Το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπομπ Ντίλαν

Στις 2   το μεσημέρι  τις  13/10/2016    ανακοινώθηκε από τη γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας Sara Danius, το όνομα του φετινού νικητή του Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας  απονεμήθηκε στο  Αμερικανό τραγουδοποιό Μπομπ Ντίλαν.Ο σημαντικός  Αμερικανός τραγουδοποιός τιμήθηκε με την υψηλότερη διάκριση στο χώρο της λογοτεχνίας για τη στιχουργική του έκφραση.

Σύμφωνα με την αιτιολογία της επιτροπής, ο Ντίλαν τιμήθηκε με το νόμπελ για τη δημιουργία νέων ποιητικών εκφράσεων στο πλαίσιο της σπουδαίας παράδοσης αμερικανικού τραγουδιού.Αν και το όνομα του Ντίλαν είχε συνδεθεί πολλές φορές με το συγκεκριμένο βραβείο, πρόκειται σαφώς για επιλογή-έκπληξη, καθώς είναι η πρώτη φορά που η Ακαδημία βραβεύει έναν καλλιτέχνη που θεωρείται πρωτίστως τραγουδιστής και όχι πεζογράφος, ποιητής ή συγγραφέας θεατρικών έργων.

1077436_1-v8o1cHLu-_I1Lh2SJJ0R6Q

 Για τον Ντίλαν έχουν γραφτεί πολλά και θα γράφονται ακόμη περισσότερα. Στο οπισθόφυλλο του θρυλικού “Φορτηγού” του Διονύση Σαββόπουλου είχε τυπωθεί το “αυτά που θ’ ακούσετε εδώ μέσα δεν είναι ακριβώς τραγούδια, είναι μάλλον μια σειρά ασκήσεις αναπνοής”, όπως και στο αντίστοιχο που υπάρχει στο “Highway 61 Revisited”. Ο δε  ίδιος  υποστηριζει ότι  <Θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή πρώτα και μετά μουσικό. Ζω σαν ποιητής και θα πεθάνω σαν ποιητής >

bob-dylan

Ο Ντύλαν γεννήθηκε στις 24 Μαΐου του 1941. Το πραγματικό του όνομα είναι Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν. Τον Αύγουστο του 1962, ο νεαρός κύριος Ζίμερμαν θα αλλάξει επισήμως το όνομά του, στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης. Έκτοτε θα λέγεται, και θα είναι, ο Μπομπ Ντύλαν. Πολλές εικασίες έχουν διατυπωθεί ως προς την επιλογή του ονόματος, και ο ίδιος ο Ντύλαν έχει δώσει κατά καιρούς αντιφατικές και συγκεχυμένες εκδοχές. Εντέλει, η επικρατέστερη εικασία ήταν και η αληθινή. Το όνομα το εμπνεύστηκε από τον μεγάλο Ουαλλό ποιητή Ντύλαν Τόμας (27 Οκτωβρίου 1914 – 9 Νοεμβρίου 1953), του οποίου ο νεαρός κύριος Ζίμερμαν υπήρξε λάτρης, και σχεδόν πάντα κυκλοφορούσε με έναν τόμο ποιημάτων του Ντύλαν Τόμας ανά χείρας .Το όνομα  του συνδέθηκε με τους  σημαντικότερους καλλιτέχνες των τελευταίων πενήντα χρόνων, με την Τζόαν Μπαέζ, με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, με τον Μάικλ Μακλιούρ και άλλους.

Τέλος, κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει τη δύναμη των στίχων του ή τη μαγεία της μουσικής του. Μολαταύτα, εκείνο που τον χαρακτηρίζει πάνω απ’ όλα είναι ότι έχει κάτι που πάει πέρα απ’ όλα αυτά, που τα υπερβαίνει. Είναι η ίδια η προσωπικότητα, αυτό που ο Όρσον Ουέλλες επέμεινε να αποκαλεί «χαρακτήρα» , κάτι πέρα από το ταλέντο, είναι η αύρα και η γοητεία που αποκτάς μέσα από έναν τρόπο ζωής, που αποκτάς μέσα από τις αποφάσεις σου, μέσα από το πώς αντιμετωπίζεις τον κόσμο που σε περιβάλλει.

Στη  συνέχεια   3 [τρία ]    από  τα  10  τραγούδια  ,τα  οποία   όπως  υποστηρίζουν  αξίζουν  περισσότερα  από  ένα  βραβείο  Νόμπελ. Ο Μπομπ Ντύλαν -λένε , άλλαξε τη ζωή μας, άλλαξε τη ζωή χιλιάδων αντρών και γυναικών στη δεκαετία του 1960, αλλά και μετέπειτα. Είναι κάτι περισσότερο από εκφραστής της εποχής μας, και φυσικά είναι κάτι πολύ περισσότερο από τραγουδοποιός: ο Ντύλαν είναι ποιητής, είναι ένας από τους σπουδαιότερους χρονικογράφους του δεύτερου ημίσεως του εικοστού αιώνα – όπως ήταν και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Νόρμαν Μέιλερ, ή ο Τζακ Κέρουακ. Η φωνή του Ντύλαν είναι Η ΦΩΝΗ των καιρών μας, είναι η μνήμη όσων γεγονότων στιγμάτισαν μιαν ολόκληρη εποχή.

