Που πάει η αγάπη όταν φεύγει;
Από τα μικρά μας χρόνια ακόμα και από τότε που αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, μας γεννιούνται απορίες.
Αυτές τις απορίες για τον κόσμο σε αυτά τα πρώιμα χρόνια μας βοηθάει να τις απαντήσουμε η περιέργεια. Χρησιμοποιώντας τις πέντε αισθήσεις ο μικρός άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο.
Μεγαλώνοντας τα πράγματα γίνονται κάπως πιο περίπλοκα. Τα ερωτήματα που γεννιούνται σαφώς μεγαλύτερα, προσπαθούν να βρουν τις απαντήσεις τους μέσα σε βιβλία, στις συμβουλές των μεγαλυτέρων, παρατηρώντας στην πράξη τους ανθρώπους. Άλλα βρίσκουν, τελικά, μιαν απάντηση να κουμπώσει πάνω τους και άλλα αιωρούνται στο μυαλό μας αναπάντητα και ανολοκλήρωτα.
Ένα από αυτά, λοιπόν,είναι το εξής: «Που, στα κομμάτια, πάει η αγάπη όταν φεύγει;». Θα βιαστεί κάποιος να πει ότι η αληθινή αγάπη δεν φεύγει ποτέ, αλλιώς δεν ήταν αληθινή και θα συμφωνήσω εν΄μέρει. Έλα μου όμως που δεν μου πάει να της κολλήσω την ταμπέλα της «ψεύτικης» έτσι, ελαφρά τη καρδία. Αφού υπήρξε. Την ένιωσες. Την άγγιξες. Την έσφιξες στην αγκαλιά σου. Δεν μπορεί να ονομάσεις «ψεύτικο» ένα συναίσθημα που το ένιωσες σε κάθε κύτταρο του κορμιού σου, σε κάθε ιστό και κάθε πόρο του. Πως να στήσεις στον τοίχο ένα συναίσθημα, πως να του κρεμάσεις φωτεινή επιγραφή στιγματίζοντάς το ως κάτι μη-πραγματικό όταν έκανε τα σωθικά σου να πονάνε και τα μάτια σου να κλαίνε από την ένταση; Όχι,απορρίπτεις το ενδεχόμενο αυτό με συνοπτικές διαδικασίες. Όμως από την άλλη πλευρά πως γίνεται όλες αυτές τις αντιδράσεις που συνέβησαν σε σώμα και ψυχή να μην στις θυμίζει τίποτα πια;
Η αγάπη είναι ενέργεια, είναι δύναμη, η υπέρτατη δύναμη. Πως είναι δυνατόν τόση ενέργεια να εξαφανίστηκε; Να πέθανε μια μέρα ξαφνικά, να τελείωσε όπως τελειώνει ένας πρωϊνός καφές; Έχω ακούσει ένα σωρό υποθέσεις πάνω σε αυτό το διαχρονικό ερώτημα. Από την πιο απλοϊκή όπως ότι -ίσως- πάει εκεί που πάνε και τα μπαλόνια με το ίλιον όταν ξεφεύγουν από τα χέρια των μικρών παιδιών-κοινώς δεν θα μάθουμε ποτέ, μέχρι από την πιο φιλοσοφημένη ότι η αγάπη δεν φεύγει ποτέ από μέσα μας και ότι από την στιγμή που γεννήθηκε για κάποιον αυτό το συναίσθημα θα μας ακολουθεί μόνιμα σαν τη σκιά μας όσο ζούμε, απλά παίρνει άλλη διάσταση πια.
Θεωρίες. Τίποτα δεν με ικανοποιεί ως απάντηση. Και το χειρότερο δεν έχω και εγώ μία δική μου να δώσω. Εγώ ξέρω ότι όταν δύο κάποτε αγαπήθηκαν και ξαφνικά ο ένας εξ΄αυτών άδιασε, του τελείωσε, χόρτασε μένει ο άλλος να πονάει σε ψυχή και σώμα ανελέητα, υποφέροντας όλη του η υπόσταση, βασανισμένος από απουσίες και σιωπές και κυνηγημένος από χιλιάδες «γιατί». Δεν θα αναφερθώ στην περίπτωση που είναι αμοιβαίο αυτό το «άδειασμα αγάπης» γιατί αυτό είναι η εξαίρεση και -αν υφίσταται- τέτοια περίπτωση είναι ευλογία γιατί κανείς δεν πονά.
Επειδή, λοιπόν, μου είναι λίγο δύσκολο να πιστέψω ότι η αγάπη που χάνεται πηγαίνει εκεί που πάνε τα μπαλόνια με το ίλιον και επειδή και εγώ δεν πιστεύω ότι πεθαίνει ποτέ θα υποθέσω ότι όταν φεύγει, όταν στραγγίζει, όταν εξαφανίζεται από την καρδιά του ενός και επειδή έχει την ανάγκη κάπου να κουρνιάσει, κάπου να στεγαστεί, να επιβιώσει, να μην σβήσει πάει και φωλιάζει στην καρδιά του άλλου. Και ορίστε ο λόγος που ο ένας πάντα υποφέρει. Πως να μην υποφέρει άλλωστε αφού μέσα του κουβαλάει δύο αγάπες; Μία τη δική του και μία εκείνη που περιέθαλψε όταν την έδιωξε κλωτσηδόν ο άλλος;
Που πάει, λοιπόν, η αγάπη όταν φεύγει; Γίνεται σύννεφο ή πεθαίνει; που εύλογα απορεί και το γνωστό άσμα. Τίποτα από όλα αυτά. Απλά κατοικεί στην καρδιά αυτού που έμεινε τελευταίος. Που δεν εγκατέλειψε. Που δεν λιγοψύχησε. Εκεί κατοικεί. Και αν αυτός που φεύγει καταδεχτεί να ρίξει μια τελευταία ματιά σ΄αυτόν που έμεινε θα δει την καρδούλα του να φωτίζει ολάκερη. Που αυτό σημαίνει:
» Εγώ θα σε περιμένω»…
Εύα Κοτσίκου