Μου είπες θα ερχόσουν
Έμεινε απάτητο το χιόνι στο δρομάκι του σπιτιού μου.
Μου είπες θα ερχόσουν.
Κι εγώ στηνόμουν στην άκρη του παραθύρου τσαλακώνοντας από αμηχανία την λευκή μου κουρτίνα.
Πέρναγαν φιγούρες πανομοιότυπες με τη δική σου, μα πριν προλάβω να νιώσω τα γόνατα λυμένα απ’ τον πόθο, αντιλαμβανόμουν πως κανείς δεν κουβαλούσε τα γκριζωπά μάτια σου.
Μου είπες θα ερχόσουν.
Σκάρωνα όνειρα η ανόητη. Θ’ άνοιγα το άθιχτο κρασί, το ξεχασμένο στο καλάθι.
Θα καθόμασταν αντικριστά, ίσα που θα μας ζάλιζαν τα πολύχρωμα φωτάκια.
Θα ξετύλιγες ενθουσιασμένος το δώρο που σου αγόρασα. Εκείνη τη σπάνια συλλογή που ήθελες από καιρό. Ακόμη την έχω.
Ξεθώριασε το περιτύλιγμα κι η κορδέλα του καλύφθηκε από χοντρά πέπλα σκόνης.
Θα επέμενες να σου τραγουδήσω το τραγούδι μας κι εγώ ντροπαλά, με βλέφαρα ριγμένα στο χαλί θα μουρμούριζα τους πρώτους στίχους. Λίγο πριν το ρεφρέν θα με φίλαγες.
Μου είπες θα ερχόσουν.
Κι απ’ την προσμονή μου, ξέχασα.
Ξέχασα την άνοιξη ν’ ανθίσω.
Ξέχασα, τα καλοκαίρια, να βουτήξω στην αλμύρα.
Ξέχασα τα φθινόπωρα, να ξεπλυθώ στα πρωτοβρόχια.
Ξέχασα κι αυτό το χειμώνα, πως όλο λες θα’ ρθεις, μα ποτέ δεν φανερώνεσαι.
Έμεινε απάτητο το χιόνι στο δρομάκι του σπιτιού μου.
Ώρα να το μουτζουρώσω με τις σόλες των παπουτσιών μου.
Μου είπες θα ερχόσουν.
Επάνω στο τρέξιμο του χρόνου.
Όταν το 6, γινόταν 7 κι εκείνο παρέδιδε τη σκυτάλη στο 8.
Κοντεύει να χαράξει 9 κι εσύ, σταθερά απών.
Πού είσαι;
Αν τυχόν έρθεις θα βρεις το σπίτι κλειδωμένο. Κι εμένα απούσα.
Αυτή σου την αναβλητικότητα την πέταξα στο τζάκι για προσάναμμα.
Το δώρο σου το έκρυψα σε μια παλιά ντουλάπα.
Φόρεσα τα καλά μου, έσυρα βιαστικά την αυλόπορτα κι εξαφανίστηκα.
Αφήνοντας πίσω την κουρτίνα, ελαφρώς τσαλακωμένη.
Κάποιος ήρθε για μένα, καιρός ήταν.
Κάποιος που δε θα χρειαστεί να με κρατήσει δεμένη με υποσχέσεις.
Αν έρθεις, μην μπεις στον κόπο να με ψάξεις.
Σε πέταξα σε μιαν άκρη, μαζί με τη χρονιά που χάνεται.
Στην επανεκκίνησή μου, δεν έχεις λόγο ύπαρξης.
Κι ας λες πως θα’ ρθεις.
Μην έρθεις.
Δεν θα με βρεις.
Έλενα Κορινιώτη