Νίκος Καββαδίας: 40 χρόνια από τη φυγή του “μαραμπού”.
Στην Ελλάδα μετά τον Μίκη Θεωδοράκη, οι ποιητές τραγουδιούνται. Όχι όλοι, αλλά πολλοί από αυτούς. Οι κύκλοι των διάφορων «ελίτ» -κοινωνικών, πολιτικών ή πολιτιστικών, σε κάθε περίπτωση όμως αυτόκλητων- θεωρούν την εξέλιξη αυτή παθογενή, καθώς η υψηλή ποιητική μ’ αυτόν τον τρόπο μπλέκει με την λαϊκή παλιατζούρα και τα βαθιά και δουλεμένα νοήματα μπλέκουν με την ρηχότητα του καθημερινού βάσανου.
Τα πράγματα είναι όμως ακριβώς ανάποδα. Ο Άρης Αλεξάνδρου έγραφε πως «Αξίζει δεν αξίζει, στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα». Έτσι και το ποιητικό έργο, στην διαπλοκή με την λαϊκή φιλοσοφία και την λαϊκή κουλτούρα, φτιάχνει καινούριους κόσμους και χώρες, εκφράζει πράγματα για τα οποία δεν έχει γραφτεί, εκφράζει σε ανώτερο επίπεδο μια από τις βασικές αρχές της διαλεχτικής σκέψης: Όπως οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους όχι λιγότερο απ’ ότι η ιστορία τους ανθρώπους, έτσι και τα ποιήματα φτιάχνουν τους αναγνώστες τους όχι λιγότερο από ότι οι αναγνώστες τα ποιήματα. Με πόσα και πόσα καινούρια νοήματα δέθηκαν στίχοι όπως οι ακόλουθοι από τον λαό και την αυθόρμητη ποιητική του; «Την ρωμιοσύνη μην την κλαις», «Κι ήθελε ακόμη, πολύ φως να ξημερώσει», «Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ» κ.ο.κ..
Στην Ελλάδα μετά τον Μίκη Θεοδωράκη και τις μελοποιήσεις του στους Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Λειβαδίτη, Κατσαρό, Αναγνωστάκη, Βάρναλη και άλλους, ο ποιητής που τραγουδήθηκε πιο πολύ από τον λαό και την Αριστερά της μεταπολίτευσης είναι ο Νίκος Καββαδίας. Αυτή η περίεργη φιγούρα, που γεννήθηκε στην Μακρινή Ματζουρία από γονείς Κεφαλλονίτες και ως το τέλος της ζωής του δεν δήλωνε καν ποιητής, αλλά ναυτικός.
Κι αν πάμε ανάποδα την ιστορία και μεταφερθούμε στα 1970, κανείς δεν θα στοιχημάτιζε σε αυτήν την εξέλιξη. Ο Καββαδίας και οι εξωτικοί του στίχοι ήταν τόσο μακριά από την στεριανή καθομιλουμένη. Η ποίησή του, γραμμένη στην ναυτική αργκό έκρυβε λέξεις πλήρως άγνωστες στο αναγνωστικό κοινό, σε τέτοιο βαθμό που μια από τις βασικές συμβολές μελετητών του Καββαδία ήταν η συγγραφή γλωσσαριών και τον Κεφαλλονίτη Ποιητή. Αναφέρουμε ενδεικτικά το «Γλωσσάρι για το Μαραμπού και το Πούσι» του Κωσταντίνου Πλαστήρα αλλά και το σπουδαίο έργο του Γιώργου Τράπαλη «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία».
Όσο για την Αριστερά, εκεί το όποιο στοίχημα για την αγάπη που θα έδειχνε το δυναμικό της στον Νίκο Καββαδία, θα φάνταζε ακόμη πιο καταδικασμένο στην αποτυχία. Δεν είναι μόνο ότι ο Καββαδίας δεν συμπεριλάμβανε στις συλλογές του πολιτικά ποιήματα- με εξαίρεση το “Φρεντερικό Γκαρθία Λόρκα» και το “Γκουεβάρα»- αλλά και το γεγονός ότι ο ποιητής των θαλασσών είχε τόσο υμνήσει το ταξίδι και την φυγή, ενώ στην Αριστερά εκπροσωπούμε την ανάγκη του προορισμού και την κατάληξης, της στρατηγικής με άλλα λόγια.
Τέμνονται λοιπόν αυτές οι δύο οπτικές; Κι αν ναι, ποιο είναι το σημείο τομής: Η δύναμη ή αδυναμία τους; Αξιωματικά θα πούμε και τα δύο, ωστόσο αυτό μένει να αποδειχθεί ή καλύτερα, για να ξεφύγουμε και από την αυστηρότητα του μαθηματικού λόγου, αυτό μένει να τεκμηριωθεί.
