«Μια αγάπη…. Μια Τρικυμία»
Η μέρα ήταν απερίγραπτα καταθλιπτική. Λες και ο καιρός στεκόταν εκεί, συμπαραστάτης και φίλος της. Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα και κάποιες σταγόνες βροχής, άρχισαν δειλά-δειλά να πέφτουν και να γίνονται ένα με τα δάκρυά της.
Η Αγνή, μόλις στα δεκαεννέα της χρόνια, ντυμένη στα μαύρα με πρόσωπο χλωμό και μάτια πρησμένα από το κλάμα, έριξε ως τελευταίο φόρο τιμής, λίγο χώμα στον τάφο της μητέρας της. Υποβασταζόμενη από τον αδερφό της-το μόνο της στήριγμα, αφού ο πατέρας της είχε φύγει από τη ζωή, όταν η ίδια ήταν βρέφος- απομακρύνθηκε με έναν αθόρυβο πόνο στην ψυχή.
Εκείνος την περίμενε στην έξοδο του νεκροταφείου. Στεκόταν αγέρωχος με το σακάκι να κρέμεται στον ένα του ώμο και τον άλλο ακουμπισμένο στον κορμό ενός κυπαρισσιού.
Μόλις τον αντίκρισε, παρά το βαθύ της πόνο, η ευαίσθητη καρδιά της σκίρτησε. Ήταν πολύ όμορφος ο Μανώλης της. Ψηλός μελαχρινός με μούσι και πυκνά μαύρα μαλλιά.
«Είμαι ακόμα ζωντανή, σκέφτηκε. Αυτός ο άντρας θα είναι το βάλσαμό μου, η χαρά μου, το γέλιο μου, η ζωή μου όλη»
Μόλις ξεμάκρυναν και οι τελευταίοι συγγενής και γείτονες που ήρθαν από το χωριό, ο αδερφός της την έσπρωξε απαλά λέγοντάς της.
«Πήγαινε, σε περιμένει… το ξέρω.. Μου το είπε η μαμά πριν μας αφήσει για πάντα. Αυτόν αγαπάς. Πήγαινε λοιπόν, τι κάθεσαι;»
Η Αγνή με την όμορφη ψυχή και την αισιόδοξη σκέψη, έτρεξε με ορμή προς τον άντρα που της είχε σημαδέψει τη σκέψη και τη ζωή.
«Θα αλλάξει, σκεφτόταν ενώ τον πλησίαζε, μ’ αγαπάει και θα αλλάξει»
«Μου έλειψες» Της είπε καθώς την αγκάλιασε σφιχτά.
Ο αδερφός της κοιτώντας την εικόνα, παρακαλούσε να μη βγουν αληθινοί οι φόβοι της μητέρας τους. «Αυτός ο άνθρωπος θα την καταστρέψει, αλλά μόνη της διάλεξε τη μοίρα της» του είπε ένα βράδυ.
«Και σε μένα έλειψες» του ψιθύρισε. Είχε πολύ μεγάλη ανάγκη την αγκαλιά του. Η επαφή με το σώμα του, λειτούργησε σαν βάλσαμο, στην πληγωμένη από τον πόνο της απώλειας, ψυχή της. Είχε εναποθέσει σ’ αυτόν τον άντρα, όλα τα όνειρα και τις ελπίδες της.
Ωστόσο η γυναικεία της διαίσθηση, αυτό το αλάνθαστο κριτήριο…. Όχι, όχι δεν ήθελε να ακούσει τίποτα η Αγνούλα. «Θα παντρευτούμε και θα στρώσει, θα παντρευτούμε και όλα θα είναι καλά»
Αλήθεια! Ποια δύναμη μπορεί να υπερνικήσει τον έρωτα; Τον τυφλό Θεό της ανθρώπινης ύπαρξης; Τον πόνο και την επιθυμία των αισθήσεων, μα και τον πλάνο της λογικής;
Στα σπαραχτικά του δίχτυα, ψαράκι και πιάστηκε και η Αγνή. Μέσα της ήξερε πως είχε βρεθεί στο χείλος της αβύσσου.
Ανέβηκαν στη μηχανή του και ξεκίνησαν για το σπίτι. Εκείνη γαντζώθηκε στο λεβέντικο παράστημά του και ένιωθε πως άγγιζε τον ίδιο τον παράδεισο.
