέμενε άγνωστη. Το 2006 μια ακόμα έρευνα έριξε περισσότερο φως στο αινιγματικό χαμόγελο. Μια ομάδα ειδικών ερευνητών και επιστημόνων από τον Καναδά μετέβη στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, με σκοπό να προσπαθήσει με επιστημονικές μεθόδους να ερμηνεύσει το διάσημο χαμόγελο. Με τη βοήθεια προηγμένης τεχνολογίας και λέιζερ δημιούργησαν μια τρισδιάστατη αναπαράσταση του πίνακα. Αυτή η τεχνική επιτρέπει να έρθουν στην επιφάνεια λεπτομέρειες που βρίσκονται κάτω από τις διάφορες στρώσεις των χρωμάτων του πίνακα. Από ιστορικές αναφορές ήταν γνωστό ότι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι είχε πραγματοποιήσει κάποιες αλλαγές στον αρχικό πίνακα. Η ομάδα αυτή λοιπόν έβαλε στο στόχαστρο της έρευνας το υπόστρωμα του πίνακα. Το γεγονός ότι αυτή η ομάδα κατάφερε να δει στοιχεία και λεπτομέρειες κάτω από την τελική επιφάνεια του πίνακα ήταν εξαιρετικής σημασίας για την εξαγωγή νέων συμπερασμάτων. Οι εικόνες που ήρθαν στο φως με τη βοήθεια της τεχνολογίας έδειξαν ότι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι είχε αρχικά ζωγραφίσει τη γυναίκα με τα μαλλιά της πιασμένα σε κότσο και όχι λυτά όπως τη βλέπουμε σήμερα αλλά και σε μια ελαφρώς διαφορετική στάση. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι πως η γυναίκα φορούσε φόρεμα από τούλι. Στην Ιταλία του 16ου αιώνα τέτοια φορέματα φορούσαν μόνο οι γυναίκες που είτε εγκυμονούσαν είτε είχαν μόλις γίνει μητέρες. Τώρα πλέον οι ειδικοί αναρωτιούνται αν αυτό το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα σχετίζεται με τον ερχομό ενός παιδιού….
– Ο τίτλος του πίνακα «Μόνα Λίζα», προήλθε από λάθος! Καλά ακούσατε. Ο αρχικός τίτλος θα ήταν «Monna Lisa», που στα ιταλικά Monna θα πει Παναγία.
– Η ταυτότητα της γυναίκας στον πίνακα παραμένει ένα μυστήριο. Πολλοί θεωρούν ότι είναι η θηλυκή μορφή του ίδιου του Ντα Βίντσι, ενώ οι περισσότεροι πιστεύουν ότι πρόκειται για την Lisa Gherardini, 24 ετών τότε και μητέρα 2 γιων.
– Ο αυθεντικός πίνακας έχει μια ατέλεια δίπλα από τον αριστερό αγκώνα της Μόνα Λίζα. Κι αυτό γιατί το 1956, ένας βολιβιανός άνδρας με το όνομα, Ugo Ungaza πέταξε μια πέτρα στον πίνακα κι από τότε έμεινε ανεξίτηλη αυτή η ατέλεια.
– Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο για τον πίνακα, είναι ότι η γυναίκα που απεικονίζεται δεν έχει φρύδια. Φήμες λένε ότι όταν οι συντηρητές του έργου προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τον πίνακα, έσβησαν κατά λάθος τα φρύδια της μορφής. Ωστόσο πολλοί πιστεύουν ότι ο Ντα Βίντσι δεν ολοκλήρωσε ποτέ τον πίνακά του, γιατί ήταν ένας άρρωστος τελειομανής.
– Ο πίνακας φυλάσσεται στο μουσείο του Λούβρου, σε μια ξεχωριστή αίθουσα μόνος του. Έχει μια πρόσοψη από αλεξίσφαιρο γυαλί και το δωμάτιο έχει συγκεκριμένη θερμοκρασία. Η κατασκευή του συγκεκριμένου δωματίου κόστισε 7 εκατομμύρια δολάρια.
– Ο πίνακας αυτός δεν έχει τιμή και η αξία του θεωρείται ανεκτίμητη. Έτσι δεν μπορεί ούτε καν να ασφαλιστεί.