Ο ναυτικός και ποιητής Νίκος Καββαδίας
Ὁ Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μία μικρή επαρχιακή πόλη τις Μαντζουρίας, στην περιοχή το Χαρμπίν, κοντά στον ποταμό Ουσσούρ, που ήταν στρατιωτική βάση. Λεγόταν τότε Νικόλσκι Ουσουρίσκι. Η περιοχή ήταν κατειλημμένη από την Τσαρική Ρωσία με αφορμή την εξέγερση των κινέζων μπόξερς. Έτσι εξηγείται το ρώσικο παρατσούκλι του Καββαδία «Κόλλιας» αλλά και η παντοτινή του αγάπη για την Κίνα, όπως και η διάθεσή του να δηλώνει «μισοκινέζος» Ο πατέρας του ήταν επιχειρηματίας. Διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου -εισαγωγές / εξαγωγές / μεταφορές-, διακινούσε μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, τροφίμων και άλλων καταναλωτικών ειδών και συγχρόνως ήταν προμηθευτής του τσαρικού στρατού.
Το 1914, στην αρχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο πατέρας του αποφάσισε να φέρει την οικογένεια στην Ελλάδα, με πρώτο σταθμό την Κωνσταντινούπολη, στ’ αδέρφια της μητέρας του που διέθεταν ναυτικές επιχειρήσεις. Περάσανε στην Ελλάδα μ’ένα πλοίο της οικογένιας. Καταλήξανε στην Κεφαλλονιά στα πατρικά σπίτια με τις γιαγιάδες και τους παππούδες, της μάνας στην Άσσο, του πατέρα στο Φισκάρδο. Δεν έμειναν πολύ. Εγκαταστάθηκαν στο Αργοστόλι όπου νοίκιασαν ένα μεγάλο σπίτι με περιβόλι στο δρόμο της Λάσσης.
Ο πατέρας του άφησε την οικογένεια στο ήσυχο -όπως εκτιμούσε- νησί του Ιονίου και γύρισε στην Ρωσία για να σώσει τις επιχειρήσεις του. Ωστόσο και η Κεφαλλονιά δεν άργησε να μυρίσει το άρωμα του πολέμου. Στις ακτές της και στα λιμάνια της κάναν την εμφάνισή τους υδροπλάνα, οπλιταγωγά, ατμάκατοι και βέβαια ο συμμαχικός στρατός. Στις βόλτες του, στην πλατεία του Αργοστολίου, με την νταντά και τα παιδιά της οικογένειας, ο μικρός Καββαδίας ξέφευγε και ήθελε να περιεργάζεται από κοντά τους ξένους στρατιώτες. Δεν του έκαναν εντύπωση οι Άγγλοι ή οι Γάλλοι, μα οι εξωτικοί και διαφορετικοί Σενεγαλέζοι. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι για του Σενεγαλέζους ο περίεργος μπόμπιρας έγινε σύντομα ο μικρός αγαπημένος φίλος. Τον σήκωναν ψηλά, του χάριζαν ταινίες από τα καπέλα τους και άλλα αντικείμενα.
Η οικογένεια αποκλείστηκε στην Κεφαλλονιά όσο ο πατέρας ξέμεινε πέρα από τα Ουράλια, στην Ρωσία των επαναστατικών γεγονότων. Επί εφτά χρόνια δεν είχαν κάποιο νέο του. Αυτό το διάστημα διώχθηκε ως συνεργάτης των τσαρικών από την νέα σοβιετική εξουσία, φυλακίστηκε και βέβαια έχασε όλη του την περιουσία. Τον ξαναντάμωσαν το 1921 όταν έφτασε στην Κεφαλοννιά, νευρασθενικός και άρρωστος.
Ο Καββαδίας είχε αποστροφή για την φιγούρα του πατέρα του. Στο αφήγημα-μυθιστόρημά του «Βάρδια», όπου τα αυτοβιογραφικά στοιχεία δεσπόζουν θα γράψει:
«Ο πατέρας μου… ο λαθρέμπορας του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίκτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα»
Λίγο μετά, μετακομίζουν στον Πειραιά, όπου ο Καββαδίας τελειώνει το Δημοτικό στη σχολή αδερφών Μπάρδη. Εκεί, μαζί με τον συμμαθητή και μετέπειτα γνωστό ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, εκδίδουν τρία τεύχη ενός σατυρικού φυλλαδίου.
Στο γυμνάσιο γνωρίζεται με τον Παύλο Νιρβάνα καθώς είναι συμμαθητής με τον γιο του. Η επιρροή που του ασκεί ο Νιρβάνας είναι έντονη και τον οδηγεί στα 18 του να αρχίσει να στέλνει ποιήματα στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας (με εμφανή ομοιότητα στο ψευδώνυμο «Παύλος Νιρβάνας» του Πέτρου Αποστολίδη).