Το σώμα του όμως… το σώμα που εκείνη είχε λατρέψει, ερχόταν σε αντίθεση με την ψυχή του και τη θέλησή του. Τόσο δυνατός, μα και τόσο αδύναμος αντάμα.
Το σαράκι που της έτρωγε και του έτρωγε τα σωθικά, εκεί… μόνιμος εφιάλτης.
Η ανάσα του, παρασυρμένη από τον αέρα, της τον έφερνε στα ρουθούνια και της πότιζε με φαρμάκι την ψυχή.
Είχε ένα μοναδικό όπλο ο Μανώλης που είχε στρέψει εναντίον του, αλλά και εναντίον όποιου τον αγαπούσε. Το αλκοόλ. Αυτό ήταν το θανατερό του όπλο. Κάθε του κύτταρο είχε κορεστεί από την τοξίνη και στις φλέβες του έρεε οινόπνευμα, αντί για αίμα.
«Ήπιες πάλι, του είπε με παράπονο η Αγνή. Ξέχασες τι μου υποσχέθηκες;»
Δεν περίμενε κάτι το καινούριο. Εξάλλου γνώριζε πως όλα τα εξαρτημένα άτομα, είναι πολύ καλά εκπαιδευμένα στα ψέματα και στις εύκολες υποσχέσεις.
«Δε με παρατάς! Μια μπύρα ήπια μόνο» της είπε έτοιμος να εκραγεί. Ο θυμός, η μοναδική αμυντική του ασπίδα, πάντα έφερνε αποτελέσματα. Η Αγνή δεν ξαναμίλησε σε όλη τη διαδρομή. Μόνο φόβο ένιωθε, γιατί η αστάθεια στην οδήγηση, της δημιουργούσε ανασφάλεια για τη σωματική τους ακεραιότητα.
Φτάνοντας, και πριν προλάβει να εναποθέσει για λίγο στην ηρεμία του σπιτιού της, ίσως και στα χέρια του άντρα που αγαπούσε, την κούραση και τη θλίψη της ημέρας, εκείνος χωρίς ίχνος στοργής και τρυφερότητας την σήκωσε στα δυνατά του μπράτσα και την πέταξε με δύναμη στο κρεβάτι. Το θολωμένο του μυαλό δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά και ανθρώπινα, παρά μόνο πως θα ικανοποιήσει τα ζωώδη ένστικτα της ηδονής και της αναπαραγωγής. Η αγάπη σαν συναίσθημα και η γλυκύτητα, ή έστω η στοιχειώδη ευγένεια, ήταν εντελώς ξένα για εκείνον.
«Το ξέρεις ότι σου πάνε πολύ τα μαύρα; Σε θέλω…» της είπε και η φωνή του αντήχησε στα αυτιά της σαν βρυχηθμός άγριου ζώου.
Πριν η Αγνούλα προλάβει να αρθρώσει λέξη, της έκλεισε το στόμα με ένα απαιτητικό και αλκοολικό φιλί. Το μόνο που πρόλαβε να χαραχτεί στην εύθραυστη ψυχή της ήταν αηδία και απέχθεια για τον άνθρωπο που τόσο πολύ αγαπούσε.
Εκείνος χωρίς να χάσει καιρό ελευθέρωσε τα σώματά τους από τα ρούχα, σχίζοντας ότι εμπόδιζε το βίαιο έργο του και εισέβαλε απότομα στο κέντρο της ύπαρξής της, πληγώνοντας το κορμί της και κάθε ικμάδα γυναικείας αξιοπρέπειας και ευαισθησίας. Μούγκριζε σα το κτήνος που κατασπαράσσει τη λεία του, προφέροντας πρόστυχα λόγια ηδονικής ευχαρίστησης.
Σπάραζε η Αγνούλα στα χέρια του, όχι από ευχαρίστηση, αλλά από πόνο ψυχής.
Μια φωνή μέσα της, ούρλιαζε μπας και φτάσει στα αυτιά της και στο ένστικτο της αυτοσυντήρησής της. «Φύγε όσο είναι ακόμα νωρίς».
Εκείνη αντιστεκόταν στη φωνή που σπάραζε μέσα της, με όση δύναμη της είχε απομείνει. Της άρεσε ο Μανώλης, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η Αγνή είχε κάνει ένα τεράστιο σφάλμα για τις καταβολές του χωριού της, όπου και μεγάλωσε και γαλουχήθηκε με εκείνες τις αντιλήψεις.
