Ο Εμπειρίκος Ανδρέας και ο παράφορος έρωτας του με την ‘ασθενή’ του
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 – 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπράιλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King’s College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926–1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του ’30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού.Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.Kαθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935–1951.
“Ίσως να ‘μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε”.
Η σχέση πάθους του Ανδρέα Εμπειρίκου με την Μάτση Χατζηλαζάρου.
Όταν ο Ανδρέας γνώρισε τη Μάτση, ο δυτικός πολιτισμός και μαζί του ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος έμπαινε σ’ ένα σκοτεινό τούνελ απ’ όπου δεν επρόκειτο να βγει πριν περάσουν πολλά χρόνια και οπωσδήποτε δεν επρόκειτο να βγει χωρίς πληγές και στίγματα, που ως σήμερα ακόμη δεν έχουν ολότελα εξαλειφθεί.
Γεννημένος με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα, το 1901, στην Μπραΐλα της Ρουμανίας από Έλληνα πατέρα και μητέρα κατά το ήμισυ Ρωσίδα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα περάσει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στη Σύρο και την Αθήνα, όπου θα εγκατασταθεί τελικά η οικογένεια, και ακόμη πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια στα κτήματα των θείων του στη Ρωσία. Η κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα απαγορεύσει οριστικά αυτά τα ταξίδια, την ευδαιμονία των οποίων ως το τέλος της ζωής του θα νοσταλγεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και συγχρόνως θα επιφέρει σημαντικές απώλειες στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του πατέρα του, ενώ το τέλος του πολέμου θα βρει τους δυο γονείς του χωρισμένους. Το γεγονός αυτό θα σημαδέψει ανεξίτηλα τον νεαρό Ανδρέα και θα σημάνει την αρχή μιας μακριάς σειράς διαφωνιών με τον πατέρα του, οι οποίες σε συνδυασμό με τη βαθιά ιδεολογική διάσταση των δύο ανδρών θα κορυφωθούν το 1926 και θα οδηγήσουν τον ποιητή στο μυθικό Παρίσι του μεσοπολέμου.
Στο Παρίσι είναι που ο Εμπειρίκος θα ανακαλύψει πια και θα διανοίξει τον δρόμο που επρόκειτο να ακολουθήσει ως το τέλος της ζωής του. Θα αποφασίσει να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση και θα κάνει προσωπική και διδακτική ανάλυση κοντά στον René Laforgue, ιδρυτικό μέλος και πρώτο πρόεδρο της μόλις συσταθείσης τότε Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων. Λίγο αργότερα θα γνωριστεί με τον επίσης ψυχαναλυτή Fra-Whiteman, φίλο του Ανδρέα Μπρετόν, ο οποίος είχε και την πρωτοβουλία να φέρει σε επαφή τον νεαρό έλληνα ποιητή με την πάντοτε δραστήρια και ανήσυχη ομάδα των υπερρεαλιστών, με τους οποίους από τότε και ως το 1931, που θα επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα, θα συναντιέται καθημερινά στα θρυλικά καφέ της Place Blanche και θα συζητούν με πάθος και διαύγεια για την πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Αποφασίζει στήν Ελλάδα πιά να υλοποιήσει την κατεύθυνση της ψυχαναλυτικής του θεραπείας ,αναλαμβάνοντας τη διευθυντική του θέση στις επιχειρήσεις του πατέρα του. Με τίς απεργίες ,ομως που ξεσπούν αργότερα παραιτείται για να μη φανεί ασυνεπής στις μαρξιστικές του ιδέες καί ελεύθερος πλέον από κάθε υλική και ηθική δέσμευση θα κάνει το μεγάλο διπλό βήμα και θα εισαγάγει στην «επαρχιακή» Ελλάδα την ψυχανάλυση, ασκώντας και βιοποριζόμενος στο εξής από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, και τον υπερρεαλισμό, εκδίδοντας το 1935 το πρώτο ελληνικό υπερρεαλιστικό βιβλίο, την Υψικάμινο και δίνοντας την περίφημη διάλεξή του «Περί Συρρεαλισμού» μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι.
.
Η Μάτση (Μαρία Λουκία) Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους.Γύρω στα 1938 , θα καταφύγει στον Εμπειρίκο ως ψυχαναλυόμενη για να καταλήξουν ,κόντρα σε κάθε ψυχαναλυτική δεοντολογία , ερωτευμένοι και παντρεμένοι.Ο πατέρας της ήταν πλούσιος έμπορος της πόλης, ενώ ο παππούς της ήταν ο Περικλής Χατζηλαζάρου, πρόξενος τότε των ΗΠΑ, και γνωστός από τη συμμετοχή του στα γεγονότα του Μαΐου του 1876 στη Θεσσαλονίκη, όπου υπερασπίστηκε τους Έλληνες απέναντι στην τουρκική βαρβαρότητα. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια της Μάτσης με την ίδια μωρό κατέφυγε αρχικά στη Νότιο Γαλλία και στη συνέχεια στη Ρώμη, απ’ όπου επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη το 1919 και ένα χρόνο αργότερα στην Αθήνα.
