Η “πονηρή αλεπουδίτσα”, του Λέος Γιάνατσεκ στο Θέατρο Ολύμπια!
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει για πρώτη φορά μια από τις πιο απολαυστικές όπερες του παγκόσμιου ρεπερτορίου που περιγράφει την τρυφερή ιστορία μιας άτακτης αλεπούς.
Πρόκειται για το αριστούργημα του σπουδαίου Τσέχου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ, H πονηρή αλεπουδίτσα, η οποία θα παρουσιαστεί στην θρυλική παραγωγή του Ντείβιντ Πάουντνυ, που πρωτοπαρουσιάστηκε από την Εθνική Όπερα της Ουαλίας και την Όπερα της Σκωτίας.
Η πονηρή αλεπουδίτσα είναι η πρώτη όπερα του Γιάνατσεκ, που προστίθεται στο δραματολόγιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Είναι επίσης η πρώτη φορά, που το συγκεκριμένο έργο θα παρουσιαστεί στην Ελλάδα σε κλειστό θέατρο. Πρόκειται για έναν ύμνο στον κύκλο της ζωής , δοσμένο με τρυφερότητα, χιούμορ και πραγματισμό, ένα αλληγορικό έργο με ονειρική μουσική , το οποίο ο Γιάνατσεκ συνέθεσε στο τέλος της δημιουργικής του πορείας.
Η Αλεπουδίτσα είναι μια όπερα που μιλά για το θαύμα της ζωής, απευθύνεται εξίσου σε μικρούς και μεγάλους, ενώ με όχημα τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα καταφέρνει να μιλήσει με απλό τρόπο για πανανθρώπινες αξίες και διαχρονικά ιδεώδη. Η υπόθεση του έργου, παρακολουθεί τον κύκλο ζωής μιας αλεπούς, καθώς μεγαλώνει, ερωτεύεται, κάνει οικογένεια και τελικά πεθαίνει.
Η μαγική μουσική που συνέθεσε ο Γιάνατσεκ και που τον κατέταξε στους σημαντικότερους συνθέτες του 20 αιώνα, στηρίζεται στη μουσικότητα της Τσεχικής γλώσσας, αντλεί στοιχεία από τη μουσική παράδοση της πατρίδας του, είναι έντονα λυρική και ατμοσφαιρική. Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται η φύση και ο κύκλος της ζωής, που ο Γιάνατσεκ αποδίδει με χιούμορ, ποιητικότητα και τον πραγματισμό ενός ώριμου άνδρα στο τέλος της ζωής του. Η παραγωγή, την αναβίωση της οποίας υπογράφει η Ελαίην Τάυερ Χωλ, είναι πολύχρωμη, ζωηρή και με υπέροχη αίσθηση του χιούμορ. Τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια μας μεταφέρουν σε ένα παραμυθένιο καταπράσινο δάσος, όπου συναντούμε πολύχρωμες κάμπιες με ακορντεόν, κουνούπια με προβοσκίδα και καλοσυνάτες αλεπούδες.
H παραγωγή πρωτοπαρουσιάστηκε από την Εθνική Όπερα της Ουαλίας και την Όπερα της Σκωτίας, σε σκηνοθεσία του κορυφαίου βρετανού σκηνοθέτη και έως πρότινος διευθυντή του Φεστιβάλ του Μπρέγκεντζ Ντέιβιντ Πάουντνυ. O διακεκριμένος Bρετανός σκηνοθέτης της όπερας έχει στο ενεργητικό του συνεργασίες με τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου (Εθνική Όπερα της Αγγλίας, Κρατική Όπερα της Βιέννης, Όπερα της Ζυρίχης, του Βερολίνου, Θέατρο Μπολσόι κ.ά.), ενώ έχει σκηνοθετήσει τρεις παγκόσμιες πρώτες παρουσιάσεις νέων έργων του Σερ Πήτερ Μάξουελ Ντέιβις: “Στον Γιάνατσεκ το χιούμορ είναι εμφανές, κατ’ αρχάς επειδή ως αφετηρία το έργο του έχει μία σειρά κωμικών σχεδίων εφημερίδας και ο ίδιος τη συμπληρώνει θαυμάσια με τη μουσική του – λόγου χάριν, η σφαγή των Ορνίθων από την Αλεπού και στη συνέχεια η απόδρασή της είναι εφάμιλλες αυτών σε κινηματογραφικές ταινίες των Keystone Cops του βωβού ενώ η ζωηρή σωματικότητα της κίνησης στη μουσική είναι φανερή σε πολλές σκηνές” σημειώνει ο σκηνοθέτης, ο οποίος -εκτός των άλλων- έχει συνδέσει την καριέρα του με επιτυχημένα ανεβάσματα έργων του Γιάνατσεκ.
