Που είναι το έλεος σου, Κύριε;
Πού είναι το έλεος σου, Κύριε;
Σπαράζουν την καρδιά μου αυτές οι εικόνες φρίκης. Η δική σου δε γίνεται χίλια κομμάτια;
Ακούγες τις κραυγές των ανθρώπων που σου ζητούσαν βοήθεια, την ύστατη στιγμή και δεν έκανες τίποτα;
Τις παιδικές ψυχούλες, πώς σου έκανε καρδιά να τις δεις να υποφέρουν;
Λευκές κι αγνές ψυχές. Λευκό και το δέρμα που τους έδωσε, μα αποχαιρέτησαν με σκούρο, καρβουνιασμένο.
Πού είναι το έλεος σου, Κύριε;
Αγανάκτησα να κοιτάζω στον ουρανό τις ψυχές να αποχωρούν με παράπονο. Κουράστηκα να παραπονούμαι αναζητώντας την παρουσία σου…
Δε ζαλίστηκες από τις αναθυμιάσεις μας;
Μαζί με τα σπίτια μας και το δικό σου σπίτι πήρε φωτιά, Θεέ μου.
Ο ουρανός σου τυλίχθηκε στις φλόγες, μέσα σε λίγα λεπτά.
Έντεκα Μποφόρ; Έντεκα;
Γιατιιιιιιιί, Θεέ μου;
Γιατί τόση οργή εκφρασμένη πάνω σε λίγα τετραγωνικά;
Γιατί πάντοτε να την πληρώνει ο αδύναμος κι όχι αυτός που πάτησε πάνω στο πτώμα του για να γίνει δυνατός;
Πότε θα έρθει η ώρα να μιλήσεις, Κύριε;
Πότε θα σηκωθείς να ρίξεις την κοφτερή μάτια σου εκεί που πρέπει;
Ένας ανόητος άνθρωπος είμαι κι εγώ, Θεέ μου, μα δεν παύω να είμαι άνθρωπος που πονάει και ψάχνει να βρει τους λόγους και τις αιτίες. Αυτές τις αιτίες που γνωρίζω πολύ καλά… επειδή δεν είσαι Εσύ αυτός που μας ξέχασες.
Εμείς σε εγκαταλείψαμε, Χριστέ μου και σε αφήσαμε στην άκρη, πιστεύοντας πως μπορούμε να τα καταφέρουμε με τη δική μας δύναμη. Πως το δημιούργημα θα τα βάλει με τους κανόνες της φύσης που όρισε ο δημιουργός του.
Εμείς σε ξεχάσαμε μέσα στην ανθρώπινη αυτοπεποίθησή και την υπερηφάνεια μας. Στην απληστία και την πλεονεξία μας.
Συγχώρα μας, Κύριε και δείξε έλεος στο λαό σου μα πάνω απ’ όλα δώσε παρηγοριά σε αυτούς που τώρα την έχουν ανάγκη.
Αντώνης Πουλινάκης
Αν θελήσεις ποτέ να μάθεις την καρδιά μου, διάβασέ με. Αυτό είναι το μυστικό μου. Μέσω των λέξεων γνώρισα τη ζωή κι ακόμα την ψαχουλεύω. Είναι κομμάτι της ζωής μου που ποτέ δε θα αποχωριστώ και με χαροποιεί ιδιαίτερα να το μοιράζομαι μαζί σας.