Ο έρωτας με τον ψυχαναλυτή
Η Μάτση είχε ήδη παντρευτεί το 1931, σε ηλικία μόλις δεκαεπτά χρονών, τον βαυαρικής καταγωγής Καρλ Σούρμαν και εργάζεται σε κατάστημα της Αθήνας. Το 1936 χωρίζει για να ξαναπαντρευτεί το 1937 τον Σπύρο Τσαούση, γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων. Την επόμενη κιόλας χρονιά διαλύεται και αυτός ο γάμος και η Μάτση Χατζηλαζάρου, με βαθιά τραύματα από τους δύο αποτυχημένους γάμους και από την κατάρρευση και τον θάνατο των γονιών της, καταφεύγει για βοήθεια στον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο.για να καταλήξει πολύ γρήγορα να τον αγαπήσει απελπισμένα και να αγαπηθεί παράφορα από αυτόν.
Μια ιδέα για τη μορφή των δύο ερωτευμένων ποιητών μπορούμε να πάρουμε από τις περιγραφές τους που μας έχουν χαρίσει ο Κωστής Μπαστιάς για τον Ανδρέα και ο Μάνος Χατζιδάκις για τη Μάτση. Ο Εμπειρίκος πρώτα, όπως ήταν το 1936: «Ο κ. Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ένας νέος τριάντα πέντε χρόνων, μετρίου αναστήματος, με ένα μαύρο υπογένειο, λεπτός και μάλλον ωχρός. Θυμίζει πολύ τύπους Ρώσων επαναστατών ή αναρχικών που εζούσαν εις το εξωτερικόν διωγμένοι από την πατρίδα τους. Μιλά σιγά και είναι εξαιρετικά λεπτός εις τους τρόπους του. Τα μάτια του είναι μεγάλα και όταν εκθέτη τα θεωρητικά ερείσματα του σουρρεαλισμού παίρνουν μια έκφραση και ζωηρότητα». Και η Μάτση, όπως την αντίκριζε διαχρονικά και ποιητικά ο Μάνος Χατζιδάκις: «Υπήρχε ένα κορίτσι, που ήξευρε καλά και με περίσσια χάρη, ν’ ανατινάζει τα μαλλιά της στο πλάι του άντρα, ν’ αγγίζει το κεφάλι της μ’ εμπιστοσύνη στον ώμο του και να προσέχει με προσήλωση θρησκευτική την «Μοδιστρούλα» και τον «Θανάση Σακαφλιά»
Η ψυχαναλυτική δεοντολογία είναι αυστηρά απαγορευτική στην ανάπτυξη φιλικών και πολύ περισσότερων ερωτικών σχέσεων μεταξύ αναλυτή και ασθενούς. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γνώριζε φυσικά και θα τηρούσε τον κανόνα αυτό.Ο έρωτας όμως δεν αποδέχεται εύκολα όρια και απαγορεύσεις και, πολύ περισσότερο, ο τρελός και παράφορος έρωτας, στον οποίο ομνύουν και τον οποίο ζούνε και προπαγανδίζουν με φανατισμό οι υπερρεαλιστές, δεν αποδέχεται καθόλου απαγορεύσεις και κανόνες.
Πολύ γρήγορα λοιπόν η σχέση Ανδρέα Εμπειρίκου και Μάτσης Χατζηλαζάρου από επαγγελματική-θεραπευτική μετατράπηκε σε ερωτική-ποιητική. Ιδού πως περιγράφει τη μεταμόρφωση αυτή η ποιητική φαντασία του Εμπειρίκου σε ένα ποίημά του που γράφτηκε τότε ακριβώς, το 1939, και είναι βέβαια αφιερωμένο στη Μάτση: «Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. […]Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων».
Στ’ αλήθεια από δω και πέρα ο έρωτάς τους θα ζήσει αποκλειστικά μέσα στο φως και στο τρυφερό σκοτάδι της ποίησης και η ποίηση και των δύο θα ανθίσει μέσα στην υγρασία και την υψηλή θερμοκρασία του έρωτα.Ποιήματα που δονούνται και φλέγονται από το πάθος κι από τα πάθη του έρωτα, εξαίσια ποιήματα που άλλοτε αποτελούν ένα δοξαστικό του απόλυτου έρωτα κι άλλοτε έναν θρήνο για την απώλειά του ή μια δέηση για την επιστροφή του.
Πολύ γρήγορα, τον Ιούλιο του 1940, ο Ανδρέας και η Μάτση θα παντρευτούν. Δεν υπάρχει πια περιθώριο για καθυστερήσεις, οι καιροί είναι δύσκολοι και το μέλλον φαντάζει, ακόμη και για τους δύο ερωτευμένους ποιητές, σκοτεινό και απειλητικό και μέλλει ν’ αποδειχθεί πολύ χειρότερο.
Το σπίτι του ζευγαριού θα γίνει καθ΄ όλη τη διάρκεια της σκληρής Κατοχής ένα φιλόξενο καταφύγιο για τους ποιητές εκείνους που επιμένανε να διεκδικήσουνε το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, στην ποίηση και τον έρωτα σε πείσμα όλων των κινδύνων και των στερήσεων, των απαγορεύσεων και των περιχαρακώσεων. Εκεί διαβάστηκαν για πρώτη φορά η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατζώνη, του Αντώνη Βουσβούνη ο Άγιος Αντώνιος, τα ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου και άλλα.
