Μάρω Δούκα
Η Μάρω Δούκα, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Το 1966 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκτοτε ζει. Αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974, με τις νουβέλες “Η πηγάδα”, “Κάτι άνθρωποι”, και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει μία ακόμη νουβέλα, μία συλλογή διηγημάτων, οκτώ μυθιστορήματα (πιο πρόσφατο, “Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ”, 2010) και τη συλλογή κειμένων “Ο πεζογράφος και το πιθάρι του” (1992), ενώ το 2005 εξέδωσε “Τα μαύρα λουστρίνια” στο πλαίσιο της σειράς “Η κουζίνα του συγγραφέα” των εκδόσεων “Πατάκη”. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης” του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα “Αρχαία σκουριά” με το Β’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα “Πλωτή πόλη” και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα “Αθώοι και φταίχτες”, για το οποίο επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο “Καβάφη”. Διηγήματα και μυθιστορήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Σήμερα, τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις “Πατάκη”.
“Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΚΟΥΡΙΑ” αποτελεί ένα εμβληματικό βιβλίο, το οποίο καθιέρωσε τη συγγραφέα ως μια από τις αντιπροσωπευτικότερες φωνές της λογοτεχνίας μας. Η πρωταγωνίστρια, Μυρσίνη Παναγιώτου, είναι ένας από τους σημαντικότερους χαρακτήρες, που έδωσε η νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα της μεγαλοαστικής οικογένειάς της κρύβονται, επιμελώς μέχρι ένα σημείο, οι αντιθέσεις των γονέων της αλλά και η απουσία ουσιαστικού συναισθηματικού συνδέσμου μεταξύ τους, πράγμα, που η πρωταγωνίστρια αντιλαμβάνεται πολύ νωρίς. Μην αντέχοντας το αδιάφορο και συχνά προσποιητό πολιτικά αλλά χαλαρό απέναντί της οικογενειακό περιβάλλον, η Μυρσίνη εντάσσεται στη νεολαία Λαμπράκη και συμμετέχει στους αγώνες της ήδη από τα μαθητικά της χρόνια και στη συνέχεια ως φοιτήτρια. Το πραξικόπημα θα τη βρει να διανέμει παράνομο υλικό με άλλα δύο πρόσωπα για λογαριασμό του ανομολόγητου αλλά πανταχού παρόντος Κ.Κ.Ε. Σύντομα, όμως, οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων προσώπων αλλά και τάσεων της Αριστεράς θα προβληματίσουν τη Μυρσίνη, η οποία θα επιλέξει να πορευτεί μόνη της το δικό της δρόμο μακρυά από τις μεταπολιτευτικές σκοπιμότητες και τις όποιες συνιστώσες της Αριστεράς. Αλλά το τίμημα θα είναι βαρύ.
Ο συγκλονιστικός μονόλογος της πρωταγωνίστριας, που διατρέχει όλο το βιβλίο, αποτελεί την ομολογία ενός προσώπου, το οποίο αγωνίστηκε, χωρίς να σπεύσει κατά τη Μεταπολίτευση να εξαργυρώσει την όποια προσφορά του. Δεν απολογείται για όσα έκανε και, κυρίως, για την απόφασή της να απομακρυνθεί από τα πρόσωπα, με τα οποία συμπορεύτηκε αλλά επιδιώκει να συνεχίσει το μοναχικό της δρόμο, όπου θα είναι κυρίαρχος του εαυτού της και πιστή στις ιδέες της. Είναι η αποκαλυπτική μαρτυρία της, που την εξυψώνει μακρυά από τους μεταπολιτευτικούς ευτελισμούς και τις σκοπιμότητες της παράταξης, για την οποία αγωνίστηκε και φυλακίστηκε κατά την επταετία. Και για τις ιδέες της αυτές η Μυρσίνη επιλέγει να αφήσει την οικογένεια, τις σπουδές, τους ίδιους τους φίλους της και, κυρίως, την μεγαλοαστική τάξη, ώστε υπόλογη μόνο στον εαυτό της να κοιτάξει κατάματα τον αναγνώστη και να νοιώσει, ότι η ίδια όρισε τη μοίρα της. Και η έντονα συναισθηματική κοπέλα των πρώτων χρόνων της πολιτικοποίησής της μετατρέπεται σε μια συνειδητοποιημένη γυναίκα μέσα από τους αγώνες και τις ταλαιπωρίες της, θλιμμένη από την πορεία της Αριστεράς αλλά και των φίλων της στους αγώνες της, πλην, όμως, χωρίς να χάσει την ανθρωπιά της και να καταστεί άλλη μια κυνική σχολιάστρια.
