Μαίρη Σαμαρά -Η γυναίκα που εργάστηκε για 50 χρόνια ως γυμνό μοντέλο
Για 56 χρόνια, η Μαίρη Σαμαρά πόζαρε για τους εκκολαπτόμενους και κατά συνέπεια για μερικούς από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ελλάδας. Από 13 χρονών μέχρι και τα 70 της, ανέβαινε τα σκαλιά της υπερυψωμένης βάσης στο κέντρο της αίθουσας της Σχολής Καλών Τεχνών. Καθόταν γαλήνια και πάλευε με τη μονοτονία και την πλήξη, καθώς έπρεπε να μείνει «ακίνητη, αμίλητη και αγέλαστη». Για να περάσει η ώρα, μετρούσε τα κεφάλια των φοιτητών.
Ξεκίνησε ως ένα παιδικό «πρόσωπο» και στα 17, πόζαρε για πρώτη φορά γυμνή.
Γεννήθηκε το 1935, ανήμερα των Τριών Ιεραρχών. Για πλάκα, συνήθιζε να λέει στους φοιτητές της Καλών Τεχνών, ότι η 30η Ιανουαρίου κηρύχτηκε σχολική αργία, για να γιορτάσουν τη γέννησή της. Μεγάλωσε στον Βοτανικό. Οι γονείς της, αν και φτωχοί άνθρωποι, θυσίασαν τα πάντα για να τη στείλουν σε ιδιωτικό σχολείο. Το 1947 όμως, τους έχασε και τους δύο. Έκτοτε, ζούσε με τη γιαγιά της, η οποία δεν νοιαζόταν πολύ για τα γράμματα και την έστειλε να μαθητεύσει δίπλα σε μια μοδίστρα. Κατά σύμπτωση, η μητέρα της μοδίστρας ήταν επιστάτης στην σχολή Καλών Τεχνών.
Το 1948, όταν η 13χρονη τότε Μαίρη ξεκίνησε να δουλεύει στη μοδίστρα και έμαθε για τη θέση του μοντέλου, ζήτησε να ποζάρει και αυτή. Το ημερομίσθιο έφτανε τις 4 δραχμές και τα χρήματα ήταν μεγάλη βοήθεια. Ξεκίνησε ποζάροντας σε προκαταρκτικά μαθήματα, πριν ακόμα οι φοιτητές χωριστούν σε εργαστήρια ζωγραφικής, γλυπτικής ή χαρακτικής. Επιβλέπων καθηγητής ήταν ο Γιάννης Μόραλης, ο οποίος την οδήγησε στο βάθρο όπου θα περνούσε χιλιάδες ώρες από την υπόλοιπη ζωή της. Την πρώτη βδομάδα, οι φοιτητές έπρεπε να ζωγραφίσουν μόνο το πρόσωπό της. Ήταν όμως άπειροι και καθώς μετρούσαν τις αποστάσεις με βελόνες πλεξίματος, τις έφερναν πολύ κοντά στο πρόσωπό της. Εκείνη, εξίσου άπειρη και περίεργη για κάθε τι καινούριο, ακολουθούσε τις κινήσεις τους με το βλέμμα της και έστρεφε το κεφάλι της, χαλώντας την πόζα και κινδυνεύοντας να βγάλει το μάτι της με τις βελόνες.
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να κάνει γυμνό. Στα 17, σε εργαστήριο του μεγάλου εικαστικού δάσκαλου Ανδρέα Γεωργιάδη, του λεγόμενου και «Κρης», έβγαλε για πρώτη φορά το φόρεμα και έμεινε με το κομπινεζόν.Μετά από πολλές αναστολές και με το πέρασμα του χρόνου πείστηκε , ότι το να γδυθεί μπροστά στους σπουδαστές για να ασκηθούν στην τέχνη τους, ήταν απόλυτα φυσιολογικό.Όσοι αγνοούν τη διαδικασία συχνά τη ρωτάνε γιατί δεν ντρεπόταν να μένει γυμνή μπροστά σε τόσο κόσμο. Η απάντηση είναι πάντα η ίδια: «Γιατί, εσύ ντρέπεσαι να πας στον γυναικολόγο; Εκεί υπάρχει το «πρέπει».
«Το χειρότερο είναι να φοράς κιλότα», λέει. Είναι σαν να έχεις κάτι να κρύψεις, κάτι πονηρό. Το τελείως γυμνό δεν προκαλεί εντύπωση, αλλά το ημίγυμνο μερικές φορές είναι πιο προκλητικό. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να τη βλέπουν οι ζωγράφοι. Ήταν η δουλειά της και τους εμπιστευόταν. Οι «άσχετοι» την τρομοκρατούσαν. Μια φορά κόντεψε να λιποθυμήσει, όταν μπήκε στην αίθουσα ο συγγραφέας Βασίλης Ρώτας για να μιλήσει στην κόρη του, που ήταν φοιτήτρια στη σχολή. Ο άντρας της Μαίρης μάλιστα την κορόιδευε, γιατί ακόμα και στη θάλασσα, έμπαινε με τα ρούχα και έβγαζε το φόρεμα, μόνο όταν είχε καλυφτεί ολόκληρη απ’ τα κύματα.