Οι μέρες και οι νύχτες που έβρισκαν τον Ανδρέα και τη Μάτση αγκαλιασμένους και τα ποιήματα που εκείνοι έγραφαν ήταν το δικό τους καταφύγιο από τη βαρβαρότητα όλη εκείνη την άγρια και σκοτεινή περίοδο. Η έμπνευση του ενός γινόταν έμπνευση για τον άλλο: πάρα πολλοί από τους στίχους της Μάτσης φαίνεται να αποκρίνονται σε στίχους του Ανδρέα, ενώ δεν θα ήταν ενδεχομένως εντελώς άστοχη η υπόθεση ότι κι ο Εμπειρίκος κάτι διδάχθηκε από τη μαθήτριά του στην ποίηση, την τολμηρή ερωτική εκφραστική της ίσως – όχι ακριβώς το τολμηρό λεξιλόγιο, που ήδη το είχε κατακτήσει αυτός, μα τον τρόπο της να μιλάει άμεσα και βιωματικά για το σώμα της και για τον έρωτα.” Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή. Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μού ‘φραξαν οι αντιστάσεις μου.” Προερχόμενο εκείνη ειδικά την εποχή από μια γυναίκα αυτό το μάθημα γινόταν ακόμη πολυτιμότερο.
Ο χωρισμός
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Μάτσης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου) Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ίκαρος το 1944, με τη λιτή και διφορούμενη, όπως θα δούμε, αφιέρωση «στον Ανδρέα». Η Μάτση κι ο Ανδρέας όμως είχαν τότε ήδη χωρίσει, έχοντας συναντήσει τον έρωτα αλλού. Ο μεν Εμπειρίκος στο πρόσωπο της Βιβίκας Ζήση, που έμελλε πολύ γρήγορα να γίνει η δεύτερη σύζυγός του και να ζήσει μαζί του (όσο γαλήνια η εποχή επέτρεπε) μέχρι το τέλος. Γιατί, κατά πως φαίνεται, όσο η ποιητική του φαντασία ξεμάκραινε προς τον άγριο κι ασίγαστο Ωκεανό, άλλο τόσο επιθυμούσε ο ποιητής την ηρεμία και την τρυφερή αγάπη, που τη βρήκε στη Βιβίκα, στον γιο που γεννήθηκε από τον έρωτά τους και στην προσφιλή του Άνδρο, που όλο και συχνότερα επισκεπτότανε από τότε και στο εξής. Θα γράψει τον άλλο χρόνο στη Βιβίκα ο ερωτευμένος ποιητής: «…αγάπη μου άγγιξέ με / Να νιώσω κι εγώ για μια στιγμή / Έστω για μια στιγμή μονάχα, / Ότι δεν είμαι πάντα Ωκεανός που συνεχώς βογγά / Αλλά και θάλασσα αυγουστιάτικη / που σπαρταρά / στον ήλιο.». Η δε Μάτση Χατζηλαζάρου θα συνδεθεί ερωτικά με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά, γεγονός που θα προβληματίσει τους γνωστούς του ζευγαριού, όταν θα εμφανιστεί η ποιητική της συλλογή με την αφιέρωση «στον Ανδρέα». Γράφει σχετικά ο Μάνος Χατζιδάκις: «Κι όλοι ρωτούσαν ποιον εννοεί. Τον Εμπειρίκο που άφηνε ή τον Καμπά που ακολουθούσε». Και απαντάει ο ίδιος εξηγώντας ότι η αφιέρωσή της «δεν περιείχε αμηχανία – ΄σε ποιον΄ αλλά τόλμη. Και στους δύο». Δεν θα ήταν απίθανο για την τολμηρή Μάτση που γνωρίζουμε να είχε αυτό ακριβώς στον νου της όταν παρέλειπε το επίθετο, αλλά πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε πιθανότερο πως απευθύνει την αφιέρωση στον Εμπειρίκο, δεδομένου ότι όλα τα ποιήματα που περιέχονται στο βιβλίο της αυτό είναι δημιουργήματα, όπως είδαμε, του έρωτα και της συμβίωσής της με το Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος υπήρξε και ο δάσκαλός της στην ποίηση ή, έστω, ο σύμβουλός της στα πρώτα ποιητικά της βήματα.
Το διαζύγιό τους θα βγει τελικά τον Δεκέμβριο του 1946.
Στο τελευταίο ωστόσο δημοσιευμένο ποίημά της φαίνεται να επιστρέφει άλλη μια φορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο και συγχρόνως να δίνει και μια πλάγια εξήγηση για τον πολυτάραχο τρόπο που βάδισε η ίδια στον έρωτα και στη ζωή: Θα ‘θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο, θα ‘θελα όποιοι και να ‘ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε. Για καλή μας τύχη, οι πόθοι μας σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε, αφού σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής και η ποίησή μας είναι η ζωή.