Πρωτομαγιά στα Πατήσια του 1934

Διαβάστε πώς γιόρταζαν την πρώτη μέρα του Μαΐου και τον ερχομό της άνοιξης οι παλαιοί Αθηναίοι

«Έξοδος γενική!

Η αλήθεια είνε ότι κανείς δεν μένει στο σπίτι του. Η πόλις ερημούται, ωσάν να ευρίσκεται εις κατάστασιν πολιορκίας. Νέοι, γέροι, παιδιά, νέες γρηές, μεσόκοπες, φοιτηταί, μοδιστρούλες, φαρμακοποιοί, αξιωματικοί, δασκάλες, παπάδες, ζωντοχήρες έλκονται όλοι από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος.

Είνε δε τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος την παραμονή της πρωτομαγιάς, Κηφισιά η σνομπίστικη, Αλυσσίδα η πατροπαράδοτος, Γαλάτσι το δροσερόν και Κολοκυνθού η λαϊκωτέρα. Προς αυτά τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος εκχύνονται αι μυριάδες των Αθηναίων δια την προϋπάντησιν του Μαΐου, σύμφωνα με το παλαιόν δίστιχον:
Ο Μάϊος μας έφθασεν … εμπρός βήμα ταχύ
Να τον προϋπαντήσωμε … παιδιά στην εξοχή!…
Η εκκίνησις από το σπίτι γίνεται θορυβωδώς εις επήκοον ολοκλήρου της συνοικίας.

-Εμπρός, έτοιμοι είμαστε;
-Μιχαλάκη, πήρες τις ντομάτες;
-Μαριγούλα, έκλεισες την πόρτα της κουζίνας;
-Εμπρός, πάμε …

Και ξεκινάν. Το πρόγραμμα είνε σαφώς καθωρισμένον από την προτεραίαν. Η κόρη ήθελε ολίγη Κηφισιά και η μαμά συνετάχθη με το μέρος της κόρης, αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- ήθελε Αλυσσίδα και η γνώμη του ενίκησε.
Προτού η οικογένεια συλλάβη τον Μάϊον, πρέπει απαραιτήτως να συλλάβη ένα τράμ διά να την μεταφέρη. Τα τράμ όμως κατά την ημέραν αυτήν ή απεργούν –λόγω της κόκκινης Πρωτομαγιάς- ή δεν απεργούν αλλά υπερεργάζονται. Πραγματικώς περνούν όλα κατάφορτα κόσμου και εορταστών. Κανένα δεν σταματά και η οικογένεια ξεκινά πεζή.
Η κόρη ρίπτει την ιδέαν «να πάρωμε ένα ταξί», αλλά η μείζων αντιπολίτευσις –ο μπαμπάς- συνοφρυούται!… Ένα μικροκαυγαδάκι στη μέση του δρόμου επακολουθεί. Και όμως όλοι είνε πεπεισμένοι ότι πηγαίνουν για πρωτομαγιάτικο γλέντι.
Κάποιο λεωφορείο τους λυπάται και αποφασίζει να σταματήση διά να τους παραλάβη.

Νέα αγωνία.
-Μαριγούλα, πρόσεχε!…
-Το παιδί!…
-Ανέβηκες, Πελοπίδα;
Ο εισπράκτωρ δίδει το σύνθημα της εκκινήσεως, αλλά τον διακόπτουν φωναί:
-Στάσου!… Στάσου!…
Ο κύριος Πελοπίδας είχε λησμονήση επί του πεζοδρομίου το καλάθι με τα τρόφιμα. Διότι η οικογένεια η οποία ξεκινά να πιάση το Μάη εννοεί να καταλάβη ένα τραπεζάκι και δέκα καθίσματα εις το πρώτο εξοχικόν ζυθοπωλείον, αλλά χωρίς να δαπανήση ένα μονόλεπτον.
Εφ’ ώ και παρασκευάζονται μερικοί κεφτέδες εις το σπίτι, κανένα «μπουτάκι με σκόρδο», το απαραίτητο τυρί, μερικά αυγά βραστά και η σχετική χιλιάρα του ρητινίτου. Ά! Όλα κι’ όλα!… Πρωτομαγιά είνε, η οικογένεια «θα το κάψη»!…

Άνθη πωλούν οι πάντες και τα πάντα.
-Μάηδες!… Εδώ οι Μάηδες!…
-Πάρε κόσμε λουλούδια!…
-Έχω τριαντάφυλλα με στράκες!…

Παντού κυκλοφορούν ζευγάρια αγκαλιασμένα. Πιάνουν τον Μάη. Το απαιτεί η ημέρα και κανείς δεν παρεξηγεί.
Αν είνε κανείς αδιάκριτος ακούει γύρω του χαριέστατα πράγματα:
-Αγάπη μου, και του χρόνου μαζϊ!
-Φως μου! Του χρόνου σπίτι μας!
-Μάτς-μούτς (φιλήματα).
-Άχ! (αναστεναγμός γεροντοκόρης).
Και κάτι που ίσως δεν έχει παρατηρηθή. Εις την έξοδον διά το «πιάσιμον» του Μαΐου, αφθονούν αι γεροντοκόραι!
Κόσμος πολύς συνωθείται παντού. Μια παρέα νεαρών γυρίζει αναιδέστατα και καταγίνεται να τσιμπά τις γυναίκες. Μέσα εις τον συνωστισμόν οι «πορτοφολάδες» κάμνουν χρυσές δουλειές.

 Το βράδυ όταν θα έφθασαν εις το σπίτι, ο μπαμπάς θα εκρέμασε τον «Μάην» στο μπαλκόνι ή την εξώθυραν και ύστερα θα είπε προς την οικογένειαν:
-Έ… δεν έχετε παράπονο. Ωραία περάσαμε! Και του χρόνου!»
(βασισμένο σε κείμενο του Δ. Γιαννουκάκη στα «Αθηναϊκά Νέα»,  1934)

Σχόλια

σχόλια