Όλο αυτό το διάστημα, ζει πλάι στους κατατρεγμένους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής ενώ απεχθάνεται τους ξεπεσμένους κύκλους του πατέρα του – εκδιωγμένους, ξεπεσμένους ευγενείς που σταμάτησαν να ρουφάνε το αίμα του ρώσικου λαού μετά την επανάσταση του ‘17. Το προσφυγικό ζήτημα εκείνη την εποχή είναι βασικό ζήτημα της ελληνικής κοινωνίας. Οι βασιλόφρονες και τα απομεινάρια της δικτατορίας του Πάγκαλου είναι αυτοί που τους στοχοποιούν κυρίαρχα, με το σύνθημα «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες» να είναι κεντρικό στον πολιτικό τους λόγο. Αντίθετα, το ΚΚΕ ανοίγει διάπλατα τις αγκάλες του στους πρόσφυγες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις εκλογές του Νοέμβρη του 1926, όταν το ΚΚΕ εξέλεξε για πρώτη φορά στην ιστορία του 10 βουλευτές συγκεντρώνοντας 4,38%, κατέβηκε ως «Ενιαίο Εκλογικό Μέτωπο Εργατών-Αγροτών-Προσφύγων».
Ξαναρίχνοντας μια ματιά στην πορεία του, μπορεί κανείς να πει με μια κάποια σιγουριά ότι η αγάπη του για τους κατατρεγμένους και η στάση της Αριστεράς απέναντί τους, είναι η βασική γέφυρα που τον συνέδεσε με το ελληνικό Κομμουνιστικό Κίνημα. Αυτός ο όμορφος ανθρωπισμός και η γλυκιά ευαισθησία του Καββαδία φαίνονται πιο καθαρά σ’ ένα εξαιρετικά πρώιμο ποίημα του που δημοσιεύεται στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας το 1929 όταν καλά καλά δεν είναι ακόμη 19 χρονών. Το ποίημα έχει τίτλο «Αγαπάω» και δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμία από τις 3 ποιητικές συλλογές του:
Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβοων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα ‘ρθουν πίσω
αγαπάω, και θάθελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο – ό, τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.
Το πρώτο μπάρκο
Τον Οκτώβριο του 1929 πεθαίνει ο Χαρίλαος Καββαδίας, ο πατέρας του ποιητή. Ο Νίκος Καββαδίας αφήνει πίσω την λογιστική εργασία που είχε βρει σε ναυτιλιακό γραφείο στον Πειραιά, το ίδιο και τις ιατρικές σπουδές του. Ο θάνατος του πατέρα του, σε συνδυασμό με την τραγική οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, δεν του αφήνουν άλλη επιλογή. Βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και πραγματοποιεί το πρώτο του μπάρκο, στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος». Από το το 1930 και μετά ταξιδεύει σχεδόν αδιάκοπα. «Ζαλίζομαι στην στεριά.» γράφει αργότερα στην βάρδια.
Ταξιδεύει σχεδόν αποκλειστικά με φορτηγά πλοία- ιδιαίτερα την περίοδο μέχρι τον Β’ Π.Π. Σνομπάρει τα επιβατικά. Τα φορτηγά είναι βραδυκίνητα και τα ταξίδια τους μεγάλα κι έτσι η ζωή μέσα σε αυτά καταλήγει να έχει την μορφή μιας κοινότητας. Επίσης αυτά είναι που παραμένουν για πολύ καιρό στα λιμάνια για το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα των και το πλήρωμά τους αναπτύσσει ουσιαστικές σχέσεις με τα λιμάνια που επισκέπτεται. Όλα αυτά για τους ναυτικούς αποτελούσαν το βιωματικό τους πλαίσιο. Για τον Καββαδία όμως αποτέλεσαν και το ποιητικό του υλικό.
Αυτό ακριβώς το διάστημα, από το πρώτο του μπάρκο ως τον Ιούνιο του 1933 είναι το διάστημα όπου γεννιέται για πρώτη φορά αυτό που σήμερα όλοι αναγνωρίζουμε ως ποίηση του Καββαδία. Τότε είναι που ο ποιητής, που είχε ξεμπαρκάρει από το φορτηγό πλοίο Νίκη, εκδίδει με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μαραμπού, σε 245 αντίτυπα. Η συλλογή ήταν αφιερωμένη στον Κεφαλλονίτη φίλο του Μεμά Γαλιατσάτο. Το Μαραμπού – όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού των τροπικών χωρών- ήταν και το παρατσούκλι που ο Καββαδίας διάλεξε για τον εαυτό του και το κράτησε σε όλη του την ζωή.
Η ποιητική συλλογή αποτελείται από 22 ποιήματα και έναν μετριοπαθή πρόλογο του Καίσαρα Εμμανουήλ. Ο Καίσαρας Εμμανούηλ, σχετικά γνωστός την εποχή εκείνη στους καλλιτεχνικούς κύκλους εξαιτίας κάποιων ποιητικών συλλογών που έχει εκδώσει, κυρίως όμως λόγω της εξαιρετικής μετάφρασής του στο καθολικό έργο του Εντκαρ Άλαν Πόε «το Κοράκι», δέχεται να προλογίσει έναν παντελώς άγνωστο ποιητή προχωρώντας στην επικερδέστερη ίσως «ανταλλαγή» στην Ιστορία της ελληνικής ποίησης.
