«Ο μαθητής του τελευταίου θρανίου»
Προδημοσίευση από το βιβλίο της Ελένης Χωρεάνθη «Ο μαθητής του τελευταίου θρανίου»
Αν δεν έβλεπα, εντελώς τυχαία, στην εφημερίδα της επαρχιακής πόλης που τυπικά είναι ιδιαίτερη πατρίδα μου, μια αγγελία που καλούσε όσους μαθητές αποφοίτησαν από το σχολείο μου τη χρονιά που αποφοίτησα και η ίδια, και αν δεν πήγαινα στη μοναδική εκείνη συνάντηση των παλιών συμμαθητών στο σαλόνι του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία στο Σύνταγμα, είναι πιθανό να μην μάθαινα ποτέ σε ποιον ανήκαν τα στοιχεία που αναγράφονταν στην καινούρια κάρτα που είχα τρυπώσει στην τσάντα μου.
Η πρόσκληση των παλιών συμμαθητών με πήγε κάμποσα χρόνια πίσω κι άρχισα να ανακαλώ στη μνήμη μου το πρόσωπο και το όνομα καθενός από τους εξήντα πέντε συμμαθητές και συμμαθήτριες και ήμουν πολύ περίεργη να διαπιστώσω αν είχα κάνει σωστούς συνδυασμούς όταν θα συναντιόμασταν.
Όταν έφτασε η καθορισμένη μέρα και ώρα, ήμουν πρώτη στον χώρο συνάντησης. Και για να έχω πλήρη εποπτεία, κάθισα στη γωνία του πλαστικού καναπέ από όπου μπορούσα να ελέγχω τους εισερχόμενους διακριτικά και να κάνω τους αναγκαίους συνδυασμούς και συσχετισμούς των δεδομένων.
Ταμπουρωμένη στην ανωνυμία πίσω από τα εντυπωσιακά μαύρα γυαλιά και κρατώντας προκλητικά ένα τσιγάρο που ποτέ δεν άναψε, γιατί δεν καπνίζω, ανάμεσα στα δυο δάκτυλα του αριστερού χεριού, απολάμβανα δήθεν αμέριμνη τον εσπρέσο μου όντας σίγουρη πως θα με εντόπιζε το περίεργο βλέμμα όλων. Αλλά οι ελπίδες μου διαψεύστηκαν. Οι παλιοί συμμαθητές έρχονταν συστήνονταν, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, οι φιλοφρονήσεις έδιναν κι έπαιρναν, αλλά κανείς δεν μου έδινε την παραμικρή σημασία. Ούτε από απλή περιέργεια δεν με πλησίασε κανένας.
«Τι στο καλό! Τόσο πολύ έχω αλλάξει ή περιφρονούν ακόμα την Αλέξια του ορφανοτροφείου; Μάλλον αυτό συμβαίνει», συλλογίστηκα κι ένας κόμπος θλίψης δέθηκε στο λαιμό μου.
Έκανα πως έσβησα το τσιγάρο, το άφησα στο τασάκι κι ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω χωρίς να αποκαλυφθώ στους συμμαθητές μου, διαγράφτηκε πίσω από το τζάμι της κλειστής πόρτας του Καφέ μια αέρινη φιγούρα τόσο γνωστή σε μένα όσο και άγνωστη που με αναστάτωσε.
«Αυτός είναι!» είπα αυθόρμητα.
Και τότε, μόνο τότε, οι παλιοί συμμαθητές σταμάτησαν απότομα τις διαχύσεις και τις θριαμβολογίες του καθένας, γύρισαν όλοι μαζί προς το μέρος μου και με κοίταζαν έκπληκτοι, λες και μόλις ανακάλυψαν την ύπαρξή μου. Μηχανικά, έβγαλα τα γυαλιά και τα άφησα στο τραπεζάκι μπροστά μου και πριν προλάβω να συστηθώ, ο καλόγερος, άφησε πίσω του δυο ηλικιωμένες κυρίες που τον συνόδευαν, πλησίασε κι άφησε στον καναπέ που καθόμουν τα πράγματα που κρατούσε.