Για τον Πάουντνυ η Αλεπουδίτσα είναι ένα σπουδαίο έργο από μουσικής και δραματουργικής απόψεως. Στο κείμενο του, από το πρόγραμμα της παραγωγής, αναφέρει: “Ο Γιάνατσεκ υπήρξε εμπνευσμένος δραματουργός και η Αλεπουδίτσα είναι, πιθανότατα, το λαμπρότερο παράδειγμα σύνθετης δραματουργίας στην όπερα του 20ού αιώνα, το οποίο τού επιτρέπει να συμπιέσει έναν πραγματικά βαθύ στοχασμό της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, τον κύκλο της ζωής και την απειλή θανάτου σε 90 λεπτά δράσης, ταλέντου και χιούμορ. Ο συνθέτης εκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα οπερικής έκφρασης –διάλογο, στροφικό τραγούδι, χορό, χορωδιακή γραφή, μουσικά εφέ εκτός σκηνής, ορχηστρικά ιντερλούδια και κάθε διαφορετική τεχνική αναπτύσσεται με απολύτως αλάνθαστη εστίαση στο εφέ και στη συμβολή της στο δράμα. Κάθε λεπτομέρεια αφηγείται την ιστορία του δράματος και βρίσκεται στην κατάλληλα θέση ενώ το σύνολο αποτελεί μάθημα «ολικού έργου τέχνης» –«Gesammtkunstwerk»- από το οποίο θα μπορούσε να διδαχτεί ακόμα και ο Βάγκνερ, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη συντομία”.
Ο Λέος Γιάνατσεκ είναι ένας από τους σημαντικότερους Τσέχους συνθέτες. Γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου 1854. Ασχολήθηκε σοβαρά με τη λαογραφία και εμπνεύστηκε από την παραδοσιακή μουσική της περιοχής όπως επίσης, γενικότερα, από τη σλαβική μουσική. Έτσι, διαμόρφωσε τη δική του πρωτότυπη μουσική γλώσσα η οποία αποτυπώθηκε με σαφήνεια στην όπερά του Γενούφα, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1904 στο Μπρνο. Το ανέβασμα της ίδιας όπερας στην Πράγα το 1916 συνέβαλε αποφασιστικά στη διεθνή αναγνώριση του συνθέτη. Ο Γιάνατσεκ συνέθεσε έργα κάθε είδους: ορχηστρικά όπως η Σινφονιέττα (1926) και η ραψωδία Τάρας Μπούλμπα (1918/21), έργα θρησκευτικής μουσικής όπως η Γλαγολιτική Λειτουργία (1927), έργα για πιάνο και μουσικής δωματίου όπως επίσης αρκετές όπερες, ανάμεσα στις οποίες Γενούφα, Κάτια Καμπάνοβα (1921), Η πονηρή αλεπουδίτσα (1924), Υπόθεση Μακρόπουλου (1926) και Από το σπίτι των νεκρών (1927). Ο συνθέτης πέθανε το 1928 στην Οστράβα από πνευμονία.
Η πονηρή αλεπουδίτσα βασίζεται σε κείμενο του συνθέτη, το οποίο βασίζεται στο εικονογραφημένο μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Λαϊκά νέα του Μπρνο το 1920. Στην ουσία επρόκειτο για σκίτσα του ζωγράφου Στάνισλαφ Λόλεκ, στα οποία ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ρούντολφ Τιέσνοχλιντεκ προσέθεσε σύντομα κείμενα. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο του Μπρνο στις 6 Νοεμβρίου 1924
Την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής διευθύνουν οι διακεκριμένοι Μαέστροι -με ειδίκευση στο έργο του Γιάνατσεκ- Γιάροσλαφ Κύσλινγκ και Οντρέι Όλος. Τα μαγευτικά σκηνικά και κοστούμια είναι της Μαρία Μπγαίρνσον, οι φωτισμοί του Νίκ Τσέλτον, ενώ η χορογραφία του Στιούαρτ Χοπς.