Το μέσο που χρησιμοποίησε ο Καββαδίας για να του απευθυνθεί, το ποίημα του «Γράμμα στον Καίσαρα Εμμανούηλ», συντροφεύει ακόμη τις παρέες που θέλουν να ταξιδέψουν σε όλον τον κόσμο και βέβαια να τον αλλάξουν. Κι ο ίδιος τραγουδιέται και θα τραγουδιέται για πάντα μέσα από τις νότες του Δημήτρη Ζερβουδάκη. (Εδώ να σημειώσουμε μόνο ότι πολλοί δεν συγχωρούν ακόμη τον Ζερβουδάκη για κάποιες παρεμβάσεις του στο ποίημα του Καββαδία: όχι κυρίως γιατί αφαίρεσε πολλές στροφές από αυτό, αλλά κυρίως γιατί άλλαξε τον αριθμό του ποιήματος από πληθυντικό σε ενικό, αλλάζοντας συνολικά το ύφος του από ζεστό αλλά ανοίκειο σ’ αυτό που έχουν σήμερα οι περισσότεροι υπόψιν τους. Εμείς βέβαια διαφωνούμε -τόσο το ποίημα, όσο και το τραγούδι ακολούθησαν αυτόνομες και γοητευτικές πορείες).
Αιτία γι” αυτό το γράμμα ήταν ένα ποίημα του Καίσαρα Εμμανουήλ, με τίτλο «ο Ανεύθυνος», ένα απόσπασμα του οποίου μπορούμε να δούμε παρακάτω:
Ήξερε μόνο ότι ο πατέρας του αγαπούσε
τα ωραία κρασιά, την ιππασία και τις γυναίκες
θυμάται ότι ήταν ψηλός ωραίος και ότι είχε,
νέος σχεδόν, πολύ παράξενα πεθάνει..
Τα χειμωνιάτικα όλο θάλπος, μεσημέρια,
ο Τζιμ, ο μαύρος του υπηρέτης με συμπόνια
στο πάρκο το άρρωστο κορμί του περιφέρει
κι ο κόσμος όλος σταματά και τον κοιτάζει
Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει
Ο νεαρός Καββαδίας καταπιάνεται να γράψει στον Καίσαρα Εμμανουήλ για να τον πείσει ότι κάνει λάθος. Πως υπάρχει κάτι που μπορεί να τον σώσει. Το γράμμα του, αποτελεί ένα ψυχογράφημα του πρώιμου Καββαδία:
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει. /Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,/κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,/και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,/που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά./να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,/προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,/που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,/χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν/με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει./Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ./Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…/Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε./– Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,/τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,/κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,/οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες/κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα/σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε/παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,/γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα/γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,/τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε/και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,/περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,/κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει./εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,/κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,/– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –/μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,/κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια/στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει/γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,/θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,/κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,/δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,/ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,/λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,/που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,/γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,/τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε./Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,/για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.
Η «σωτηρία» του Καίσαρα Εμμανουήλ
Τι είναι αυτό λοιπόν που μπορεί να σώσει τον Καίσαρα Εμμανουήλ; Το ταξίδι, η φυγή, η άρνηση της καθημερινής επανάληψης που αποτελεί το καταθλιπτικό πλαίσιο των καταραμένων ποιητών. Το ταξίδι εμφανίζεται εξωραϊσμένο, γιατί είναι φάρμακο, βλέπουμε ότι απουσιάζουν οι ασθένειες ή οι κακουχίες που γεμίζουν τόσους και τόσους στίχους άλλων ποιημάτων του Καββαδία. Η ποίηση του Καββαδία, ενώ έχει εμπνευστεί από τον κύκλο των καταραμένων ποιητών, θέλει να «φύγει το κοράκι, που του γραφείου σας σκεπάζει τα χαρτιά.»
Το Μαραμπού γίνεται συνολικά δεκτό με ενθουσιασμό. Πριν δούμε όμως τις επιδοκιμαστικές σύγχρονες της ποιητικής συλλογής κριτικές, ας κάνουμε ένα χρονικό άλμα κι ας μεταφερθούμε στο 1969, όταν ο Βασίλης Λούλης, κομμουνιστής συγγραφέας και ναυτεργάτης αποδοκιμάζει τον Καββαδία, γράφοντας ένα αρνητικό κείμενο που το τιτλοφορεί μάλιστα «Μαραμπού». Εκεί σημειώνει: «Η πεντατετία 1931-1936 ήταν η μαύρη εποχή για μας τους ναυτεργάτες, η χειρότερη στην Ιστορία του ναυτικού μας. Ήταν πολύς ο πόνος, περίσσευε η οργή κείνα τα χρόνια στων βαποριών τις πλώρες…. Απ όλα αυτά τίποτα δεν είδε ο κ. Κ., τίποτα δεν μίλησε στην ποιητική ψυχή του την ευαίσθητη; Ολοένα το βλακώδες μαραμπού του κοίταζε; Όποιος δεν ξέρει και όλοι σας οι στεριανοί δεν ξέρετε, διαβάζοντας τον κ. Κ θα πιστέψει ότι η ζωή μας στα βαπόρια γυρω σε τρία πράγματα τα φέρνει βόλτα ολοένα: Ταβέρνα-ναρκωτικά-μπουρδέλο.»