«Το υποψιαζόμουν από την πρώτη στιγμή, αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Βουνό με βουνό δεν σμίγει», ψέλλισε, «είσαι η Αλέξια…»
«… Μαλάτου», είπα τρεμουλιαστά, «εσύ;» ρώτησα με σπασμένη φωνή.
Αντί να μου απαντήσει, προς μεγάλη έκπληξη όλων, με τις μεγάλες σαν φτερούγες πουλιού που σκεπάζει τον νεοσσό που είχε χάσει και τον ξαναβρήκε ζωντανό, με τύλιξε με τους τεράστιους βραχίονές του και με κράτησε έτσι μερικά
δευτερόλεπτα χωρίς να βγάλει άχνα. Άκουγα μόνο τους παλμούς της καρδιάς του που χτυπούσαν βιαστικά σαν να ήθελαν να συντονιστούν με τους ατίθασους της ταραγμένης δικής μου. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, μαζί και οι κυρίες που τον συνόδευαν, όρθιοι, παρακολουθούσαν τη σκηνή άναυδοι, περιμένοντας, προφανώς, την αποκάλυψη του μυστηρίου.
Η αυθόρμητη παράσταση κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας. Αμέσως μετά ο καλόγερος έλυσε τα χέρια του κι αφήνοντάς με ελεύθερη να αναπνεύσω, φανέρωσε το πραγματικό του πρόσωπο και μας άφησε όλους σύξυλους.
«Ανέστης Πανάς», είπε απλά και προσφωνώντας τον ένα μετά τον άλλο με το μικρό του όνομα, αγκάλιασε όλους ασπαζόμενος τρεις φορές τον καθένα, όπως συνηθίζουν όσοι επανακάμπτουν από τις χώρες της Αφρικής. Τελευταία μας σύστησε τις δυο ηλικιωμένες κυρίες του «Φιλόπτωχου Συνδέσμου» που τον συνόδευαν. Ακολούθησε η ανταλλαγή απόψεων κι ο καφές εξελίχτηκε σε κουβεντολόι με αναφορές, φυσικά στα παλιά, που κράτησε ίσαμε το σουρούπωμα.
Κατά γενική ομολογία, κανένας μας δεν μπορούσε να φανταστεί πως κάτω από τα ράσα και την μαραγκιασμένη όψη του καλόγερου κρυβόταν ο Ψηλέας, ο μαθητής του τελευταίου θρανίου. Εκείνο το μοναχικό αγόρι με τη χαρακτηριστική διαφορά στο χρώμα της ίριδας των ματιών, που στη σκληρή εφηβεία μπορεί να είχε παίξει αρνητικό ρόλο στη συμπεριφορά μας απέναντί του και σε αποχή από μέρους του σε κάθε είδους επαφή με το σύνολο των συμμαθητών. Κι εκείνος το εισέπραττε ως απόρριψη και προτιμούσε την επιλογή της μοναχικότητας. Ή, όπως ερμηνευόταν από τους επαΐοντες, ότι επρόκειτο για «ιδιαιτερότητα» και συχνά προκαλούσε τον ψόγο με υπονοούμενα που εκείνος, ωστόσο. έδειχνε να μην δίνει σημασία, πως τον αφήνει αδιάφορο.
Και ποιος από τους καθηγητές μας θα υποψιαζόταν τότε πως ο Ψηλέας, ο Ανέστης Πανάς, ήταν ο ξεχωριστός, η μοναδικότητα του σχολείου, ένα πλάσμα με ιδιαίτερες ικανότητες, ο μαθητής που έπιανε πουλιά στον αέρα, που ονειρευόταν και πετούσε κυριολεκτικά στα σύννεφα. Εκείνος που στην ηλικία των είκοσι πέντε ετών να μετέχει στα διαστημικά, ερευνητικά προγράμματα της Ν. Α. Σ. Α. και στα τριάντα πέντε του να μας προκύπτει καλόγερος, ένας ιεραπόστολος;
Και όμως ο Ψηλέας, ο συμμαθητής μας, τις οίδε γιατί, ενώ είχε πετάξει στο αχανές διάστημα, στα αιθέρια ύψη, προτίμησε να προσγειωθεί κατακόρυφα, να μείνει τελεσίδικα στη Γη και να αφοσιωθεί στην υπηρεσία των ταπεινών ανθρώπων. Πώς να φανταζόμασταν τότε ότι θα συναντούσαμε ύστερα από μερικά χρόνια έναν άλλο συμμαθητή, έναν ιεραπόστολο, έναν… πατέρα Ιάκωβο!