Πίσω από το μονόλογο της Μυρσίνης περνάει η ιστορία της νεότερης Ελλάδος από τον Εμφύλιο μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης – το βιβλίο γράφτηκε το 1979 – και ο αντίκτυπος, που αυτή είχε στην οικογένεια της πρωταγωνίστριας αλλά και στον περίγυρό της. Ο εκτελεσμένος αδελφός της φίλης της μητέρας της Μυρσίνης και η αναγωγή του σε ήρωα, του οποίου την αίγλη καρπώνεται η αδελφή του, ο διωκόμενος οικογενειακός φίλος, οι πιστοί του κόμματος, που σταδιακά γίνονται δογματικοί και αργότερα παύουν να αγωνίζονται για την Αριστερά, οι κατ’ επίφαση αριστεροί με τη δεξιά τσέπη, που πολιτικολογούν εκ του ασφαλούς, χωρίς να αγωνίζονται έστω στο ελάχιστο, και πολλά άλλα πρόσωπα γνωστά σε όσους έζησαν την εποχή εκείνη παρελαύνουν γύρω από τη Μυρσίνη, δημιουργώντας μια πειστική τοιχογραφία της μεταμφυλιακής Ελλάδας.
Για όσους δεν έζησαν τα μετεμφυλιακά χρόνια, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα σπουδαίο μπούσουλα, που περιγράφει το κλίμα της εποχής εκείνης μέσα από τα μάτια μιας κοπέλας από μεγαλοαστική οικογένεια, η οποία ανυψώθηκε και απομακρύνθηκε όχι μόνο από την οικογένειά της αλλά και από την τάξη της, ώστε να πορευτεί το δικό της δρόμο με τίμημα την απομάκρυνσή της από τους πάντες και τα πάντα.
”ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ” – 2016-εκδόσεις Πατάκη
Τίποτα δεν χαρίζεται: Ανάµεσα στην ηµερολογιακή καταγραφή, την εξοµολόγηση, τη δοκιµή, την κατάθεση, το χρονογράφηµα, το σχεδίασµα, την επιφυλλίδα, το µελέτηµα.
Κείµενα αγάπης: Από τον Μανόλη Αναγνωστάκη έως τον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό. Για τον Γιάννη Ρίτσο, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Στρατή Τσίρκα, τον Βασίλη Βασιλικό, τον Τάσο Λειβαδίτη.
Μιλώντας στα παιδιά: Γιατί διαβάζουµε λογοτεχνία; Για τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Διονύσιο Σολωµό, τον Κώστα Ταχτσή, τον Στρατή Τσίρκα πάλι, τη Διδώ Σωτηρίου, τον Παύλο Ζάννα, τον Μ. Καραγάτση, τον Γιάννη Κοντό, τον Αντρέα Φραγκιά, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιώργο Ιωάννου.
‘’Ακόµη και τότε, πριν από τόσα χρόνια, ακόµη και σήµερα, έπειτα από τόσα χρόνια, για µένα έγραφα, για µένα γράφω. Για να µπορώ να ρίχνω µπρος πίσω τις µατιές µου. Να αυξοµειώνω την ένταση. Να συνοµιλώ µε τα επίµονα, τα αόρατα, τα άπιαστα. Να περιθάλπω τα πεταµένα, τα άχρηστα, τα πονεµένα. Να ανυψώνω τα εφήµερα, τα αδιόρθωτα, τα άρρωστα. Να περιποιούµαι τα αδέσποτα, τα άστεγα, τα αδιάλυτα! Όπως και τότε, πριν από τόσα χρόνια, έτσι και σήµερα, απ’ την ανάγκη µου να σκεφτώ, να αντισταθώ, να υπάρξω, να συνυπάρξω. Εφόσον ναι, κι αν δεν το ήξερα, αργά και µε κόπο, το έµαθα: Τίποτα δεν χαρίζεται.’’ Μ. Δούκα