Το γεγονός ότι ο Βασίλης Λούλης γράφει την κριτική αυτή μεταγενέστερα, με την πορεία του Καββαδία να είναι γνωστή, κάνει την κριτική σχετικά άδικη, αλλά δεν αναιρεί μια λογική βάση που φαίνεται να έχει. Άρα τι είναι αυτό που κάνει τον Καββαδία να αγκαλιαστεί από το σύνολο της αριστερόστροφης διανόησης της εποχής και φτάνει ως το σημείο που ο υπερρεαλιστής ποιητής Νίκος Καλαμάρης τον συγκρίνει με τον Ρεμπώ και τον αποκαλεί επαναστατημένο; Το Μαραμπού εμφανίστηκε στο διάκενο των δύο κόσμων, του ‘20 και του ‘30, σε μια εποχή που όλα φαντάζανε μαύρα και έγραψε για “απαγορευμένα πεδία” για την λογοτεχνία και την ποίηση της γενιάς του. Ο Καββαδίας νομιμοποιεί την φυγή, την αμαρτία και την παρακμή, είναι μια ζεστή αχτίδα μέσα στον χειμώνα του πεσιμισμού που προσέφερε νέα δροσιά και νέα πνοή στην ποίηση, που φώτισε την ζοφερή ατμόσφαιρα και απομάκρυνε τις “πεισιθανάτιες επιδράσεις του Καρυωτάκη”, όπως θα γράψει αργότερα ο Φίλιππος Φιλίππου –κι εδώ από την μεριά μας να διαχωρίσουμε τον κορυφαίο Κώστα Καρυωτάκη από τον Καρυωτακισμό…
Ο 23χρονος Καββαδίας γράφει στην εποχή των τεράτων, στην εποχή που αυτοκτονούν οι ποιητές. Η ποιησή του είναι πράξη επαναστατική γιατί είναι μια μεγάλη κατάφαση της ζωής. Και γιατί η επανάσταση ευτυχώς είναι κάτι που υπερβαίνει την στενότητα της σημερινής έννοιας της πολιτικής για να την ολοκληρώσει.
Πόλεμος και κατοχή
Ο Καββαδίας ξεμπαρκάρει για να βρεθεί στο αλβανικό μέτωπο, όπου όπως κι άλλοι αριστεροί ναυτικοί αντί για το ναυτικό βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Μετά την κατάρρευση του Μετώπου βρίσκεται στην Αθήνα. Εντάσσεται στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Στο ΕΑΜ δραστηριοποιείται αρχικά στο ΕΑΜ ναυτικών κι αργότερα στο ΕΑΜ λογοτεχνών – ποιητών. Αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο παράνομο περιοδικό Πρωτοπόροι, όπου το 1943 δημοσιεύει το ποίημα «Αθήνα 1943». Με την απελευθέρωση κι ενώ αμέσως προσπαθεί να ξαναμπαρκάρει αρχίζει την συνεργασία του με το εβδομαδιαίο αριστερό περιοδικό Ελεύθερα γράμματα. Εκεί, στο τρίτο φύλλο του περιοδικού του, στην πρώτη του δημοσίευση, θα παρουσιάσει ίσως το πιο όμορφο ίσως ποίημα του, γραμμένο προφανώς την περίοδο της κατοχής: Το ποίημα Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Στο εκπληκτικό αυτό ποίημα, κάθε στίχος έχει πίσω του μια ογκωδέστατη δουλειά. Μ’ ένα χωροχρονικό άλμα, μπλέκονται ο ισπανικός εμφύλιος και η Ελλάδα της κατοχής, οι σταυροφόροι, δηλαδή η πρώτη ταξιαρχία των Ελλήνων εθελοντών που πήγαν να πολεμήσουν στην Ισπανία στο πλευρών των αντιφασιστών -που δεν ήταν άλλη από την ταξιαρχία Νίκος Ζαχαριάδης- με την Γκέρνικα του Πικάσο και το διαμελισμένο ταύρο του, το μαρτυρικό Δίστομο και η ηρωική Καισαριανή με τις ανδαλουσιανές ελιές και περιβόλια:
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ” τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ” έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ” το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ” τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Και η εκπληκτική τελευταία στροφή του ποιήματος δείχνει με σεμνότητα το βάθος της ανάγνωσης του Καββαδία πάνω στο έργο του Λόρκα:
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Ο Καββαδίας χαιρετάει τον Λόρκα με τον αριθμό εφτά, αριθμό που ο Ισπανός ποιητής χρησιμοποιεί τόσο συχνά. («Τραγουδούν οι εφτά κοπέλες…. Ψυχή μ’ εφτά φωνές οι εφτά κοπέλες….. Στον άσπρο ουρανό εφτά τρανά πουλιά….. Εφτά κραυγές, εφτά αίματα, εφτά διπλά φυτά νάρκης…….Εφτά καρδιές έχω… κοκ)
Το ίδιο χωροχρονικό ταίριασμα θα γίνει και στο ποίημα του Αντίσταση, τον Αυγουστο του ’45 όπου αναφέρεται σε Σπανιόλους Θαλασσοβάτες και Γραικούς, στον Γκρέκο, τον Λόρκα, την πασιονάρια, τον Δεκέμβρη, τον Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Την ίδια περίοδο ο Καββαδίας συνεργάζεται και με το περιοδικό Νέα Γενιά, το όργανο του κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ, όπου δημοσιεύει ένα ακόμη σχετικά άγνωστο πολιτικό του ποίημα, τον «Τάφο του ΕΠΟΝίτη».