Ο Ανέστης από μαθητής ήταν αντιφατικός και παρέμεινε ως το τέλος αντιφατικός και παράξενος. Ξεκίνησε εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας στο Βέλγιο, συνέχισε φοιτητής αστροφυσικής στη Γερμανία, διαστημικός ερευνητής, καρδιοχειρουργός και γιατρός γενετιστής στη Ν Α Σ Α, κατέληξε στα σαράντα χρόνια μοναχός και ιεραπόστολος, εγκαταλείποντας μια λαμπερή καριέρα που άλλοι ονειρεύονται και ποτέ δεν φτάνουν. Για δικούς του, άγνωστους λόγους, προτίμησε να ξοδεύει την πολύτιμη ζωή του σε αγαθοεργίες και να αναλώνεται στην υπηρεσία των άλλων αυτοεξόριστος στη Μαύρη ήπειρο με τους «Γιατρούς χωρίς Σύνορα». Ασφαλώς, ήταν μοιραίο να συναντηθούμε δυο φορές τυχαία. Η Τρίτη, όμως, και σημαδιακή συνάντησή μας δεν ήταν διόλου τυχαία.
Και δεν ήταν τυχαίο που έμεινα τελευταία κι έκανα πως κάτι έψαχνα στην τσάντα μου ώσπου να απομακρυνθούν οι άλλοι δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία στους δυο μας, χωρίς να ξέρω ποια ευκαιρία έψαχνα, κι εκείνος αποχαιρετώντας τελευταία από τους άλλους εμένα την ασυνόδευτη κυρία, με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του λίγα μόνο δευτερόλεπτα, εντελώς δικά μας, στην έξοδο.
«Αν μπορείς να διαθέσεις λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σου να βρεθούμε, θα με έκανες ευτυχισμένο για μια ζωή», είπε συνεσταλμένα, σχεδόν ψιθυριστά, με ασπάστηκε τρεις φορές όπως όλους και μου έβαλε με τρόπο στη φούχτα πάλι ένα διπλωμένο χαρτάκι.
Χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, προφανώς, για να μην δώσει λαβή για σχόλια, με άφησε και πήγε βιαστικά στις κυρίες που τον συνόδευαν και περίμεναν φανερά ενοχλημένες να τελειώσει τα «ιδιαίτερα» μαζί μου. Άνοιξε τα τεράστια χέρια του, αγκάλιασε και τις δυο, προς μεγάλη μου λύπη κι απογοήτευση, κι απομακρύνθηκαν σιωπηλοί κι απόμακροι μεταξύ τους σαν κάτι να τους βάραινε ή να τους χώριζε. Σε λίγο τους σκέπασε το ημίφως του δρόμου και πιο πέρα τους κατάπιε το σκοτάδι.
Τον έχασα πάλι από τα μάτια μου, όπως και την πρώτη φορά που με άφησε άναυδη μέσα στο τρόλεϊ με μια κάρτα στο χέρι. Για άλλη μια φορά νόμισα πως η περιπέτεια που μόλις είχε αρχίσει, τέλειωσε!
Γύρισα στο σπίτι γεμάτη ένοχα μυστικά γιατί πίστευα και πιστεύω πως δεν υπάρχει στοιχειώδης διαφορά ανάμεσα στην έμπρακτη και τη διανοητική απιστία. Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμη να κόψω κάθε επαφή με τον ιεραπόστολο.
«Είναι, όντως, άνθρωπος του Θεού ή μεταμορφωμένος ο διάβολος που ήρθε να καταστρέψει την οικογενειακή μου ευτυχία;» αναρωτιόμουν.
(Απόσπασμα)