Είχε χαρίσει πια στον άνθρωπο αυτό την τιμιότητά της. Όταν τόλμησε να εμπιστευτεί στη μάνα της το «ένοχο» μυστικό της, εκείνη όρμησε επάνω της, την άρπαξε από τα μαλλιά και ούρλιαζε με όλη της τη δύναμη: «Τι πήγες και έκανες μωρή. Τώρα ποιος θα σε πάρει. Πουτάνα θα σε ανεβάζει, πουτάνα θα σε κατεβάζει».
Τα λόγια της μάνας της είχαν χαραχτεί με ανεξίτηλο μελάνι στην ψυχή της. Ο πόνος που της προκάλεσαν μεγάλος. Κάποια στιγμή αποφάσισε να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά της μητέρας εκκλησίας. «Μεγάλη αμαρτία τέκνο μου. Όταν σμίγουν τα σώματα πριν το γάμο επιτελείται πορνεία. Να μην κοινωνήσεις για πέντε χρόνια»
Τι να έκανε και η άμοιρη η Αγνή. Μονόδρομος ο Μανώλης και για τον άνθρωπο και για το Θεό.
Όσο για τον ίδιο; Λάβαρο στη ζωή του και κορώνα στο κεφάλι του. Πριν λίγες μέρες είχε ανακοινώσει στη μάνα του με καμάρι. «Μάνα θα την παντρευτώ. Ήμουν ο πρώτος της».
Πρώτος, μα και τόσο τελευταίος!
«Να την πάρεις παιδί μου. Με την ευχή μου! Είναι καλή και εργατική. Μαζί της θα φας κομμάτι ψωμί. Έχει μόνιμη δουλειά»
Ο Μανώλης αιωνόβιος φοιτητής στην ΑΣΣΟΕ, είχε περάσει τα τριάντα και χαΐρι δεν είχε δει. Τι να έκανε κι η κακομοίρα η μάνα του. Κοιτούσε να τον φορτώσει σε κανένα άμοιρο θηλυκό, για να ζήσει όπως, όπως. Τον βαρέθηκε και η ίδια. Πότε με τη γαλιφιά, πότε με το άγριο, της ξάφριζε μια συνταξούλα που είχε, ίσα-ίσα για να τα βγάζει πέρα.
Όταν έφτασε στον τελευταίο ηδονικό σπασμό, έπεσε ανάσκελα να χαρεί και να απολαύσει την ένταση της ηρεμίας. Ο ιδρώτας του ανακατεμένος με το αλκοόλ έκανε την ατμόσφαιρα να μυρίζει αποκρουστικά. Την παρουσία της γυναίκας δίπλα του, την ξέχασε εντελώς. Εκείνη η γυναίκα, που στο δικό της κορμί ξέβρασε τις ερωτικές του ορέξεις δεν υπήρχε πια. Της γύρισε την πλάτη και σε δευτερόλεπτα ροχάλιζε σαν ξεχαρβαλωμένος κινητήρας.
Η Αγνούλα αδύναμη και εξαντλημένη και με μια πίκρα στο στόμα γύρισε στο πλάι. Έβαλε τα χέρια της ενωμένα στις παλάμες ανάμεσα στα πόδια της και σε εμβρυακή στάση ξέσπασε σε σιγανά κλάματα. Ποτάμι τα δάκρυά της μούσκευαν και πότιζαν με απελπισία το μαξιλάρι της. Ήξερε πολύ καλά μέσα της, πως αυτός ο δρόμος ήταν χωρίς γυρισμό. Αναρωτιόταν αν φταίει ο έρωτας, ή ο Θεός αδίκησε τη γυναίκα, δημιουργώντας ένα σωματικό φραγμό για να φυλακίσει την ψυχή και το σώμα της.
Με αυτές τις σκέψεις και με συναισθήματα πόνου και εγκατάλειψης, ένιωσε σιγά, σιγά τα μέλη της να παραλύουν. Ο ήχος από το ροχαλητό του άντρα δίπλα της, όλο και πιο πολύ ξεμάκρυνε από τα αυτιά της.
Κοιμήθηκε! Επιτέλους, λυτρώθηκε!
Διήγημα της Χρυσάνθης Β Καραούλη