Το “Πούσι”
Φτάνοντας πια στο Σωτήριο έτος 1947 κι ενώ ο εμφύλιος βρίσκεται στις τραγικές στροφές του, ο Καββαδίας έχει μπαρκάρει με το πλοίο Κορίνθια που εκτελεί δρομολόγια εσωτερικού. Πληροφορίες που δεν εξακριβώνονται, τον φέρνουν στα δρομολόγια αυτά να μεταφέρει παράνομο υλικό για της ανάγκες του ΚΚΕ και του ΔΣΕ.
Τον Γενάρη ο προσωπικός φίλος του Καββαδία και γνωστός τροτσκιστής της εποχής, Θανάσης Καραβίας, εκδίδει την δευτερη ποιητική συλλογή του ποιητή, το Πούσι, που σημαίνει καταχνιά, όμοια με την καταχνιά της εποχής. Στο “Πούσι” ηγεμονεύει ο εξομολογητικός χαρακτήρας του ποιητή. Τα ποίηματα μοιάζουν σαν γράμματα ενός ναυτικού σε συγγενείς και φίλους, ή μάλλον σύντομες καρτ ποσταλ από λιμάνια. Όπως και το Μαραμπού, έτσι και εδώ τα ποιήματα είναι αφιερωμένα σε κάποιον, αλλά αυτή την φορά όχι τα μισά αλλά όλα!
Εδώ κυριαρχεί απόλυτα η φόρμα και το μέτρο. Οι ρίμες είναι πλεκτές ή σταυρωτές και με αυτή την έννοια το πούσι αποτελεί μια άρνηση της τάσης της πρωτοπορίας στην ποίηση την δεκαετία του ’30 όπου αναζητώντας το καινούριο καταλήγει στον ελεύθερο στίχο. Ίσως αυτή να είναι και η μήτρα του εσωτερικού ρυθμού ή της εσωτερικής μελωδίας στην ποίηση του Καββαδία για την οποία μίλησε αργότερα ο Θάνος Μικρούτσικος, Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που από το πούσι έχουν τα γνωστότερα μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία: Πούσι, Κuro Siwo, Καραντί, Federico Garcia Lorca, Θεσσαλονίκη, Σταυρός του Νότου κ.α..
Το “Πούσι” είναι τομή και συνέχεια του Μαραμπού. Βασίζεται στην δυναμική του, γράφει για την θάλασσα όχι όμως για τους κόλπους, τις ακτές και το τοπίο, αλλά για τους θαλασσινούς. Όπως θα γράψει και στα “Ελεύθερα Γράμματα” ο Ασημάκης Πανσέλληνος: “και στο Πούσι η ποίηση του Καββαδία είναι κατεξοχήν ανθρωποκεντρική. Κι εκεί ακόμη που λείπει ο άνθρωπος, το κύριο έργο το παίρνουν τα έργα του, τα καράβια και οι μηχανές, τα παράξενα φανάρια των θαλασσών, τα μυστηριώδη λιμάνια”.
Ο λόγος είναι λυρικότερος και η διάθεση στοχαστικότερη – ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; Ο Καββαδίας, χρόνια πια στα καράβια δίνει πιο ωμή την εικόνα της ναυτικής ζωής χρησιμοποιώντας ακόμη πιο βαθιά την ναυτική αργκό: δυσκολίες, ασθένειες, αφροδίσια δώρα του πληρωμένου έρωτα, διαψευσμένες ελπίδες όλα μαζί είναι το πλαίσιο που διαλέγει. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το “Καραντί», ποίημα που μελοποιήθηκε από τους Ξέμπαρκους αρχικά κι αργότερα από τον Θ. Μικρούτσικο.
