«Ο ζητιάνος» του Χρήστου Καζάζη

Ο λογισμός του ήρθε ξαφνικά. Σαν κύμα τον χτύπησε ξανά και ξανά κάνοντάς τον να στριφογυρίζει στο γραφείο του σαν αγρίμι. Γιατί δεν πέρασε; Που να βρίσκεται τώρα; Εβδομάδες, τι εβδομάδες, μήνες είχε να φανεί. Όνομα δεν ήξερε, αν είχε φίλους, οικογένεια, σπίτι. Δεν γνώριζε καν αν είναι ντόπιος. Στο νησί πάντως δεν τον είδε κανείς μαζί με άνθρωπο. Μόνο ένας γέρικος σκύλος τον υποδέχονταν κάθε φορά που κατέβαινε στο λιμάνι και τον συνόδευε μέχρι που έφευγε πάλι. Τον είχε δει τα βράδια που κούρνιαζε διακριτικά, παρέα με τον πιστό φίλο του, πάνω στα γυμνά, σιδερένια καθίσματα ενός καφενείου μέσα στο δημοτικό κήπο, κρυμμένος από αδιάκριτα βλέμματα. Πριν χαράξει ξυπνούσε κι έφευγε σαν κυνηγημένος να ζητιανέψει. Έμπαινε όπου έβρισκε και ζητούσε χρήματα – »ό,τι μπορείτε, να πάρω κάτι να φάω…» και τα σχετικά. Μερικοί έβλεπαν το παρουσιαστικό του και τον λυπόταν, άλλοι για τον ίδιο ακριβώς λόγο τον έδιωχναν. Ήταν κι αυτή η φήμη που τον ακολουθούσε ό,τι στην Αθήνα τάχα έπαιρνε καλό επίδομα από την Πρόνοια και ό,τι ζούσε σε δικό του τριάρι στους Αμπελόκηπους.

Στο γραφείο του είχε μπει αρκετές φορές. Αγχωμένος, συχνά μπέρδευε τα λόγια του, καμιά φορά έβγαζε ήχους τελείως ακατάληπτους. Μερικές φορές του έδινε ψιλά, άλλες πάλι, όταν είχε πολύ δουλειά, τον έδιωχνε. Κάποια στιγμή τον κυρίευσε η περιέργεια και του ζήτησε να καθίσει. Τον κέρασε καφέ. Παρατηρούσε το αποστεωμένο του πρόσωπο με τα λεπτά, σκασμένα χείλη και τα σάπια υπολείμματα δοντιών καθώς έπινε το μαύρο ελιξίριο και πλατάγιαζε τη γλώσσα του από ευχαρίστηση. Στο κεφάλι μια τούφα καλοχτενισμένα, αραχνοϋφαντα, ψαρά μαλλιά άφηναν να φανεί το πληγιασμένο του κρανίο. Τα δάχτυλα μαύρα κατέληγαν σε ίδιου χρώματος μακριά νύχια. Η αναπνοή του ανέδιδε μια μπόχα πτωμαίνης ανακατεμένης με ούρα.

– Πως σε λένε;

– Nικηφόρο. Εσένα;

– Πέτρο.

– Νικηφόρε γιατί έρχεσαι στο νησί; Είσαι από ‘δώ;

– Πρέπει να περάσω από επιτροπή, έχω βλάβη τριπλού εγκεφαλικού στελέχους με στένωση διπλοειδούς οστού…

Μισή ώρα μετά δεν μπορούσε να καταλάβει τι έχει. Παρά τις επίμονες ερωτήσεις του εκείνος συνέχιζε το ακατάληπτο παραλήρημα. Κάποια στιγμή αποφάσισε ότι τον κοροϊδεύει, νευρίασε και άρχισε να στριφογυρίζει στην καρέκλα του. Επαγγελματίας ζητιάνος η διάγνωση. Είχε μάθει να λέει ένα σπαραξικάρδιο παραμύθι ανακατεμένο με ιατρικούς όρους. Σηκώθηκε απότομα αηδιασμένος.

– Δώστε κάτι…, άρχισε να παρακαλάει παραπατώντας προς την έξοδο.

– Βρέ ούστ από δω απατεώνα, του φώναξε σπρώχνοντάς τον.

