Το γράμμα που αναζητά παραλήπτη
Ξεκινώ να σου γράφω στη νυχτερινή σιγαλιά. Ποτέ δεν ήμουν πρωινός τύπος. Ούτε και εσύ. Ένα από τα πολλά που αγαπώ πάνω σου. Εξάλλου νύχτα σε γνώρισα. Η στιγμή που γύρισα και σε κοίταξα. Η στιγμή που ο χώρος, ο χρόνος και οι άνθρωποι μετατράπηκαν σ’ ένα σύννεφο καπνού που διαλυόταν στον αέρα και έσβησαν. Έμεινα να κοιτώ τα μάτια σου. Δεν ξέρω τι λένε για πεταλούδες στο στομάχι, χημείες και κλικαρίσματα. Πάγωσα. Η ομορφιά, ο πόθος, ο παράδεισος του έρωτα και η κόλαση της πρόσκαιρης ματαιότητας να με κοιτάζουν κατάματα. Δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος να σου μιλήσω. Ένιωθα ότι βγήκα από το σώμα μου, αλλόκοτος παρατηρητής δυο ανθρώπων που σμίγουν στην πολύβουη καθημερινότητα.
Την άλλη μέρα που γύρισα και είδα το πρόσωπο σου γαληνεμένο να το λούζουν οι ακτίνες του ήλιου, ήξερα ότι θα είσαι η γυναίκα μου. Θα είσαι η τρικυμισμένη θάλασσα και το απόμερο λιμάνι μου. Η μάνα γη που σαν άλλος Ανταίος θα ξαπλώνω στο κορμί σου και θα τα βάζω με όλο τον κόσμο αν χρειαστεί. Δεν έπεσα έξω. Μαζί τα ζήσαμε όλα. Ανατολές και ηλιοβασιλέματα σε παραλίες και μπαλκόνια. Βόλτες σε πολυσύχναστους δρόμους και ερημικά σοκάκια. Νύχτες ξαπλωμένοι ακούγοντας τραγούδια και κάνοντας όνειρα μαζί. Τα ατελείωτα τηλέφωνα όταν χωρίζανε οι δρόμοι μας για λίγες μέρες. Η χαρά μας που ήταν κοινή στα μικρά και στα μεγάλα.
Αν ήταν όλα ρόδινα αστέρι μου; Σε καμιά περίπτωση. Πως θα μπορούσε εξάλλου; Ούτε οι καυγάδες μας έλειψαν, ούτε τα κλάματα. Οι ζήλιες, οι φωνές, οι κουβέντες που λέγαμε και έπειτα ακολουθούσαν τα ένοχα κατεβασμένα βλέμματα μέχρι που κάποιος να πει «έλα να σε πάρω αγκαλιά. Σ’ αγαπάω». Κάπως έτσι κυλάει όμορφα η ζωή μας. Κυλάει; Ψέματα. Κύλαγε. Αποφάσισα να φύγω.
Σα να βλέπω το πρόσωπο σου με απορία να με ρωτάει γιατί. Έφτασε η ώρα της αλήθειας λοιπόν. Δεν υπάρχεις. Δεν είσαι η γυναίκα της ζωής μου. Όλα αυτά που έγραψα είναι αποκύημα της φαντασίας μου. Δεν σε γνώρισα ποτέ. Ποτέ έγραψα; Πάλι ψέματα. Σε γνώρισα αλλά κομματιασμένη σε καρδιές και σώματα άλλων γυναικών. Μάζευα και έδινα στιγμές και αισθήματα πιστεύοντας ότι ήσουν εσύ. Δεν ήρθες ποτέ όμως. Έφτασε η ώρα να χωρίσουν οι δρόμοι μας που δεν έσμιξαν ποτέ. Καλό δρόμο να έχεις αγάπη μου. Ξημέρωσε και επέστρεψαν ο χώρος, ο χρόνος και οι άνθρωποι. Ώρα να βάλω την καθημερινή μου φορεσιά.
Να θυμάσαι. Σ’ αγαπάω. Και ας μην σε γνώρισα ποτέ.
Λουκάς Αναγνωστόπουλος
Μου αρέσει η γραφή και η έννοια της παρέας. Οι στιγμές που μοιράζεσαι, οι λέξεις που γίνονται ιδέες και αισθήματα. Οι άτακτες ερριμμένες σκέψεις μου μετατρέπονται σε λέξεις με την ελπίδα ότι ιδέες που μοιράζονται δεν πεθαίνουν ποτέ.