«Καραντί» είναι η φουσκοθαλασσιά χωρίς φανερή πηγή, σαν το κακό που σε κατατρέχει αλλά δεν βρίσκεις ή δεν θες να βρεις την ρίζα του. Το καράβι έχει μπαρκάρει για τροπικές ζώνες (μπάσσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές). Οι μπάσες στεριές ή αλλιώς αμπασσαδούρες, όπως μας λέει ο Τράπαλης, είναι χαμηλές στεριές που συναντιούνται σε αυτές τις περιοχές, που διακρίνονται δύσκολα από μακριά.
Το πλοίο έχει φτάσει στον προορισμό αλλά κυρίως δεν έχει φτάσει -γιατί δεν μπορεί να τον αγγίξει. Πρόκειται για μια δυστοπική παραλλαγή του Εμπειρίκου, που στις “στροφές στροφάλλων» νοηματοδοτεί την χειραφέτηση μέσα από τον προορισμό που συνεχώς απομακρύνεται. (Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων /Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει/ Όπως δεν στέκουν τα χαράματα/ Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη/ Όπως δεν στέκουν και τα κύματα/Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών/Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε).
Κι αυτό γιατί οι πρωταγωνιστές της ποίησης του Καββαδία δεν είναι οι άνθρωποι της Νέας Κοινωνίας, απαλλαγμένοι από τις μικρότητες της παλιά, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Κακομούτσουνοι και στιγματισμένοι, χωρίς καμιά άλλη ελπίδα παρά την άφιξή τους. Κι ενώ βρίσκονται πολύ κοντά στην στεριά, δεν μπορεί να λυτρωθούν απ’ αυτήν – σαν μια ποιητική αποτύπωση του φευγαλέου και του άπιαστου, χωρίς να φωτίζονται οι αιτίες που το καθιστούν τέτοιο. Οι ναυτικοί βρίσκονται σε καραντίνα μέσα στο καράβι, λόγω μεταδιδόμενων ασθενειών, όπως υποδηλώνει η κίτρινη σημαία που έχει σηκώσει – “Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού”.
Και όσο κρατάει η αναμονή ο ναυτικός χάνει “τους δυό του παπαγάλους” αλλά και τον έρωτα ή ό,τι άλλο θα μπορούσε να τους κρατήσει, που χάνεται προς το βυθό, στο πρόσωπο μιας γυναίκας που μορφοποιεί την απώλεια («Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά στο στόμα φύκια/έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά/κατάστιχτη πελεκημένη από σπαθιά/διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια»).
Κι αυτή η ποίηση μιλάει στο συλλογικό μας «εγώ»: Η πάλη για το μεγάλο που μοιάζει άπιαστο και οι ανθρώπινες στιγμές, οι υπαναχωρήσεις. Η αριστερά του Καββαδία δεν κατακεραυνώνει τις αδυναμίες μας, ούτε τις περιγελά. Τις χαϊδεύει, τους γλυκομιλάει και δυστυχώς καμιά φορά τους δίνει και άλλοθι. Ο Μαγιακόφσκι από την αρχή του έργου του κονταροχτυπήθηκε με αυτές κι όταν τον νίκησαν αποχώρησε οικειοθελώς· ο Καββαδίας δεν προχωρά σε καμία αναμέτρηση μαζί τους, πάρα διαλέγει να τους δώσει ρίμες και αγάπη, γεμάτη τύψεις.
Η βάρδια
Αυτή η αγάπη γεμάτη τύψεις, είναι και η βάση της «Βάρδιας», του βασικού πεζογραφήματος του Καββαδία. Στις ατέλειωτες βάρδιες, οι ναυτικοί καταπιάνονται συνεχώς με την κατάστασή τους. Ό,τι ζουν, ό,τι διαλέγουν και ότι αφήνουν πίσω, το κατανοούν ως κατάρα, μα δεν κάνουν τίποτα για να αλλάξουν τα πράγματα, μόνο αποδέχονται και επιζητούν την ομαλή ροή των πραγμάτων. Μεγάλη πια η απόσταση από το ταξίδι ως φάρμακο για τον Καίσαρα Εμμανουήλ!
Κι αν στα ποιήματα του Καββαδία υπονοείται τακτικά ο φόβος που προκαλεί της “ηδονής το αμάρτημα το προπατορικό” ολόκληρη η βάρδια διαπνέεται από το ρίγος ενός φιλήματος που στοίχισε ακριβά: Όπου ακριβά σημαίνει ωχρά σπειροχαίτη, ή αλλιώς σύφιλη, που μετέφεραν στην Ευρώπη οι ναύτες από τα μπουρδέλα του “Νέου Κόσμου”. Κυριαρχεί ένα θανάσιμο αμάρτημα για το οποίο ο εαυτός του τον δικάζει σαν δικαστής, στυγνός για μια ολόκληρη ζωή, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ποιο είναι αυτό, έτσι που μένει ανοικτό για τον αναγνώστη να διαλέξει: η προδοσία ενός έρωτα, η παραίτηση από ένα ιδανικό, η καταστροφή που προκλήθηκε από αμέλεια ή αδιαφορία. Ο καθένας διαλέγει ό,τι του κάνει περισσότερο και μέσα από τους στίχους του Καββαδία ζητά κατανόηση και όχι συγχώρεση.
