‘Μού λείπεις’ – Διαβάστηκε ..
Είναι από εκείνα τα βράδια που όλοι βολοδέρνουν στα ξενυχτάδικα όμως εσύ δεν είχες καμία όρεξη να βγεις. Προτίμησες να κλειστείς στο καβούκι σου. Το σώμα σου ριγμένο άτσαλα στην πολυθρόνα. Είσαι πολλές ώρες σ’ αυτή τη θέση. Έχουν θερμανθεί επικίνδυνα τα στρώματα. Κοντεύεις να γλιστρήσεις στο πάτωμα. Στο ένα χέρι κρατάς μια ζεσταμένη μπύρα. Στο άλλο το κινητό. Ανεβοκατεβάζεις με μανία την αρχική. Ίσα με εκατό φορές. Πέφτεις επάνω στη φωτογραφία του. Κοκκαλώνεις. Την κοιτάζεις προσεκτικά. Μάτια θλιμμένα, τα χαρακτηριστικά του. Μάτια γκριζωπά, που σύρθηκαν με μανία αναρίθμητες φορές επάνω στη σάρκα σου. Παλιά. Τώρα ποιος ξέρει σε ποιανής τα βλέμματα σκαρφίζει αγάπες της μονιμότητας.
Συνεχίζεις εκδικητικά τη περιπλάνηση σου μ’ ένα δυνατό χτύπημα στην οθόνη. Δύο τρία λεπτά κι επιστρέφεις πίσω, βλέπεις το μυαλό σου σφήνωσε εκεί, στο εγκλωβισμένο κοίταγμα σε ψηφιακά pixels. Τα χείλη σου αγκαλιάζουν το ποτήρι, μια ακόμη γουλιά. Χρειάζεσαι μια γεύση μέθης να σου ζαλίσει τις αντιστάσεις. Άλλη μία γενναία γουλιά, για το κλείδωμα, πως απόψε δεν θα λιποψυχήσεις.
Δύο κλικ, ανοίγεις τη συνομιλία. «Ενεργός τώρα».
Το πράσινο κουμπάκι πλάι στη φωτογραφία του, μοιάζει με φανάρι. Σε ωθεί να πατήσεις γκάζι. Πάντα θα υπάρχει το ενδεχόμενο της μετωπικής σύγκρουσης. Όμως το ποδοπατάς κι ας φλερτάρεις με πανωλεθρίες. Αντικρίζεις τις παλιές συνομιλίες. Πάει καιρός από τότε. Ερωτικά τραγούδια, φωτογραφίες, αστειάκια που καταλαβαίνατε μονάχα οι δύο σας, γλυκόλογα. Θυμάσαι που δεν σου κολλούσε ύπνος χωρίς τη καληνύχτα του. Κι εκείνη τη μανία σου, να πληκτρολογείς καλημέρα σχεδόν με μισόκλειστα μάτια. Πριν καλά-καλά προλάβει να εισβάλλει ο ήλιος απ’ τα στόρια του παραθύρου. Πάντα συνοδευόμενη από τη παρένθεση και το νούμερο τρία. Έτσι εκδηλώνονται οι αγάπες πια. Με φτιαχτές ηλεκτρονικές καρδιές.
Εντάξει. Βαθιά ανάσα. Άλλη μία προσπάθεια. Ακουμπάς το δείκτη στο πληκτρολόγιο. Κολλάς. «Καλησπέρα» Μπα.. πολύ τυπικό. Το σβήνεις! Πάμε πάλι. «Γειά» με την ανάλογη χαμογελαστή φάτσα. Δαγκώνεις το στυλό, το ξεχασμένο στο γραφείο. Λογαριάζεις αν πρέπει να προσθέσεις ένα φιλικό, «τι κάνεις» ή να τ’ αφήσεις σε εκείνον. Δεν σ’ αρέσει, σβήσιμο!
Πάει καιρός απ’ την τελευταία φορά που βρεθήκατε. Όλα μοιάζουν να έχουν τυλιχτεί σαν ρούχα πεταμένα στο καλάθι. Ένα κουβάρι από ανάσες μεθυσμένες, ένα σύρσιμο της πόρτας κάπου στα ξημερώματα και δύο-τρία προβλέψιμα δάκρυα, πεταμένα στη λευκή μαξιλαροθήκη. Άραγε τι να του πεις; Ας προσποιηθείς πως δεν θυμάσαι τίποτα. Εξάλλου το άδειο μπουκάλι του κρασιού, που βρισκόταν δίπλα στο λαμπατέρ εκείνο το τελευταίο βράδυ δύναται να καλύψει το ψέμα σου. Ναι, θα προσποιηθείς πως το αμέλησες όπως κι όλες εκείνες τις φορές που σε έβρισκε το γλυκοχάραμα στην αγκαλιά του. Όταν έμπλεκε τα δάχτυλα του, μέσα στα μαλλιά σου και σου ψιθύριζε «Μείνε λίγο ακόμα». Προσπαθούσες εδώ και καιρό να του μιλήσεις, μα ξόδευες ανώφελα τις πολύτιμες λέξεις σου. Δεν κατάφερες ούτε για μια στιγμή να χαρακώσεις τον πιεστικό βραχνά που έχει σφηνώσει στα πνευμόνια σου. Κουβέντες, βουτηγμένες στη σοβαροφάνεια. Με τον λεπτό χειρισμό που τους άρμοζε. Τόσο, όσο. Κράματα από αλήθειες και ψέματα. Να κεντρίσεις το ενδιαφέρον, χωρίς να εκτεθείς.
Όμως απόψε, ήρθε η ώρα να δώσεις μια κλωτσιά στα χτίσματα του εγωισμού σου και να γκρεμίσεις όλες εκείνες τις ηλίθιες φοβίες σου. Θέλεις να του μιλήσεις για μια φορά ειλικρινά ακόμη κι αν βρεις κατάκλειστες πόρτες.
Βαθιά ανάσα, τελευταία γουλιά της μπύρας.
Τα χέρια σου χαϊδεύουν τη φωτεινή οθόνη, φτιάχνοντας γράμμα-γράμμα τις αλήθειες που του είχες φυλαγμένες!
«Μου λείπεις πολύ! Σε θέλω ακόμα! Έλα!». Αποστολή. Κι αποστολή εξετελέσθη.
-Διαβάστηκε…
-Ο χρήστης πληκτρολογεί…
Έλενα Κορινιώτη