29/03,2016 - ΠΟΙΗΣΗ   

Ποίηση – Χρήστος Μαγκλάσης (Κνάκαλος)

ΤΑ  ΧΑΜΕΝΑ  ΛΟΓΙΑ  ΤΩΝ  ΟΝΕΙΡΩΝ

f5

Κι εσύ τρελέ βοριά

Φτιάξ’ επιτέλους μια χωρίστρα,

εδώ στης γης τα χαμηλά,

να βρει δρόμο το φεγγάρι

να διαβεί ανάμεσα στα αναμαλλιασμένα.

Ξεβγάζει η νύχτα τα σπαρτά

στα τυφλά, στα σκοτεινά,

βροχή με το τουλούμι.

Δραπέτες τα’ αρώματα

της λεβάντας και του δεντρολίβανου,

που να βρει απάγκιο ο χαμένος στη μοναξιά,

να μεθύσει μια τζούρα ανάσα,

πριν ξεθυμάνει αβάφτιστη

η απελπισμένη του κραυγή.

Είναι κι εκείνη η παγωνιά,

που παρεμβάλλεται ανάμεσα

στο θαμπό των αστεριών

και τα χαμένα λόγια των ονείρων.

Συγνώμη διακοπή

ξεκρέμαστη η ελπίδα,

επειγόντως μια αστραπή,

να σκίσει το σκότος σαν λεπίδα.

…………………………………………………

Στο χάος σαν έμεινες μονή,

θες δεν θες, κάνε υπομονή.

—–.——

ΜΙΑ  ΒΡΟΧΗ  ΜΑΣ  ΣΩΖΕΙ..

f12

Συχνά τα βέλη των άλλων

καταπίνω, τα κρύβω μέσα μου,

κι αφήνω λίγο αίμα να στάξει,

για να τους αποθαρρύνω.

Φοβούνται οι άνθρωποι τα αίματα,

είναι το μήνυμα για το τέλος

της επιδίωξής τους,

…τρώσις επετεύχθη.

Συχνά είμαι διττός,

άλλος μέσα, άλλος έξω.

Φοράω το ένδυμα της ευήθειας,

αδιάβροχο όπως είναι στις βροχές

από τα πονηρά βλέμματα.

Επαναπαύονται οι άνθρωποι

με τους ηλίθιους, επιζητούν κόντρα

στην κακία τους.

Τους έμαθα πια, απ’ την καλή,

κι απ’την ανάποδη.

Τις νύχτες ξεγυμνώνομαι,

μέσα έξω ο ίδιος,

αφού πρώτα όμως

πλακωθούν οι δυο εαυτοί μου,

κατηγορώντας ο ένας τον άλλον,

για ηττοπάθεια.

Χαμένος πάντα ο ενιαίος εαυτός,

λειψός κι ελλιποβαρής,

να ψάχνω και να μετράω απώλειες,

ερείσματα που χάθηκαν.

Τώρα τελευταία παρατηρώ τους

νικημένους απ’ τον θάνατο

και μου ‘ρχεται στον νου,

πως όλα εδώ πληρώνονται…

Εσχάτως όμως βεβαιώθηκα, πως

η κακία μένει κι αναπαράγεται,

άρα ο θάνατος δεν είναι το απόλυτο τέλος

μάλλον ένα τερτίπι της ζωής είναι.

Μας φτιάχνει ελλόγου της από πηλό,

κι ύστερα δίνει μία

και μας κάνει σβόλια αφυδατωμένα.

Μαζί γεννιόμαστε με την φλόγα,

που το φως και την λάμψη της προσφέρει,

αλλά κάποιες φορές πυρκαϊά γίνεται

και καίει τα σωθικά.

Όταν στερέψει το λαδάκι στο πήλινο,

χάνεται το φως,

αλλά η πυρκαϊά άσβεστη συνεχίζει,

γλωσσού ασύνορη, να κατακαίει στο διάβα της,

δίκαιους και άδικους.

Τις νύχτες καταλήγω, πως μακριά απ’ τις φωτιές

των άλλων πρέπει να βαδίζω,

μα σαν ξημερώνει μαγεύομαι

απ’ τα χρώματα και ξεχνιέμαι

και βγαίνω έξω με το μισοφόρι της αφέλειας.

Πάντα τσουρουφλισμένος

ρωτάω τα χώματα, που έφταιξα,

κι εκείνα με περιγελούν,

πως μια βροχή με σώζει

ή μήπως λεν αλήθεια;

2-KARD

* Ο Χρήστος Μαγκλάσης (Κνάκαλος) είναι συνταξιούχος, Υποστράτηγος ε.α. με γνωστικές ανησυχίες, που ξεδίψασε σε πανεπιστημιακές σχολές της Αθήνας. Ασχολείται με την συγγραφή (λογοτεχνικά κείμενα, ποίηση, μελέτες ), έχοντας πληθώρα δημοσιεύσεων και με το blogging με ενδιαφέροντα λαογραφικά, ιστορικά, γλωσσολογικά, λογοτεχνικά.

 

Σχόλια

σχόλια