Μολυβένιος στρατιώτης
Σε είδα χτες στον ύπνο μου.
Φορούσες το καλό σου το χαμόγελο. Στα μάτια σου κρέμονταν δυο μετέωρες σιωπές. Κίνηση καμία στις εκφράσεις σου. Οι αναπνοές σου ήρεμες. Επικίνδυνη ησυχία. Τα χέρια σου σταυρωμένα μπροστά σου, το ανάστημά σου επιβλητικό και’συ σε στάση προσοχής. Ακίνητος κι’ ασάλευτος σαν βράχος μπρος σε κύματα. Σε πλαισίωνα εγώ. Σε τύλιγα. Ήμουν τα κύματα. Άσπλαχνα και ορμητικά σε κατάπινα μα εσύ εκεί. Ακίνητος. Δεν άπλωνες το χέρι για βοήθεια, δεν ήθελες να σωθείς.
Σου φώναζα να φύγεις, ότι δε σε θέλω. Να φύγεις να σωθείς κι’εσύ κι’ εγώ, όμως εσύ εκεί. Ατάραχος να με κοιτάς με δύο κενά στο βλέμμα. Δεν έφευγες μα ούτε εκεί ήσουν. Ένας γοητευτικός απών σαν μολυβένιος στρατιώτης που επιμένει να μένει σε μια μάχη που τελείωσε νωρίς.
Δεν υπάρχει νίκη πια για μας. Η μάχη ήταν άνιση, τα όπλα μας πλαστικά, οι ήρωες μας χάρτινοι και τους πήρε ο αέρας ένα πρωί που φύσαγε πολύ.
Φύγε. Είναι ανόητο να είσαι πια εδώ ενώ δεν είσαι. Έτσι κι’αλλιώς σ’ εκδικήθηκα. Σου φουρτούνιασα τα μάτια με την ανακωχή μου. Όσο για μένα; Ευτελές ποσόν εγώ. Σιγά το πράγμα. Άντε φύγε! Και πάρε μαζί σου και το καλό σου το χαμόγελο, δεν μου χρειάζεται. Δεν μπορεί να ζεστάνει πια την παγωνιά μου. Αυτά είχα να σου πω. Με άλλα λόγια – και κάνε πως δεν τ’ άκουσες αυτό – σ’ αγαπάω.
Εύα Κοτσίκου