Στη σχολή όμως, ήταν διαφορετικά. Στο μάθημα επικρατούσε απόλυτη σιωπή και οι καλλιτέχνες ήταν αφοσιωμένοι στο έργο τους. Ποτέ δεν την έκαναν να νιώσει αμήχανα ούτε την κοίταξαν προκλητικά. «Δεν βρέθηκε και κανένας να με ερωτευτεί», λέει γελώντας.
Η Μαίρη πάντως δεν έδωσε σημασία στα κουτσομπολιά και δεν έκρυψε ποτέ το επάγγελμά της. Ούτε καν απ’ την πεθερά της, που είχε έρθει απ’ τη Σαμοθράκη για να τη δει στην Αθήνα. Ήταν απλή, αγράμματη γυναίκα, αλλά ενθουσιάστηκε όταν έμαθε ότι η νύφη της πόζαρε για να την κάνουν αγάλματα .
Μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών μπορεί να γίνει ο καθένας. Η τέχνη δεν απαιτεί τέλειες αναλογίες και όμορφα χαρακτηριστικά. Κοντοί, χοντροί, νέοι, γέροι, παραμορφωμένοι και απόλυτα φυσιολογικοί. Η μόνη απαίτηση για ένα μοντέλο είναι να μείνει ακίνητο για ώρα. «Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η ορθοστασία», παραδέχεται η Μαίρη Σαμαρά. Ειδικά όταν πόζαρε για γλύπτες. Τη μετρούσαν το πρωί για να πάρουν ακριβή στοιχεία για το έργο και όταν τη ξαναμετρούσαν το βράδυ, είχε «μαζέψει» απ’ την κούραση.
Το 1995 συνεργάστηκε με τον καλλιτέχνη Γιάννη Μαρκόπουλο σε ένα «ζωντανό» έργο τέχνης. Ήταν ξαπλωμένη και δεμένη πάνω σε σάπιες σανίδες που είχαν βγάλει από ένα ιστιοπλοϊκό. Τα ξύλα είχαν ζεσταθεί απ’ τα φώτα και άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια μυρμήγκια που είχαν φωλιάσει στις σανίδες. Η Μαίρη έπρεπε να μείνει εκεί, ακίνητη, με τα έντομα να κόβουν βόλτες πάνω στο σώμα της.
Η απασχόληση ήταν σοβαρή, επαγγελματική και καθοριστική για τη σωστή λειτουργία της σχολής.
Δεν ήταν ποτέ ένα απλό μοντέλο, που πόζαρε και έφευγε, όταν τελείωνε η βάρδιά της. Βρισκόταν στο πλευρό των καλλιτεχνών από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο κτίριο.
Δούλεψε με θρύλους της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Για χρόνια, συνεργαζόταν με τον Παναγιώτη Τέτση, τον Γιάννη Μόραλη, τον Μιχάλη Τόμπρο, που τη φώναζε «καναρινάκι», επειδή ήταν πολύ μικροκαμωμένη. Πόζαρε για τον γλύπτη Γιάννη Παππά, που ήθελε να δώσει εξετάσεις για να γίνει καθηγητής στην Καλών Τεχνών, αλλά είχε να δείξει μόνο αιγυπτιακά γλυπτά. Με τη Μαίρη δημιούργησε έργα πιο ελεύθερα, που του χάρισαν την θέση του στη σχολή.
Η αφοσίωση και η αγάπη της ανταμείφθηκαν. Το 1998 διοργανώθηκε έκθεση προς τιμήν της. Είχε συμπληρώσει 50 χρόνια ως μοντέλο της σχολής. Συνολικά 70 καλλιτέχνες πρόσφεραν έργα τους, κάτι πρωτοφανές στην ιστορία της τέχνης, να τιμήσουν έτσι ένα μοντέλο. Η Μαίρη Σαμαρά εργάστηκε στη σχολή μέχρι και 70 χρονών. Την τελευταία φορά που πόζαρε ως μοντέλο ήταν το 2004. Είχε βρέξει και η αίθουσα πλημμύρισε. Η Μαίρη πειθαρχημένη και συνεπής έμεινε να κάνει τη δουλειά της. Είχε γίνει μούσκεμα κι είχε βάλει τα ρούχα της πάνω στα καλοριφέρ για να στεγνώσουν. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, τα παπούτσια της ήταν ακόμα βρεγμένα κι έτσι έφυγε με τις σαγιονάρες που φορούσε στο μάθημα. Μπήκε στο μετρό με χειμωνιάτικο παλτό και γυμνά πόδια και όπως λέει χιουμοριστικά, άρχισε να εξηγεί στους επιβάτες ότι δεν ήταν απ’ το ψυχιατρείο. Το ίδιο βράδυ τηλεφώνησε στη σχολή και τους είπε ότι ήταν η τελευταία φορά που πόζαρε. «Καλά, εντάξει», της απάντησαν, «Σε μια βδομάδα, θα ‘σαι πίσω». Πέρασαν ήδη δέκα χρόνια και δεν επέστρεψε… ακόμη.
80 χρονών σήμερα, παραμένει δραστήρια , όμως και κοντά στην τέχνη και τους ανθρώπους της.
[από Αθηνά Τζίμα]