Μενέλαος Λουντέμης, πολυγραφότατος και αγαπημένος.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ (1906-1977)

Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασιάδης και προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Πόλης που χρεοκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος. Σε παιδική ηλικία έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας, σύντομα όμως μπήκε στη βιοπάλη (γραμματοδιδάσκαλος, ψάλτης, εργάτης στα τεχνικά έργα του Γαλλικού ποταμού). Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διετέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του Βουρκωμένες μέρες. Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Πέθανε στην Αθήνα, ενώ οδηγούσε, από καρδιακή προσβολή.

Αποτέλεσμα εικόνας για μενελαος λουντεμης φωτογραφιες

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε γύρω στο 1930 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων στο περιοδικό Νέα Εστία. Το 1938 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων” Τα πλοία δεν άραξαν”, για την οποία τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας. Τιμήθηκε επίσης με το βραβείο της Χρυσής Δάφνης Πανευρώπης ( Παρίσι, 1951). Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον “ερασιτεχνικό” τρόπο γραφής, τον οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δε τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Παρόλα αυτά στο σύνολο του έργου του δεσπόζει η τάση του να στρέφεται εξ’ ολοκλήρου γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο-αφηγητή (που συνήθως παραπέμπει στον ίδιο το συγγραφέα), που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και το οποίο μας δίνει την προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου του έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.

Το έργο του είναι έντονα επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του ρεύματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Κνουτ Χάμσουν, Μαξίμ Γκόρκι, Παναΐτ Ιστράτι κ.α.): ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία που αγγίζει κάποτε το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Σε έργα του όπως το Συννεφιάζει και το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα αξιοσημείωτη είναι η ψυχογραφική τεχνική του που δημιουργεί ολοκληρωμένους, ζωντανούς χαρακτήρες, οι οποίοι συναπαρτίζουν μια ολόκληρη μικρή κοινωνία, και η αφηγηματική δύναμη.

Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.

«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ… Ἔρωτα μὴ σὲ…
ἔρωτα μισέ… ἔρωτα μισέ…»

Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:

«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».

ἀπὸ τὴν συλλογή:
«Κάτω Ἀπὸ Τὰ Κάστρα Τῆς Ἐλπίδας»

Σχόλια

σχόλια