15/02,2017 - ΠΟΙΗΣΗ   

<Μονόγραμμα>– Οδυσσέας Ελύτης

Eνα από τα ερωτικότερα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που ο Οδυσσέας Ελύτης συνθέτει τα χρόνια της διαμονής του στο Παρίσι 1969 – 1971 και τυπώνεται αρχικά (1971) στις Βρυξέλλες και τον αμέσως επόμενο χρόνο στην Ελλάδα (1972).


Στα 60 του χρόνια ο ποιητής θα δημιουργήσει έναν ερωτικό ύμνο γεμάτο νεανικότητα και πάθος, που κατορθώνει ν’ αποδώσει ακόμη και τις πιο λεπτές εκφάνσεις του ερωτικού συναισθήματος. Κινούμενος σε δύο βασικές θεματικές: α) στην ιδέα πως στο πρόσωπο της αγαπημένης του βρίσκει το απολύτως αναγκαίο συμπλήρωμα του εαυτού του, το άλλο του μισό, και β) στην αίσθηση πως ο κόσμος δεν είναι ακόμη έτοιμος να δεχτεί έναν έρωτα τέτοιας έντασης και αγνότητας, ο ποιητής μιλά στην εσώτατη προσδοκία κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να βρει το ιδανικό του ταίρι για να ζήσει έναν έρωτα ανέλπιστα μοναδικό, έναν έρωτα πρωτόφαντο.
Ο τίτλος
Μονόγραμμα είναι ένα γράμμα ή ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων γραμμάτων, συνήθως τα αρχικά ονόματος, για τη δημιουργία μιας σφραγίδας. Μπορούμε οπότε να σκεφτούμε το μονόγραμμα ως τα αρχικά του ονόματος της αγαπημένης του ποιητή ή το συνδυασμό των αρχικών γραμμάτων από τα ονόματά τους, σε μια σφραγίδα που φτιάχνει ο έρωτας, φέρνοντας του δύο αγαπημένους για πάντα μαζί.


Η υπόθεση του ποιήματος
Ο Ελύτης δημιουργεί εδώ μια σύγχρονη ερωτική τραγωδία, με ελλειπτική όμως αποτύπωση του μύθου, ώστε ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να βρει τις δικές του προεκτάσεις και να ταυτιστεί με ποικίλους τρόπους με το ερωτευμένο ζευγάρι. Τα βασικά σημεία, πάντως, είναι πως οι δύο ερωτευμένοι αντιμετωπίζουν μια σφοδρή εναντίωση στον έρωτά τους από τους άλλους ανθρώπους, σε σημείο που η κοπέλα, μη αντέχοντας προφανώς την κατακραυγή, αυτοκτονεί. Ο τρόπος που πεθαίνει η κοπέλα υπονοείται στο ποίημα με τη διακειμενική αναφορά στην Οφηλία, ενισχύοντας έτσι τη σύνδεση του ποιήματος με τις ερωτικές τραγωδίες, όπου το πρωταγωνιστικό ζευγάρι καλείται ν’ αντιμετωπίσει τις έντονες αντιρρήσεις της οικογένειας και του γενικότερου κοινωνικού περιβάλλοντος.
Ο ποιητής αφήνει ασαφή τα περισσότερα στοιχεία του μύθου, όπως για παράδειγμα το λόγο για τον οποίο ο έρωτάς τους δε γίνεται αποδεκτός, ώστε το ποίημα να είναι ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Εκείνο, άλλωστε, που κυρίως ενδιαφέρει τον ποιητή είναι η απόδοση της αγάπης, είναι ο θρήνος για την ιδανική αγάπη, για το μοναδικό αυτό έρωτα που όμοιός του δεν έχει βιωθεί ποτέ πριν.
Ό,τι επομένως προσδίδει στο ποίημα την απαιτούμενη τραγική διάσταση και φέρνει την εξιδανίκευση του ερωτικού συναισθήματος, είναι ο χαμός της αγαπημένης. Με το ποιητικό υποκείμενο να περνά στο θρήνο του από την άρνηση, όπου εμφανίζεται να βιώνει ως ευλογημένο παρόν τη συνύπαρξη με την αγαπημένη, μέχρι την τελική συνειδητοποίηση της μεγάλης απώλειας.
Ο πρόωρος θάνατος της αγαπημένης, λοιπόν, τερματίζει τον έρωτα αυτό που ξεπερνά τ’ ανθρώπινα μέτρα, προσδίδοντάς του όμως συνάμα τον αναγκαίο εξαγνισμό και διασώζοντάς τον από την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου.
Το ποίημα, αν και είναι επί της ουσίας ένας θρηνητικός μονόλογος, κερδίζει σε δραματικότητα, καθώς ο ποιητής απευθύνει όλα του τα λόγια προς την αγαπημένη γυναίκα. Έτσι με τη χρήση του β΄ προσώπου, αλλά και με τη φράση «μ’ ακούς» που λειτουργεί ως επωδός, το ποίημα λαμβάνει το χαρακτήρα μιας ερωτικής εξομολόγησης, έστω κι αν δεν υπάρχει πια η δυνατότητα να λάβει απόκριση.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτα άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιός, μ’ ακούς

Σου κρατάει το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ‘ρθει μια μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δυό μαζί, μ’ ακούς

Σχόλια

σχόλια