Συνήθισε στην αναμονή

 

Κράταγε το σφουγγάρι στα χέρια της μέσα στις σαπουνάδες στην καθιερωμένη τελετουργία του πλυσίματος των πιάτων. Πριν λίγο είχε βάλει τα παιδιά για ύπνο και γέμισε ησυχία το σπίτι. Τα πουλάκια της, πόσο όμορφα και ρυθμικά ακουγόταν η ανάσα τους. Άλλη μια μέρα πέρασε κι αυτή μπήκε ξανά στην αναμονή. Κι ήταν αυτό το νερό της βρύσης που κατάπινε το σιγανό λυγμό της.

Άργησε πάλι, μια καθυστέρηση για την οποία την ενημέρωσε όταν του είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα.

-Προέκυψε μια δουλειά, μην με περιμένεις θα αργήσω.

Δεν απόρησε είχε συμβιβαστεί πια με τις βραδινές εργασίες. Άλλωστε η καθημερινότητα ισούται με την ρουτίνα και αυτή την είχε συνηθίσει. Είχε πάψει να παραπονιέται για τις αργοπορίες του, άλλωστε δεν έφταιγε αυτός για την κατάσταση της. Αυτή ήταν ο θύτης και το θύμα πια. Αυτός είχε δείξει τα δείγματα της απουσίας του. Εκείνη επέβαλε στον εαυτό της την αναμονή της σημασίας που ήλπιζε πως θα της δώσει.

Περίμενε πως η παγωμάρα που είχε πλακώσει την σχέση τους θα γινόταν η φλόγα αγάπης που τους είχε κάψει κάποτε. Μα όσο αυτή πνιγόταν στις αναμνήσεις του τότε, αυτός γινόταν παρανάλωμα σε νέες φωτιές. Ήταν βέβαιη για αυτό πια δεν εθελοτυφλούσε.

-Γεια σας, θα μπορούσα να μιλήσω στον Τάκη;

Πόσο νάζι έκρυβε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Ήταν λες και μύριζε η κάψα του έρωτα μέσα από το ακουστικό. Τότε ήταν που κατάπιε τα δάκρυα της και ψιθύρισε, μισό λεπτό.

Ήταν ένα από τα ελάχιστα βράδια που εκείνος είχε γυρίσει νωρίς. Τότε που με τρεμάμενα χέρια του έδωσε τη συσκευή και αυτός έτρεξε στην απομόνωση για να μιλήσει.

Αυτά θυμόταν τώρα κοκαλωμένη με το νερό να τρέχει πια παγωμένο στα χέρια της. Σαν να κοιμόταν όρθια με το βλέμμα κολλημένο στο παράθυρο. Μα ήταν αρκετό εκείνο το τραγούδι που ήχησε από το ραδιόφωνο για να την ξυπνήσει.

«Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω

κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω

Αυτά τα λίγα ψίχουλα κι αν θα μου τάξεις

σου τα πληρώνω με οποιαδήποτε τιμή

και θα τα πάρω κι αν ακόμα τα πετάξεις

όπως πετάνε σ’ ένα σκύλο το ψωμί»

Χριστινα Ρογκακου

Σχόλια

σχόλια