Όσα δεν σου είπα τα φυλάκισα μέσα μου..
Κι είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σου πω.
Και δεν ξέρω από που να τα πιάσω και που να καταλήξω.
Λες κι ανάμεσα στις αρτηρίες μου κυλούν κουβέντες.
Που δεν τις νοιάζει αν πορφυρίσουν απ’ το αίμα.
Θαρρείς κι οι φλέβες μου, είναι μακρόσυρτες προτάσεις από ανείπωτα.
Λόγια, λόγια, λόγια.
Που σίγουρα είχαν κάτι να σου πουν.
Μα δεν σου τα είπαν.
Μα δεν σου τα είπα.
Μη το κουράζουμε πολύ. Ποτέ μου δεν ήμουν γενναία.
Και ποτέ δεν είχα τα κότσια, να ανοίξω το ρημάδι το στόμα μου όταν έπρεπε.
Κατάντησε ο ουρανίσκος μου ένας τάφος από σάπιες λέξεις.
Που όλο φλερτάρω να τις ξεστομίσω.
Κι όλο τις σπρώχνω προς τον λαιμό.
Αλήθεια, τι φοβάμαι;
Ούτε εγώ η ίδια δεν ξέρω.
Ίσως με τρομάζει ο αποδέκτης τους.
Ίσως φοβάμαι στη σκέψη πως θ’ ακουστούν.
Κι από τη σκληρόκαρδη κράση σου θ’ αγνοηθούν.
Κι εγώ που τόσα χρόνια τις κρατώ σαν φυλακτά, πως να τις χαραμίσω;
Ίσως φοβάμαι το ολικό γδύσιμο.
Μιας κι όταν σκορπίζεις ανεξέλεγκτα τις λέξεις σου, ξεγυμνώνεσαι.
Κι εγώ πάντα ντρεπόμουν, να δείξω την αλήθεια μου μα και τη γύμνια μου.
Ένα κακό έχουν οι λέξεις.
Δεν είναι μόνο λέξεις.
Δεν αποτελούνται από συλλαβές, φθόγγους, σύμφωνα και φωνήεντα.
Έχουν ψυχή.
Έχουν πρόσωπο.
Έχουν πόνο.
Πάνω απ’ όλα έχουν αλήθεια.
Κι είναι σφιχτά δεμένες στις άκρες της ψυχής σου.
Σαν να ρίζωσαν στα σπάργανα σου.
Δεν πεθαίνουν οι λέξεις.
Στέκουν σαν αερικά μέσα σου.
Προσμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ξεριζωθούν.
Αρκεί να ειπωθούν.
Είτε από λάθος, είτε από πάθος.
Κάποιες βραδιές με τυλίγουν σαν να φορώ μια σφιχτή αγχόνη.
Που όλο κλείνει φιλόστοργα στο λαιμό μου.
Μέχρι να μου αφαιρέσει το οξυγόνο.
Συγχώρα με που σε ζαλίζω με γενικότητες.
Μα αν ήσουν εδώ..
Αν έβλεπα τα μάτια σου, αντί για τη ψυχρή οθόνη.
Αν οι φράσεις γλιστρούσαν επάνω στη γλώσσα
κι όχι τα δάχτυλα επάνω στα πλήκτρα, όλα θα ήταν αλλιώς.
Όλα θα σου τα έλεγα.
Τίποτα δεν θα κράταγα για εμένα.
Θα τις ξέβραζα ατόφιες.
Μ’ όλη την ασχήμια που κουβαλούν τα ανεπιτήδευτα.
Ξέρεις, άχτι το έχω μια φορά να μη τις στολίσω.
Να μη τις στρογγυλέψω.
Να μη τις τοποθετήσω μ’ επιμέλεια.
Να μη σου πω όλα όσα θέλεις ν’ ακούσεις.
Να έκλεινα τον ημιτελή κύκλο μας.
Να ένιωθα την κάθαρση.
Να ξερίζωνα από τα πνευμόνια μου αυτό τον βαρύ βραχνά της σιγής.
Ήθελα μόνο να στα πω.
Καθόλου να σ’ ακούσω.
Τι νομίζεις;
Δεν τις ξέρω τις απαντήσεις σου;
Έχεις κι εσύ τα δίκια σου.
Και τις λέξεις σου.
Που ξέρεις καλύτερα απ’ όλους και με μαεστρία να τις κάνεις όπλα σου.
Αδιαφορώ.
Εγώ θέλω να λυτρωθώ απ’ τις σβηστές κουβέντες μου.
Κι από εκείνη τη «συγγνώμη» που διψώ να σου ψιθυρίσω.
Κι ας μη με συγχωρήσεις ποτέ.
Φτάνει που θ’ ακουστεί.
Φτάνει που θα φορεθεί απ’ τη φωνή μου.
Να μη λιποτακτήσω δύο ανάσες από το φινάλε.
Να βιώσω ακόμη και την απόρριψη.
Μήπως και σπάσω εκείνη τη αναθεματισμένη ελπίδα που μου διαολίζει τα μυαλά, πως θα γυρίσεις…
Σβήσε το φως μάτια μου.
Δεν θέλω να με κοιτάζεις.
Μονάχα να μ΄ακούς.
*Όσα δεν σου είπα τα φυλάκισα μέσα μου*
*Έλενα Κορινιώτη*