Ο Κόλλιας της βάρδιας, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Καββαδία κάνει αυστηρή αυτοκριτική: «Ταξιδέυεις γιατί φοβάσαι την στεριά. Πας με τις πόρνες, γιατί είσαι δειλός. Νίκησες από ανάγκη την αηδία. Είσαι γιομάτος τατού. Μασακαριλίκια. Δεν τα κέντησες από θαλασσινή πίστη. Όλοι σταμπάρονται μεθυσμένοι και μετανιώνουν, εσύ πήγες ξεμέθυστος. Τα βαλες για να μπορείς να τα δείχνεις. Μόστρα. Εισ’ έτοιμος κάθε στιγμή να κάνεις τούμπες για να γελάσουν οι άλλοι».
Ο Λυκιαρδόπουλος, με αφορμή την προηγούμενη εξομολογητική παράγραφο από την Βάρδια τοποθετείται πάνω στην λανθάνουσα ενοχή που διαπέρνα όλο το έργο του Καββαδία: “Πίσω από όλες τις ιστορίες της Βάρδιας”, γράφει, “πίσω από την φιλολογικά κακοφορμισμένη σχέση της πόρνης και του ναυτικού, πίσω από το μελόδραμα των συνεχών αναχωρήσεων και της επαναλαμβανόμενης ερωτικής προδοσίας υπάρχει πάντα κάτι που δε φτάνει ως την άρθρωση του. Δεν πρόκειται για την θλίψη του χωρισμού των σωμάτων- πρόκειται για την αδυναμία τους να αγαπήσουν «ως το τέλος» δηλαδή για την αδυναμία τους να ζήσουν. Αυτή είναι η μεγίστη προδοσία που γεμίζει ενοχές όλο το έργο του ναύτη-ποιητή”.
Μετά την Βάρδια
Το 1957 ο μικρός του αδερφός. Αργυρης αυτοκτονεί με περίστροφο στην καμπίνα του στο Κόμπε της Ιαπωνίας. Έκτοτε ουσιαστικά ο Καββαδίας περνά σιγά-σιγά στην αφάνεια. Ο πόνος τον κάνει να μην γράφει, να μην δημοσιεύει. Και η Αριστερά δείχνει να ξεχνάει τον ποιητή της Αντίστασης, τον γραμματέα του ΕΑΜ λογοτεχνών-ποιητών, τον συνεργάτη των ελεύθερων γραμμάτων. Ίσως δεν τον υπολογίζει γιατί δεν γράφει “προλεταριακή ποίηση”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Δεν θα βρει κανείς αναφορά στον Καββαδία ουτε στην «Αυγή» του ’50, ούτε στην “Δημοκρατική αλλαγή”, ούτε στην “Γενιά μας” των Λαμπράκηδων, ούτε στην “Επιθεώρηση Τέχνης”. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ίδιος, αδύναμος, διάλεξε να πάρει πρώτος αποστάσεις, κυρίως με την παρατεταμένη σιωπή του.
Ωστόσο, μπορεί να σιώπησε, αλλά δεν πουλήθηκε. Όταν λίγο πριν το πραξικόπημα του ’67, δυο πρωτοπόροι φοιτητές τον καταφέρνουν να δώσει συνέντευξη στην «Πανσπουδαστική», ο Καββαδίας τους χαρίζει στίχους, αλλά δίνει και το στίγμα του: Σχολιάζει την στάση του Στάινμπεκ υπέρ του πολέμου στο Βιετνάμ με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο: “Θα προτιμούσα”, λέει “να έχω στο κεφάλι μου, αντί για το μυαλό του Στάινμπεκ τα σκατά ενός μικρού Βιετναμέζου».
Πεθαίνει στις 10 Φλεβάρη του 1975 από εγκεφαλικό. Δεν προλαβαίνει να δει την τρίτη του ποιητική συλλογή, «Τραβέρσο» να εκδίδεται, για την οποία επιφυλλασόμαστε για μια μελλοντική ειδική συζήτηση.
Και κάπως έτσι, εδώ στην Ελλάδα του 2015, που μοιάζει συχνά να βρίσκεται σε πορεία τραβέρσο κόντρα στον άνεμο, χαιρετίζουμε τον Νίκο Καββαδία, 70 χρόνια από τη φυγή του. Τον Πέτρο Βαλχάλα, τον Α. Ταπεινό, τον Κόλλια, τον μαραμπού, το ναυτικό. Με τρεις στροφές από το Yara Yara:
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
18