Στην διανομή της παραγωγής, η οποία παρουσιάζεται στα τσέχικα με ελληνικούς υπέρτιτλους, συναντούμε καταξιωμένους μονωδούς όπως -μεταξύ άλλων- τους Ράνταλ Τζέικομπς, Μίνα Πολυχρόνου, Έλενα Κελεσίδη, Χάρη Ανδριανό, Δημήτρη Κασιούμη, Ινές Ζήκου, Πέτρο Σαλάτα, Τζίνα Φωτεινοπούλου, Τζίνα Πούλου, Άκη Λαλούση, Πέτρο Μαγουλά, Ελένη Δάβου, Χαράλαμπο Αλεξανδρόπολο και άλλους.
Συμμετέχουν η Χορωδία και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής, καθώς και σπουδαστές της Σχολής Χορού της ΕΛΣ.
Μουσική διεύθυνση: Γιάροσλαφ Κύσλινγκ (28, 29/3 – 4, 5/4) – Οντρέι Όλος (1, 3/4)
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Πάουντνυ
Σκηνικά – κοστούμια: Μαρία Μπγαίρνσον
Φωτισμοί: Νικ Τσέλτον
Χορογραφία: Στιούαρτ Χοπς
Αναβίωση σκηνοθεσίας – χορογραφίας: Ελαίην Τάυερ Χωλ
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Μάτα Κατσούλη
Δασοφύλακας: Ράνταλ Τζέικομπς (28/3 – 3, 5/4), Πέτρος Σαλάτας (29/3 – 1, 4/4)
Σύζυγος Δασοφύλακα: Ινές Ζήκου (28/3 – 3, 5/4), Ελένη Δάβου (29/3 – 1, 4/4)
Δάσκαλος: Θ.α. (28/3 – 3, 5/4), Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος (29/3 – 1, 4/4)
Εφημέριος: Δημήτρης Κασιούμης (28/3 – 3, 5/4), Πέτρος Μαγουλάς (29/3 – 1, 4/4)
Χαράστα, πραματευτής: Χάρης Ανδριανός (28/3 – 3, 5/4), Άκης Λαλούσης (29/3 – 1, 4/4)
Πάσεκ, ταβερνιάρης: Γιάννης Φίλιας (28/3 – 3, 5/4), Φίλιππος Δελατόλας (29/3 – 1, 4/4)
Σύζυγος ταβερνιάρη / Κουκουβάγια: Βούλα Αμιραδάκη (28/3 – 3, 5/4), Μπαρούνκα Πράισινγκερ (29/3 – 1, 4/4)
Αλεπού: Mίνα Πολυχρόνου (28/3 – 3, 5/4), Τζίνα Φωτεινοπούλου (29/3 – 1, 4/4)
Αρσενική αλεπού: Έλενα Κελεσίδη (28/3 – 3, 5/4), Τζίνα Πούλου (29/3 – 1, 4/4)
Μικρή αλεπού: Νίκη Χαζιράκη (28, 29/3 – 1, 3, 4, 5/4)
Φράντικ: Mιράντα Μακρυνιώτη (28, 29/3 – 1, 3, 4, 5/4)
Πέπικ: Φύλλη Γεωργιάδου (28/3 – 4, 5/4), Ζωή Κάππου (29/3 – 1, 3/4)
Λάπακ, σκύλος: Aρκάδιος Ρακόπουλος (28, 29/3 – 1, 3, 4, 5/4)
Κόκκορας: Σταμάτης Μπερής (28/3 – 3, 5/4), Μανώλης Λορέντζος (29/3 – 1, 4/4)
Χόχολχα, κότα: Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη (28/3 – 3, 5/4), Λυδία Αγγελοπούλου (29/3 – 1, 4/4)
Τρυποκάρυδος: Λητώ Μεσσήνη (28, 29/3 – 1, 3, 4, 5/4)
Kουνούπι: Θανάσης Ευαγγέλου (28/3 – 3, 5/4), Άρης Προσπαθόπουλος (29/3 – 1, 4/4)
Ασβός: Ζαφείρης Κουτελιέρης (28/3 – 3, 5/4), Χρήστος Λάζος (29/3 – 1, 4/4)
Κίσσα: Bάσια Ζαχαροπούλου (28, 29/3 – 1, 3, 4, 5/4)