Έφυγε σα δαρμένο σκυλί. Πέρασαν μήνες. Χειμώνιασε. Κι εκεί που νόμιζε ότι τον ξέχασε, εκεί τον χτύπησε ο λογισμός και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Δεν ήταν μόνο ότι δε φάνηκε ξανά στο γραφείο. Δεν τον έβλεπε ούτε στην πόλη. Ούτε όμως και τον πιστό του φίλο. Ήταν χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες, δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητοι όταν κυκλοφορούσαν. Πήρε δυο τρία τηλέφωνα, δήθεν για άλλο θέμα, και ρώτησε, μεταξύ άλλων, κι αυτό. Δεν τους είχε δει κανείς. Έψαξε στα σοκάκια, στα εγκαταλειμμένα σπίτια, χτύπησε πόρτες. Τίποτα. Κάποια στιγμή ένας χωριάτης του είπε ότι τριγυρνάει στις εξοχές παρακαλώντας για κανένα μεροκάματο ή κανένα χαρτζιλίκι. Ήταν κι ο σκύλος μαζί. Ησύχασε κάπως. Οι τύψεις αμβλύνθηκαν, σκέφτηκε ότι θα έχει κάτι να φάει, κάπου να κοιμηθεί. Οι γεωργοί ήταν φιλόξενοι άνθρωποι, θεοφοβούμενοι, κάπου θα τον είχαν μαζέψει να ξεχειμωνιάσει.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα σηκώθηκε απ” τα χαράματα να πάει στην εκκλησία. Είχε δώσει υπόσχεση στον εαυτό του να νηστέψει σαράντα μέρες και να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων. Εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του. Σαν λογιστής είχε πολλά να πει. Ο πνευματικός του ζήτησε κάτι πρωτάκουστο. Του φαινόταν πολύ βαρύ, έπρεπε όμως να υπακούσει. Να πάει, του είπε, πριν μεταλάβει, να ζητήσει συγγνώμη από όλους τους ανθρώπους στην πόλη με τους οποίους είχε μαλώσει ή είχε ψυχρανθεί και δεν τους μιλούσε. Έπρεπε να ζητήσει συγχώρεση πρώτος αυτός, είτε έφταιγε είτε όχι. Στην αρχή σκέφτηκε τρία τέσσερα ονόματα, ύστερα όσο θυμόταν περιστατικά η λίστα μεγάλωνε επικίνδυνα. Δίσταζε, στο τέλος όμως το πήρε απόφαση και ξεκίνησε. Πήγε σε μαγαζιά, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε σπίτια. Στο άκουσμα του λόγου της επίσκεψής του οι αντιδράσεις ήταν διαφορετικές κάθε φορά. Άλλοι γελούσαν ειρωνικά, άλλοι τον έβριζαν και τον έφτυναν, ένας τον χτύπησε στο πρόσωπο. Μερικοί όμως έκλαψαν μαζί του και τον αγκάλιασαν. Του πήρε δέκα μέρες μέχρι να τελειώσει η λίστα. Στο μεταξύ τα σχόλια στη μικρή επαρχία έπαιρναν κι έδιναν. Τι υποκριτή τον έλεγαν, τι μεγάλο ψεύτη, μέχρι και ότι θέλει να γίνει βουλευτής είπαν. Η γυναίκα του έστηνε καυγάδες όταν γυρνούσε το βράδυ στο σπίτι. »Όλη η πόλη σε σχολιάζει. Στα καφενεία γελάνε μαζί σου. Ψευτοάγιο σε ανεβάζουν, αγύρτη σε κατεβάζουν. Δε βλέπεις ότι αυτό κάνει κακό στη δουλειά σου; Σε λίγο δε θα σταυρώνεις πελάτη», του έλεγε ξανά και ξανά. Μα αυτός δεν πτοούνταν. Όσο άκουγε βρισιές και ειρωνείες τόσο δυνάμωνε την προσπάθειά του. Ένιωθε απέραντη ευτυχία, ήταν τόσο ανάλαφρος που είχε την αίσθηση ότι δεν πατούσε στο χώμα. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια απόκοσμη λάμψη, τη λάμψη του ανθρώπου που βρήκε τη δύναμη να μετανοήσει.

Άκουγε τις χριστουγεννιάτικες καταβασίες με σκυμμένο το κεφάλι αλλά το μυαλό του δεν ήταν εκεί. Δεν είχε κοιμηθεί το βράδυ, σκεφτόταν πάλι το Νικηφόρο. Οι ανησυχία για την τύχη του είχε επιστρέψει δριμύτερη. Χωρίς να ξέρει γιατί βγήκε έξω και κατευθύνθηκε στο δημοτικό κήπο, λίγα μέτρα πιο πέρα. Όσο πλησίαζε μεγάλωνε η αγωνία του, παρά το κρύο είχε ιδρώσει και το στομάχι του πονούσε. Τον είδε καθισμένο σε μια σιδερένια καρέκλα. Σίγουρα θα περίμενε το πλοίο για να επιστρέψει στην Αθήνα. Έβλεπε την πλάτη του και το τσιγάρο που κρατούσε στο δεξί του χέρι, ακουμπισμένο πάνω στο σιδερένιο τραπέζι. Δίπλα ο σκύλος με τη μαλλιαρή μουσούδα του πάνω στο βρώμικο παντελόνι, δεν έπαιρνε τα μάτια από τον κύριό του. Μόνο όταν τον είδε να έρχεται άρχισε να ουρλιάζει. Τέτοιο αλύχτισμα δεν άκουσε ποτέ. Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος κοιτώντας έντρομος το θέαμα. Ύστερα πήρε κουράγιο και πλησίασε. Κοίταξε το φίλο του. Η αναμμένη γόπα έκαιγε ασταμάτητα και του είχε κάψει τα δάχτυλα. Εκείνος ακίνητος, μπλαβός, είχε απομείνει να κοιτά την τεράστια ακακία απέναντί του. Πέθανε από το κρύο; Από την αρρώστια του; Ποιος ξέρει; Ο σκύλος είχε σταματήσει να ουρλιάζει και μοιρολογούσε σιγανά. Η καμπάνα χτύπησε χαρμόσυνα, μα ο Πέτρος έκλαιγε. Έκλαιγε που δεν σκέφτηκε να τον γράψει στη λίστα, έκλαιγε που δεν πρόλαβε να του ζητήσει συγχώρεση. Ίσως όμως να μην ήταν πολύ αργά. Αγκάλιασε το σκύλο, κάθισε απέναντι από το φίλο του και άρχισε να μιλάει.

Ο Χρήστος Καζάζης γεννήθηκε το 1971 στην Κω. Μετά από μια μικρή οδύσσεια στο Αιγαίο η οικογένειά του κατέληξε στην Αθήνα. Aπό το 2005 ζει και εργάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Σάμο. Είναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.

 

Σχόλια

σχόλια