1 Blowin’ in the Wind

Σαν πόσες να ’ναι οι δημοσιές που πρέπει να διαβεί κανείς
για να τον πούνε άντρα;
Και πόσες να ’ν’ οι θάλασσες που τ’ άσπρο περιστέρι θα περάσει
στην αμμουδιά πριν ξαποστάσει;
Σαν πόσες να ’ναι οι φορές που θα βροντήσει το κανόνι
πριν να το διώξουν απ’ τη γη για πάντα;
Η απάντηση, φίλε, πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Πόσα τα χρόνια που μπορεί ν’ αντέξει ένα βουνό
ως να το φάει η αρμύρα και να λιώσει;
Και κάποιοι άνθρωποι, πόσο να ζήσουν βολετό
ώσπου της λευτεριάς μέρα να ξημερώσει;
Πόσο καιρό μπορεί κανείς να κάνει πως κοιτάει αλλού
να κάνει πως δεν βλέπει πάρα πέρα;
Η απάντηση φίλε πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Πόσες φορές πρέπει κανείς να ρίξει τη ματιά ψηλά
λίγο ουρανό για να μπορέσει ν’ αντικρίσει;
Και να ’χει πόσα πρέπει αυτιά για να γροικήσει
του ανθρώπου το λυγμό;
Ε, και σαν πόσους θάνατους πρέπει να μάθει για να νοιώσει
πως σαν πολλοί ’ναι οι άνθρωποι που έχουνε χαθεί;
Η απάντηση, φίλε, πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.

Μετάφραση: Τούλα Τόλια

2 Girl From The North Country

Αν πας ποτέ στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.
Αν κάποτε βρεθείς μες στο χιονιά,
σε παγωμένες όχτες δίχως καλοκαίρι,
αν είν’ το ρούχο της ζεστό ρίξε ματιά,
αν τη φυλάει απ’ τ’ ανέμου το μαχαίρι.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
αν κυματίζουνε και παίζουν με τα στήθια.
Για κοίτα αν είναι τα μαλλιά της μακριά,
γιατί έτσι μένουν στων ονείρων μου τα βύθια.
Να με θυμάται λίγο έχω καημό
και προσευχές χιλιάδες έχω κάνει
στης νύχτας μου τη σκοτεινιά
στης μέρας μου το φέγγος και τη χάρη.
Αν λοιπόν τύχει και βρεθείς στον όμορφο Βοριά,
εκεί που οι άνεμοι λυντσαίρνουν τ’ ακρογιάλι,
χαιρέτησέ μου κάποια κοπελιά –
ήτανε κάποτε αγάπη μου μεγάλη.

Μετάφραση: Τούλα Τόλια

3. Ballad Of Hollis Brown

Ο Χόλλις Μπράουν, το ξέραν όλοι
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη·
ναι, ο Χόλλις Μπράουν, καθώς το ξέραν όλοι
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη,
με τη γυναίκα και τα πέντε τους παιδιά
κι όλο η παράγκα να σωριάζεται
στα κεφάλια τους ξανά.
Γύρευες λίγα χρήματα, γύρευες δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι·
γύρευες χρήματα, έψαχνες για δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι·
και τα παιδιά σου είν’ τόσο πεινασμένα,
που δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη,
όχι, δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη.
Τα μάτια του μωρού σου λάμπουν σαν τρελά
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά·
ναι, τα μάτια του μωρού σου λάμπουνε τρελά,
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά,
περπατάς ασήκωτα, βαριά
κι αναρωτιέσαι με κάθε ανάσα σου βαθιά,
γιατί να συμβαίνουν όλ’ αυτά.
Το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου·
αχ, ναι, το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου.
Νογάει άραγε κανείς;
Νοιάζεται άραγε κανείς;
Κάνεις στον Θεό μια προσευχή
ω, στείλε σε παρακαλώ ένα φίλο·
κάνεις στον Θεό μια προσευχή,
Θε’ μου στείλε μου ένα φίλο,
μα πως φίλος δε θα ’ρθεί,
σου λέει η τσέπη σου η αδειανή.
Τα μωρά σου κλαιν πιο δυνατά,
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
τα μωρά σου τώρα κλαιν πιο γοερά
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
και της γυναίκας σου οι κραυγές
πέφτουν σαν άγριες μαχαιριές,
ναι, και της γυναίκας σου οι κραυγές
άγριες είναι μαχαιριές.
Το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί είν’ άδειο το πηγάδι·
το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί στέρεψε η πηγή·
το τελευταίο σου δολάριο εδώ και μέρες
το δίνεις και παίρνεις εφτά σφαίρες.
Μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
πέρα μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
τρέμεις και ιδρώνεις
στην καραμπίνα σου που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις,
ναι, στην καραμπίνα που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις.
Το μυαλό σου αιμορραγεί
το πόδι σου δεν σε βαστεί·
ω, το μυαλό σου αιμορραγεί
και το πόδι άλλο δεν βαστεί·
τώρα το βλέμμα το καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί
ναι, τώρα το βλέμμα σου καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί.
Εφτά φυσάνε άνεμοι
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας·
ναι, εφτά φυσάν αγέρηδες
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας
και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού·
ναι, και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού.
Εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
ναι, εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
και την ίδια τη στιγμή,
σε μια γη αλαργινή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί·
ναι, και την ίδια τη στιγμή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί.

Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Σχόλια

σχόλια